Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες που ονειρεύονται κήπους.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε που υπήρχαν ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα. Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε ήξερε πότε γεννήθηκε. Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους. Πολλές απ’ αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά. Μια πέτρα, όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη. Ή, για να το πω καλύτερα, όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, εκτός από εκείνες πού γινήκαν αγάλματα ή ναοί ή από εκείνες που τις λεν «λίθους πολύτιμους» και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο.

Η δική μας πέτρα ήταν εντελώς ασήμαντη. δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς. Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη. Το χρώμα της, ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες. Η ασημαντότητα της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της. Ένα απ’ αυτά το ‘παμε κιόλας: κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει. Εν’ άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την κομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ’ το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή πού ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος.

Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της, που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό καθόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τι δεν είναι μονοτονία, δεν ήξερε ούτε τι είναι.

Μια μέρα όμως έμαθε.

Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα, εν’ αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη, τη μάζεψε απ’ το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα, ψηλά και μακριά. Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του, πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν’ αλλάξει τη ζωή της πέτρας. Δίχως να το ξέρει, της έδειξε πώς δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πώς μπορούσε και να πετάξει, κι ακόμη πως ο δρόμος δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμα της, βρέθηκε μέσα σ’ έναν κήπο.

Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις. Και τι δεν ήταν φυτεμένο εκεί! Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια. Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες. Μ’ άλλα λόγια, ο κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι.

Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας, πρώτα απ’ το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ’ τον καινούργιο αυτόν κόσμο, που τόσο ξαφνικά ανακάλυψε. Όσο για το πέσιμό της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες, γιατί, όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου.

Το μεγάλο ξάφνιασμα της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ’ τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα που απλωνόταν από κάτω της. Απ’ τη στιγμή που βρέθηκε στο χώμα και μετά μπορούσε να βλέπει μόνον ότι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριφαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά-σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, που ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξή τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους με τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, που έβγαζαν πότε-πότε το κεφάλι έξω απ’ τις τρύπες τους, για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φως, τα μερμήγκια, που σκαρφάλωναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια ψίχουλα, κάτι περίεργα μυγιάγγιχτα ζουζούνια, που, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια…

Η πετρούλα πέρασ’ εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι, και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια, ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, που έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδιάς της, ότι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική που ήτανε, ν’ αποκτά μια πρασινωπή, όλο υγεία όψη. Η χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι, από κείνα που η γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν’ αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουν στον ουρανό σαν χρυσορόδινα συννεφάκια, ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ’ τον αγώνα ενός μερμηγκιού πού προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. Πριν καταλάβει καλά-καλά τι της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει «μπα, μια πέτρα!», βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ’ τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο, απ’ τον όποιο νόμιζε πως είχε φύγει πια για πάντα.

Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της. μετά από τόση ομορφιά που είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας ….

Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ο τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη. Αργότερα, όταν της πέρασε η πρώτη, μεγάλη πίκρα, άρχισε να ονειρεύεται ότι θα ξαναπερνούσε από κει ο μικρός πρίγκιπας, ο πιτσιρίκος με τη σφεντόνα, κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισο της. Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ο μικρός πρίγκιπας που στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει.

Η πέτρα, βέβαια, που δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα που βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου κι ο παράδεισος της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία.

Επιμύθιο Ι: Καλύτερα ν’ αποκτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποκτήσεις ποτέ τίποτε.

Επιμύθιο II: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες που ονειρεύονται κήπους.

 

Αργύρης Χιόνης
«ΟΡΙΖΟΝΤΙΟ ΥΨΟΣ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΑΦΥΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»
Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ

 

Η φωτογραφία της ημέρας..

Μας στέλνετε αρκετές φωτογραφίες για δημοσίευση και σας ευχαριστούμε γι’αυτό ειλικρινά. Φαίνεται ότι γουστάρετε να συμμετέχετε στο revista και αντιλαμβάνεστε το περιοδικό σαν παρεάκι σας. Δεν είναι όμως μόνο οι φώτο που μας στέλνετε εσείς. Είναι κι εκείνες που “απαιτούμε” εμείς να μας στείλετε. Στις βόλτες μας στο instagram ειδικά έχουμε κατά καιρούς βρει μερικά εκπληκτικά θέματα.

Με τον όρο “εκπληκτικά” θέματα εννοούμε την εν γένει στάση μας απέναντι στην τέχνη της φωτογραφίας. Μια τέχνη τόσο κοντά στην ανθρώπινη στιγμή όσο καμία άλλη. Η αποτύπωση της ίδιας της ζωής δεν είναι άραγε κάτι μοναδικό; Για σκεφτείτε το.

