«Όχι, δεν είμαι μαζί τους, είμαι αυτό που θέλω»

Σήμερα, 17 Απρίλη, συμπληρώνονται 5 χρόνια από τον θάνατό του Δημήτρη Μητροπάνου. Και τον θυμόμαστε όπως ήταν: Χωρίς «πόζες». Πηγαίος. Χωρίς τίποτα το «δήθεν». Αξιοπρεπής. Χωρίς «τάχα μου». Με κουβέντες μετρημένες. Και καθαρές.  Αυτός ήταν. Ένας μεγάλος τραγουδιστής, ένας μέγιστος άνθρωπος. Ένας μάγκας. Αληθινός. Με την μπέσα και την λεβεντιά που έχουν οι ωραίοι μάγκες.

  Δεν είχε τίποτα πάνω του που να μοιάζει με «πόζα». Τίποτα το «δήθεν», το «τάχα μου». Ήταν ένας μάγκας. Κανονικός. Με την μπέσα και την λεβεντιά που έχουν οι ωραίοι μάγκες.

  Κουβέντες μετρημένες. Δεν «κορδωνόταν», δεν «το έπαιζε κάπως». Και για κείνα τα 2 – 3 πράγματα που ένιωθε να τον σφραγίζουν μιλούσε πάντα με συστολή και με σεβασμό προς τους άλλους. Το ένα ήταν ο Ολυμπιακός. Η τρέλα του!

  Το άλλο, το βαθύ, το εσώψυχο, εκείνο που το τίμησε σε κάθε περπατησιά του, ήταν η καταγωγή του: Είμαι από τη «Μικρή Μόσχα» έλεγε, από την Αγία Μονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα, όπου ήμασταν όλοι ίδιοι – οι αριστεροί, οι αποκομμένοι από την κοινωνία.

  Εκεί στη «Μικρή Μόσχα» στη γειτονιά του, «ό,τι μαγείρευε ο δίπλα, έτρωγε και ο από δω. Μαζί στο σχολείο, στη βόλτα, στο ποδόσφαιρο, όλα μαζί» (συνέντευξη στην Κάλια Καστάνη, DOWN TOWN, Γενάρης 2012).

  Πριν φτάσει ήδη στα 18 του χρόνια να τραγουδάει το «Της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ» δίπλα στον Θεοδωράκη, στην θρυλική συναυλία του Μίκη το 1966 στη Νέα Φιλαδέλφεια, αν και πιτσιρικάς, είχε ήδη διανύσει μεγάλη διαδρομή.

  Την διαδρομή ενός παιδιού από τα 12 στο μεροκάματο και στη βιοπάλη. Που έμαθε στα 16 του ότι ο κομμουνιστής ΕΑΜίτης και αντάρτης του ΔΣΕ πατέρας του, που όλοι τον θεωρούσαν χαμένο στον Εμφύλιο, ζούσε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία – τον συνάντησε για πρώτη φορά το 1977 σε ηλικία 29 ετών, κάποιοι λένε με μυθιστορηματικό τρόπο, ανεβαίνοντας σε ένα λεωφορείο με φιλάθλους του Ολυμπιακού που πήγαινε για αγώνα με τη Δυναμό στο Ζάγκρεμπ.

  Όντας «ανεπιθύμητος» από τα σχολεία των Τρικάλων λόγω «αριστερών φρονημάτων», κατέβηκε στην Αθήνα, το 1964, δίπλα στον μόλις απολυθέντα από την εξορία κομμουνιστή μπάρμπα του, τον αδερφό της μάνας του.

  Ωστόσο, δίπλα στα υπόλοιπα που δεν τον καθιστούσαν ικανό να διαθέτει «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», φρόντισε να προσθέσει κι ένα ακόμα: Έγινε μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη.

  «Ανεπιθύμητος» και στα σχολεία της Αθήνας. Τελικά έβγαλε το γυμνάσιο σε ιδιωτικό σχολείο. Το πρώτο ηχογραφημένο τραγούδι του, το «Χαμένη Πασχαλιά», το έφαγε η λογοκρισία της χούντας. Οι στίχοι του (Δ.Ιατρόπουλος) ήταν κάπως… «περίεργοι»:

  «Καημός ιδρώτας κι αίμα/ Αχ τι ανάποδη ζωή/ Πλάκωσε πάλι η συννεφιά/ Πήγε στα χαμένα/ Κι ετούτη η Πασχαλιά».

  Για να βγάλει δίπλωμα οδήγησης έπρεπε να περιμένει μετά την μεταπολίτευση (συνέντευξη στην «Μηχανή του Χρόνου»).

  Τον περιγράφανε έτσι: «Γνήσιος». «Ξεχωριστός». «Λαϊκός». «Ντόμπρος». Ήξερε που πατούσε. Σε μια συνέντευξη (στην Κατερίνα Ζαννη, aixmi.gr,) ρωτήθηκε για τον Καζαντζιδη. Απάντησε:

  «Υπάρχουν κάποιοι που λένε “δεν μ’ αρέσει ο Καζαντζίδης”. Δέχομαι να μου πει “δεν μ΄ αρέσει ο Καζαντζίδης”, αλλά μη μου πει δεν αξίζει ο Καζαντζίδης”, γιατί θα του σπάσω το κεφάλι (…). Αγγίζει το τέλειο. Τραγούδησε την ξενιτιά και την προσφυγιά. Από την άλλη πλευρά υπήρχε ο Μπιθικώτσης που είπε την άμμο της θάλασσας. Εγώ έχω δηλώσει μακάρι να είχα τη φωνή του Καζαντζίδη και το ρεπερτόριο του Μπιθικώτση. Όταν ήμουν μικρός και δούλευα με τον Ζαμπέτα μου είχε πει “μην κάνεις το λάθος και προσπαθήσεις να μοιάσεις σε κανέναν γιατί δεν θα είσαι ποτέ τίποτα. Αν μιμηθείς κάποιον θα είσαι πάντα ο δεύτερος”».

  Δεν υπήρξε ποτέ «δεύτερος». Δεν μιμήθηκε κανέναν. Ποτέ.

Έτσι αληθινά πορεύτηκε κι έτσι «γνήσια» τραγούδησε οτιδήποτε τραγούδησε. Γιατί ό,τι έβγαζε η φωνή του ήταν η αντανάκλαση των ίδιων των βιωμάτων του.

  Είχε εκείνη την άλλη, την δική του «δωρικότητα». Ήταν αληθινός και αυθεντικός κι όταν τραγουδούσε για τις αγωνίες, τους αγώνες και τα βάσανα του λαού, ήταν αληθινός κι αυθεντικός κι όταν τραγουδούσε για την αγάπη και τον έρωτα με εκείνη την «βαριά παλικαρίσια αναπνοή».

  Τον ρωτούσαν για τα τελευταία, για το ΔΝΤ, για την κρίση, για τους «σωτήρες». Δεν του χρειαζόταν να είναι μέσα στις… διαπραγματεύσεις για να ξέρει:

  «Όταν τελειώσουν και με τις τελευταίες διαπραγματεύσεις – έλεγε – θα γίνει κανονικά η κηδεία της Ελλάδας. Θα μας τα πάρουν όλα. Τα παιδιά θα φύγουν για έξω και… τέλος μείνανε βουβοί και γεμάτοι οι καφενέδες από γέρους και χαφιέδες που μιλάν για προκοπή”. Αυτοί θα είμαστε».