Το καλοκαίρι το λατρεύουμε. Γιατί όχι; Την θάλασσα, τις βουτιές, τις αμμουδίες, την ξεγνοιασία. Μπορεί ένας ηλικιωμένος άνθρωπος να μοιάζει με παιδάκι αυτή την εποχή. Εμεις πάντως όταν κάνουμε τις βουτιές μας δεν διαχωρίζουμε την πάρτη μας από τα πιτσιρίκια που παίζουν με τα κουβαδάκια τους παραδίπλα.

Στην παραπάνω εξαιρετική λήψη, η φίλη του περιοδικού Έλενα Σταματοπούλου, δείχνει να μη μασάει αφού σκάει βουτιά από αρκετά μεγάλο ύψος. Για θυμηθείτε πόσες φορές κάνατε κάτι παρόμοιο και αν θα το επιχειρούσατε πια αν σας δίνονταν η ευκαιρία (;). Προσωπικά αν είχα μπροστά μου μια τέτοια εξέδρα θα φρόντιζα να λιώσω στα ακροβατικά, ανεξάρτητα από το πόσες φορές θα έσπαζα το κεφάλι μου ??..

 

*Ευχαριστούμε την Έλενα που ευγενικότατα δέχτηκε να μας παραχωρήσει την φωτογραφία της.

 

Οδυσσέας Ελύτης: “Το παράπονο”.. κι ένας μικρός σχολιασμός

Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα ‘ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

Από τη συλλογή Τα Ρω του έρωτα (1972)

  • Άσχημα πράγματα συμβαίνουν διαρκώς. Τόσο άσχημα που έρχονται εκείνες οι μοναδικές στιγμές που σε κάνουν να σκεφτείς την αξία της ζωής. Τους δρόμους που διάλεξες, τα όνειρα που πραγματοποίησες κι εκείνα που παρέμειναν όνειρα, την ίδια σου την ύπαρξη. Το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη είναι ένα αδυσώπητο ποιήμα. Σε τοποθετεί στην κατάλληλη θέση. Δεν υπάρχει αθανασία, είμαστε εδώ, τώρα και για όσο έχει αποφασίσει το σύμπαν. Μετά δεν ξέρουμε τι έχει. Ας κάνουμε το πέρασμα από ετούτη τη ζωή όσο γίνεται καλύτερο, σοφότερο, αξιοπρεπέστερο.

 

Πώς είναι η κατάσταση ~ Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι

πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη
φτώχεια
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη
φήμη.
κι αν δεν σπάσεις
με κανένα από τα δύο
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι
όπως οι κοινές ασθένειες
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο
θάνατο.

οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν
απ’ αυτό
όπως ήταν
κανονισμένο εξάλλου

από σεισμό
κατακλυσμό
πείνα
οργή
αυτοκτονία
απελπισία
ή απλά
από σοβαρό έγκαυμα
στη μύτη
την ώρα που ανάβεις
το τσιγάρο σου.

Τέλος εποχής για τον Γιώργο Σκούρα στον Πανκαμαριακό

Ο Γιώργος ήταν παιδάκι όταν ξεκίνησε στον Πανκαμαριακό, όταν η ομάδα του Καμαρίου αγωνίζονταν ακόμη στο ξερό γήπεδο του χωριού και στις μικρές κατηγορίες της Κορινθίας. Πέρασαν δέκα χρόνια και ο ίδιος δεν έγινε μόνο αρχηγός της ομάδας του, αλλά έφτασε μαζί της όσο πιο ψηλά μπόρεσε στην πρώτη κατηγορία του Νομού.

Στη ζωή όμως όλα έχουν ένα τέλος κι έτσι ο Γιώργος Σκούρας, ο “Αργεντίνος”, αποφάσισε να γυρίσει σελίδα στην ποδοσφαιρική του πορεία. Έτσι λοιπόν η ερχόμενη σεζόν δεν θα τον βρει ντυμένο στα χρώματα του Πανκαμαριακού. Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν θα συνεχίσει στην Κορινθία ή αν θα συμφωνήσει με κάποιο σύλλογο των Αθηνών, χωρίς τίποτα να αποκλείεται για τον σκληροτράχηλο μεσοαμυντικό.

Από την άλλη πλευρά μην ξεχνάμε ότι ο Γιώργος όπως και ο Νίκος Σιετής που επίσης ανακοίνωσε πως θα σταματήσει από τον Πανκαμαριακό την ερχόμενη σεζόν, βρίσκονται στο διοικητικό σχήμα του ΑΟ Ξυλοκάστρου. Πρόκειται για μια νέα προσπάθεια για τον μπασκετικό ΑΟΞ που απαιτεί χρόνο. Προσωπικά να ευχηθώ καλή επιτυχία και στους δυο καλούς φίλους στην ωραία τους προσπάθεια.