  Δεν αισθανόταν εξαπατημένος, αισθανόταν και ένιωθε αγανακτισμένος. Μιλούσε με εκείνη την αγανάκτηση που μέσα από την «τσαντίλα» για το πώς είναι τα πράγματα γεννιόταν και η ελπίδα για να αλλάξουν. Όταν η ΕΕ έφερε εκείνο το επαίσχυντο αντικομμουνιστικό μνημόνιο επιχειρώντας την άθλια διασύνδεση του κομμουνισμού με το ναζισμό, είχε δηλώσει:

  «Το να πεις ότι αυτά που συμβαίνουν είναι απαράδεκτα είναι λίγο. Συμβαίνουν τόσα πράγματα. Κάθε μέρα σκοτώνουν τον κόσμο, κάθε μέρα κάνουν πράγματα και δεν ασχολείται κανένας. Τώρα ξαφνικά τους πείραξε ότι ο κομμουνισμός είναι βλαβερός. Αν έτσι νομίζουν τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να τους πούμε να μην αποφασίζουν. Δικαίωμά τους είναι να αποφασίζουν. Όμως, δικαίωμά μας και μας είναι να αντιστεκόμαστε και να αγωνιζόμαστε και να παλεύουμε. Από μια πλευρά θεωρώ μπας και είναι και λίγο καλό να ξυπνήσουμε και λίγο και να δούμε τι γίνεται, πού βαδίζουμε, πού πάμε, γιατί κάπου βολευτήκαμε, κάπου είπαμε εντάξει, είμαστε καλά, νόμιμο το ΚΚΕ, νόμιμο το ένα, νόμιμο το άλλο, όμως παραγίναμε νόμιμοι. Ισως μας ξυπνήσει λίγο και να ξαναμάθουμε να αγωνιζόμαστε. Καλό θα μας κάνει. Οι προοδευτικοί άνθρωποι που αγωνίζονται και που σηκώνουν το κεφάλι θα το σηκώσουν και θα το σηκώσουν και πιο πολύ. Γι’ αυτό σας λέω, ότι κάπου θα ξυπνήσουν συνειδήσεις, θα ξυπνήσουν πράγματα, θα ξυπνήσουν τα μαζικά κινήματα» ( Ριζοσπάστης, 31/12/2005).

  Σε άλλη συνέντευξή του (στην αγαπημένη Ναταλί Χατζηαντωνίου, Ελευθεροτυπία, 2011), ρωτήθηκε για τους κυβερνώντες. Μπορεί να φανταστεί κανείς το ύφος του και τη χροιά της φωνής του όταν απαντούσε:

  «Λένε «θα δημιουργήσουμε». Ρε σεις, δεν έχουν οι άνθρωποι να φάνε, τι θα δημιουργήσετε; Πήρατε από το μισθωτό και το συνταξιούχο, τους τσακίσατε. Τώρα τι; Θα τους θάψετε και θα πάρετε φόρο θαψίματος; Απ’ την άλλη μεριά είναι πρόκληση οι επιχειρηματίες να χρωστάνε δισεκατομμύρια, να μην ξέρουν τι είναι το ΙΚΑ και όχι μόνο να μην τολμάει κανένας να τους πειράξει, αλλά ούτε να αναφέρεται το όνομά τους. Μετά βγαίνει η κυβέρνηση και σου λέει «εμείς θα σώσουμε την Ελλάδα». Άστε το, ρε παιδιά, αρκετά τη σώσατε».

Τραγούδησε για τους «πάντα γελαστούς και γελασμένους». Σε συνέντευξή του στην αγαπημένη Ρουμπίνη Σούλη (Ριζοσπάστης, 2000), τότε που όλοι είχαν χαθεί στις «σομόν» σελίδες των εφημερίδων και από παντού ακούγονταν παιάνες για την νέα μεγάλη ιδέα του έθνους, την είσοδο στην ΟΝΕ, έλεγε:

  «Τα μόνα «προβλήματά» μας είναι το Χρηματιστήριο και το αν θα μπούμε στην ΟΝΕ. Κανείς απ’ αυτούς δε μας είπε ποτέ τι θα συμβεί, αφού μπούμε στην ΟΝΕ. Για το τι έρχεται μετά την ένταξη, γι’ αυτά που θα είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε. Γιατί τώρα δε μας λένε τίποτα για όλα αυτά; Μόνο λένε και ξαναλένε ότι με την ΟΝΕ μπαίνουμε στους πλούσιους. Ας σοβαρευτούμε, ρε παιδιά! Σε ποιους πλούσιους μπήκαμε; Ποιο είναι το δικό μας βιοτικό επίπεδο σε σχέση με των Γάλλων, των Γερμανών; Πώς θα πάμε; Ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια; Γιατί δε μας λένε τι θα συμβεί μετά;».

Έτσι ήταν. Δεν έβγαζε την ουρά του απέξω. Έπαιρνε θέση. Αρχές του 2000, με νωπές ακόμα τις υποθέσεις Οτσαλάν και της ΝΑΤΟικής επιδρομής στη Γιουγκοσλαβία, είχε ρωτηθεί για τη σχέση καλλιτεχνών – κατεστημένου, για το πώς το δεύτερο ασκεί την τακτική των «υποδείξεων» στους πρώτους. Απαντούσε (Ριζοσπάστης, 23/4/2000):

«Έχει αλλάξει και ο τρόπος που αντιμετωπίζονται από το κατεστημένο… Σήμερα, ασκούνται άλλου είδους πιέσεις. Και στην περίπτωση της συναυλίας για τον Οτσαλάν ειδικότερα υπήρξαν φοβερές πιέσεις, τηλέφωνα. Εγώ πάντως δεν τις καταλαβαίνω αυτές τις πιέσεις, που λένε δε θα σε παίξουμε στην τηλεόραση ή θα το πληρώσεις αν δεν είσαι μαζί μας… Όχι, δεν είμαι μαζί τους. Είμαι αυτό που θέλω. Με αυτό που ζητώ να βιώσουν τα παιδιά τα δικά μου και του δίπλα μου, ώστε να μπορέσουν να ζουν ανθρώπινα, ευτυχισμένα. Ας με κυνηγήσουν… Και τι έγινε; Μπορώ να φτιάξω μια καλύτερη κοινωνία; Αυτό με απασχολεί. Εξάλλου, αν πας σε μια διαδήλωση, μπορείς να κάνεις και πέντε φίλους… Μπορεί κάποιοι να με λένε και γραφικό για τις επιλογές μου. Αυτοί, όμως, τι είναι; Εγώ μπορεί να είμαι γραφικός, αυτοί, όμως, είναι δουλοπρεπείς, γλείφτες. Δε με νοιάζουν, ούτε με αφορούν. Έχω την αξιοπρέπειά μου, που λείπει απ’ αυτούς που σκύβουν το κεφάλι και κλίνουν το “βολεύομαι” σε όλες τις πτώσεις».

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στον «Ημεροδρόμο» για πρώτη φορά στις 17 Απριλίου 2016.

Πηγή: imerodromos.gr

Η κούρσα του Γκίγκς και η μαγεία του Ανρί

Στα τέλη της δεκαετίας του 90′, τότε που οι περισσότεροι οπαδοί της Τσέλσι ήξεραν έναν Ρώσο όλο κι όλο, τον τερματοφύλακα τους εκείνη την εποχή Ντιμίτρι Καρίν, και η Μάντσεστερ Σίτυ ήταν σύλλογος-ασανσέρ μεταξύ της πρώτης, της δεύτερης αλλά και της τρίτης κατηγορίας, στο αγγλικό ποδόσφαιρο δυο ομάδες μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον: η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Άρσεναλ. H κυριαρχία των δυο εκείνα τα χρόνια ήταν τόσο μεγάλη που από το 1996 έως το 2005 δεν υπήρξε χρονιά στην οποία να μην τερμάτισαν και οι δυο στην πρώτη τριάδα της Πρέμιερ Λιγκ.