 

Ο Κορινθιακός Κόλπος στο Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών

Την ένταξη του Κορινθιακού Κόλπου στο Ευρωπαικό Δίκτυο των Προστατευόμενων Περιοχών Natura 2000, εντός του μήνα, προανήγγειλε ο Αναπληρωτής Υπουργός Περιβάλλοντος, κ. Σωκράτης Φάμελλος.

Με αφορμή και το θέμα που έχει προκύψει με τους μέδουσες, απαντώντας σε ερώτηση βουλευτή των ΑΝΕΛ., ο κ. Φάμελλος, γνωστοποίησε απ’ τη Βουλή, ότι, επίκειται και τροποποίηση του νομικού πλαισίου για τις προστατευόμενες περιοχές τον Οκτώβριο, ενώ θα παρθούν και άλλες σχετικές πρωτοβουλίες.

Μάνος Χατζιδάκις: “Ενας νέος που δεν μετέχει στα κοινά…”

“Ένας νέος που δεν μετέχει στα κοινά, είναι ανάξιος να λέγεται νέος.
Δεν μπορεί ένας νέος να εξαντλείται στα ερωτικά του ενδιαφέροντα, στις σπουδές του, στα χορευτικά και στη ιδεολογία του …Ολυμπιακού.
Η νεολαία σήμερα απέχει από τα κοινά κι αυτό θα δημιουργήσει πολίτες αδιάφορους.
Και οι αδιάφοροι πολίτες ανοίγουν τις πόρτες στα δεινά.
Πιστεύω πως μια κυβέρνηση που θα προκύψει μελλοντικά, πρέπει να φροντίσει ώστε να τοποθετήσει ανάμεσα στους νέους τις έννοιες της Ελευθερίας και της Αξιοπρέπειας.
Ώστε όλα τα σκοταδιστικά στοιχεία, οποθενδήποτε προερχόμενα, να αντιμετωπίζουν την αντίδραση της υγιούς νεολαίας.
Μόνο έτσι θα είμαστε ήσυχοι ότι ο τόπος θα προχωρήσει σωστά. Φτιάξε ελεύθερους ανθρώπους, για να έχεις ελεύθερο χώρο.”

(Μανος Χατζιδάκις Ιούλιος1989)

Η πνευματική φτώχεια των ημέρων και μερικές σκέψεις..

Μιλάμε συνέχεια για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα και τα παρελκόμενά της στις ζωές των ανθρώπων. Την δεινή οικονομική θέση ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού, που πλέον φτάνουν στιγμές που αδυνατεί να εκπληρώσει και τις στοιχειώδεις ανάγκες του, τα ψέμματα της πολιτικής, τα λάθη που δεν διορθώνονται με κάνενα τρόπο αλλά διαιωνίζονται και πολλά ακόμη.

Μιλάμε σπάνια όμως για αυτό το πρωτοφανές πνευματικό έλλειμα που έχει προκύψει στην χώρα εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον. Ένα έλλειμα που διογκώνει το πρόβλημα και που το κάνει να φαντάζει ως δισεπίλυτο. Για να πούμε την άληθεια, αυτό πιστεύουμε κι εμείς. Χωρίς πολιτισμό, παιδεία, φρέσκιες ιδέες, δεν πας πουθενά.

Η κρίση γέννησε την ευκολία σε μερικές καταστάσεις. Έκανε την μετριότητα στάση ζωής που μας κατσικώθηκε στον σβέρκο. Δεν είναι δα η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που υπάρχει κρίση. Στο παρελθόν τα πράγματα υπήρξαν πιο ζόρικα. Πόλεμοι, καταστροφές, εμφύλιος. Όμως η πολιτισμική δημιουργία προσέφερε λύσεις και μια σανίδα σωτηρίας.

Σήμερα παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε ένα δυτικό πρότυπο που δεν μπορούμε να αγγίξουμε. Αντ’ αυτού, έχουμε ανασύρει από το παρελθόν ότι χειρότερο και το έχουμε αναγάγει σε τέχνη. Ίσως να είμαστε από τις λίγες γωνιές στη γη που μπορούν να καταφέρνουν κάτι τέτοιο. Δυτικά πρότυπα με ξεπερασμένα μέσα. Καρακιτσαριό.

Το κιτς το συναντάει κανείς όπου να’ναι. Στη μουσική, στη διασκέδαση, στην τέχνη που μόνο τέχνη δεν είναι, στο ντύσιμο, στην συμπεριφορά, στις ιδέες, στον ρατσισμό, στην τεχνολογία, στον τύπο, στην καθημερινότητα, στις συμπεριφορές σε φύση και ανθρώπους. Παντού. Δεν μπορεί να μην το βλέπετε δηλαδή. Όσο περισσότερο βαθαίνει η κρίση μάλιστα, τόσο περισσότερα σκατά μας περικυκλώνουν.

Έχουμε την αίσθηση ότι μπορούμε καλύτερα από αυτό που παρουσιάζουμε. Δεν μας αξίζει τέτοια πνευματική ένδοια σαν λαός. Γιατί με τέτοια φτώχεια πνευματική, βρίσκει έδαφος η φτώχεια η υλική και το ψέμα της πολιτικής. Οφείλουμε κάποια στιγμή να ενηλικιωθούμε και να αντικρίσουμε την αλήθεια κατάματα. Προφανώς και σε έναν μεγάλο βαθμό αξίζουμε τα δεινά που βιώνουμε. Όταν το παραδεχτούμε θα έχουμε κερδίσει την μισή λύση στο πρόβλημα.

Αξίζουμε πολλά περισσότερα σαν λαός από τα θλιβερά instagram stories τιγκαρισμένα στην βότκα και τα ναρκωτικά. Αξίζουμε πολλά περισσότερα από θλιβερά τηλεσκουπίδια τύπου επιβίωσης, γαμώτο..

 

_________

@revista.gr – Ιούλιος 2017

Διάβασα πρόσφατα την Φάρμα των ζώων του Τζώρτζ Όργουελ..

Η Φάρμα των ζώων είναι ένα αδυσώπητο βιβλίο. Ο Τζώρτζ Όργουελ, ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας, καταφέρνει μέσα από την αλληγορία να μεταφέρει όλες εκείνες τις εικόνες που ακολουθούν την εξουσία. Που πηγάζουν από την εξουσία και την δίψα όσων επιθυμούν να την κατέχουν. Κυκλοφόρησε το 1945, γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία, έστω κι αν αρχικά καθυστέρησε να εκδοθεί από τους μεγάλους οίκους ανά τον κόσμο.

Ο Όργουελ έγραψε το βιβλίο το 1943 – 44, σε μια περίοδο όπου ο Στάλιν έχαιρε της εκτίμησης των Βρετανών και των διανοούμενων, μια συγκυρία που ο ίδιος απεχθάνονταν. Μια κορυφαία νουβέλα που καταπιάνεται με μια φάρμα ζώων. Τα ζώα αγανακτισμένα από τον σκληρό τρόπο διαβίωσης επαναστατούν και καταφέρνουν να κάνουν την φάρμα τους αυτοδιαχειριζόμενη. Φαίνεται σαν παραμύθι, γι’αυτό και η αλληγορία. Ένα παραμύθι όμως που παραμπέμπει σε πολλές αλήθειες, με έντονους παραλληλισμούς με την κατάσταση στην Σοβιετική Ένωση και το ολοκληρωτικό καθεστώς που εγκαθιδρύει τελικά ο Στάλιν στο όνομα του Σοσιαλισμού.

Επίκαιρη όσο ποτέ η νουβέλα του Όργουελ, αποδεικνύεται το λιγότερο προφητική και κάνει την πολιτική να μοιάζει διαχρονικά αναξιόπιστη. Μπορεί ο συγγραφέας να καταπιάνεται με τον κομμουνισμό, όμως σε καμία περίπτωση τα όρια δεν είναι στενά και γι’αυτό παραμένει ευανάγνωστη ακόμη και στις ημέρες μας.

Διάβασα πρόσφατα την ιστορία των “γουρουνιών” λοιπόν και ομολογώ ότι βρίσκομαι πια στην κατάλληλη ηλικία για να κατανοήσω τον παραλληλισμό. Στην χώρα μας θα έλεγα επίσης, πως ίσως θα έπρεπε “Η φάρμα των ζώων” να αποτελέσει ένα ιδιότυπο αλφαβητάρι για τις επόμενες γενιές.

 

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας.

 

 

Ο φωτογράφος που απαθανάτισε το Ελληνικό παρελθόν,μοναδικές φωτογραφίες που θα σας συγκινήσουν!

Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 σε ένα χωρίο της Άρτας, την Κυψέλη. Σε μικρή σχετικά ηλικία οι γονείς του τον έστειλαν στην Αθήνα για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη, μιας και το μότο και της τότε εποχής ήταν “φύγε για να σωθείς”. Τα παιδικά του βιώματα ήταν έντονα και τον σημάδεψαν στην εξέλιξη της ζωής και της καριέρας του.

Στην Αθήνα θα βρει έναν συμπατριώτη, φίλο του πατέρα του, ο οποίος θα του προσφέρει στέγη και εργασία. Εργάζεται σε γνωστό γαλακτοπωλείο(τέχνη την οποία έμελλε να σπουδάσει αργότερα) ενώ παράλληλα φυτά στο νυχτερινό σχολείο. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσει τα μαθήματα της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων, ενώ θα συνεχίσει ανάλογες σπουδές στην Ιταλία.

Περίπου στην ηλικία των 13 είχε την πρώτη του επαφή με την φωτογραφία και όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά είπε “ Όταν κατάλαβα ότι αυτό το μηχάνημα που κρατούσα στα χέρια μου μπορεί να αποτυπώσει σε εικόνα πάνω σε χαρτί ό,τι έχω ζωντανό μπροστά μου, μαγεύτηκα… ”. Από τότε η απόκτηση μιας δικής του φωτογραφικής μηχανής έγινε όνειρο ζωής, το οποίο θα γίνει πραγματικότητα την περίοδο των σπουδών του στα Ιωάννινα. Η σχέση του με την φωτογραφία θα γίνει ακόμα πιο στενή στην Ιταλία, όπου κοντά σε έναν υπάλληλο φωτογραφείου θα γνωρίσει εμπειρικά την τέχνη του σκοτεινού θαλάμου. Μολοταύτα, η απόκτηση των απαραίτητων εξαρτημάτων για να φωτογραφίσει (συγκεκριμένα φιλμ) ήταν κάτι που δυσκόλευε τον Κώστα Μπαλάφα.

Το 1939 επιστρέφει στα Ιωάννινα για να εργαστεί και εκεί τον βρίσκει ο πόλεμος και η Κατοχή. Αυτά τα σημαντικά γεγονότα δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη μια τόσο ευαίσθητη φυσιογνωμία. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει αντάρτης-τυφεκιοφόρος, ενώ παράλληλα, φωτογράφιζε τις μάχες, τις κτηνωδίες του κατοχικού στρατού αλλά και την δύσκολη ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου, με κεντρικό πρόσωπο την μάνα.

Το 1942, ύστερα από το στρατοδικείο που πέρασε, για ένα ασήμαντο σχετικά περιστατικό, θα καταταγεί στο ΕΛΑΣ και θα απαθανατίσει πιο κοντά από οποιονδήποτε άλλον την φρίκη του πολέμου.

Κατά την περίοδο 1945-1951 περίπου θα εργαστεί ως διερμηνέας σε μια ομάδα μηχανολόγων, γεγονός που θα τον σώσει από τα κυνηγητό και την εξορία. Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε πως με την σημαντική θέση που απέκτησε με αυτή την δουλειά βοήθησε πάρα πολλούς συμπατριώτες του.

Το 1951 θα καταλήξει να εργαστεί στην ΔΕΗ όπου πέραν των χρημάτων που του προσφέρει αυτή η θέση, θ αδράξει την ευκαιρία να φωτογραφίσει από κοντά σημαντικά έργα όπως το υδροηλεκτρικό φράγμα στον Αχελώο.

Πολυπράγμων, ποτέ δεν ηρεμούσε και τίποτα δεν μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του, ο Κώστας Μπαλάφας, θα έχει την ευκαιρία το 1960 να ασχοληθεί και με τον κινηματογράφο όπου διέγραψε μια άξιου λόγου πορεία.

Ο Κώστας Μπαλάφας, δεν ήταν ένας επαγγελματίας φωτογράφος. Το έργο όμως που μας άφησε είναι αδιαμφισβήτητα τεράστιας αξίας. Η Κατοχή, το αλβανικό μέτωπο, ο αγώνας του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο και ο τρόπος ζωής της ελληνικής υπαίθρου, ήταν θέματα που υπήρξαν σταθμοί για την ζωή του. Μέσα από αυτά διαμόρφωσε την προσωπικότητα και το ήθος του. Τα θέματα του αντιπροσωπεύουν γενιές Ελλήνων και οι φωτογραφίες του αποτελούν πλέον μια γέφυρα για την σημερινή Ελλάδα με την Ελλάδα του τότε. Παρ’ όλου που μεγάλο μέρος την δουλειάς του καταστράφηκε (εν μέρει ηθελημένα και εν μέρει λόγω συνθηκών), αυτό που μένει είναι αρκετό για να μεταφέρει έντονα συναισθήματα και αναμνήσεις μέσα από τις άκρως ρεαλιστικές φωτογραφίες του…

Πηγή: consider.gr/