Όπως είναι φυσιολογικό η σχέση των δυο σταθερών μονομάχων του τίτλου δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή. Και όλα ξεκινούσαν από τους πάγκους. Ο Φέργκιουσον δεν συμπάθησε εξ αρχής τον Βενγκέρ και ο Αλσατός δεν είχε καμία διάθεση να του αλλάξει τη γνώμη. Το παραδοσιακό ποτό των προπονητών μετά τα ματς ήταν ένα από τα πρώτα θέματα διαμάχης. “Δεν έρχεται ποτέ για να μοιραστούμε ένα ποτό μετά το ματς. Είναι ο μόνος προπονητής στο πρωτάθλημα που δεν έρχεται. Θα ήταν καλό γι’αυτόν να αποδεχθεί την παράδοση” έλεγε όλο παράπονο ο ‘παλιός’ Φέργκιουσον. Ακολούθησαν πολλά ακόμα. Όταν ο Σερ Άλεξ δήλωσε ότι η Γιουνάιτεντ παίζει την καλύτερη μπάλα στη χώρα, ο Βενγκέρ σχολίασε “όλοι πιστεύουν ότι έχουν την ομορφότερη γυναίκα στο σπίτι τους”. Όταν οι δημοσιογράφοι εκθείασαν τις γλωσσολογικές ικανότητες του Αλσατού ο Σκοτσέζος απάντησε: “Λένε ότι είναι έξυπνος επειδή μιλάει 5 γλώσσες. Έχω ένα 15χρονο παιδί από την Ακτή Ελεφαντοστού που μιλάει 5 γλώσσες”. Και τα γραφικά σκηνικά δεν έχουν τελειωμό.

Ευτυχώς όμως, και σε αντίθεση με την Ελλάδα, οι μεγάλες κόντρες στην Αγγλία δεν περιορίζονται στις δηλώσεις. Τα ‘χρυσά’ εκείνα χρόνια των δυο αντιπάλων η ποιότητα των παικτών τους ξεχείλιζε από παντού. Τα ντέρμπι Γιουνάιτεντ-Άρσεναλ ήταν μια κανονική ποδοσφαιρική γιορτή που τις περισσότερες φορές στο τέλος της σου άφηνε τουλάχιστον μια-δυο πολύ δυνατές αναμνήσεις. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δυο από τα ομορφότερα γκολ που έχουν μπει στο αγγλικό ποδόσφαιρο (και χωρίς καμία δόση υπερβολής, δυο από τα ωραιότερα γκολ που έχουμε δει στην Ευρώπη) σημειώθηκαν σε παιχνίδια των δυο συγκεκριμένων αντιπάλων εκείνη την εποχή.

Στα μέσα Απρίλη του 1999 Άρσεναλ και Γιουνάιτεντ μονομαχούσαν πόντο-πόντο για τον τίτλο. Την ίδια ακριβώς περίοδο η μοίρα τις έφερε αντιμέτωπες στον ημιτελικό του Κυπέλλου στο ουδέτερα Βίλα Παρκ του Μπέρμιγχαμ. Μετά από ένα στείρο 0-0 το ραντεβού ανανεώθηκε για τρεις ημέρες αργότερα, στο ίδιο γήπεδο. Η Γιουνάιτεντ προηγήθηκε με τον Μπέκαμ στο πρώτο ημίχρονο όμως η Άρσεναλ ισοφάρισε με τον Μπέργκαμπ στην επανάληψη, έμεινε με παίκτη παραπάνω στο τελευταίο 15λεπτο και έφτασε μια ανάσα από τον τελικό στο τελευταίο λεπτό του αγώνα όταν ο Πάρλουρ κέρδισε πέναλτι. Ο Μπέργκαμπ σημάδεψε δεξιά, ο Σμάιχελ έπεσε σωστά, η τεράστια ευκαιρία χάθηκε και το ματς οδηγήθηκε στην παράταση. (Αυτό ήταν και το τελευταίο πέναλτι που εκτέλεσε στην καριέρα του ο Μπέργκαμπ!)

Στο δεύτερο ημίχρονο της παράτασης ο Βιειρά έδωσε μια αδικαιολόγητη λάθος πάσα στο κέντρο, η μπάλα κατέληξε στα πόδια του Ράιαν Γκίγκς και εκείνος ξεκίνησε την πιο ιστορική κούρσα της καριέρας του, περνώντας αμυντικούς με την ίδια άνεση και χάρη που ο Άιρτον Σένα προσπερνούσε μονοθέσια μέσα στη βροχή, στο Ντόνινγκτον Παρκ το 1993. Το τελείωμα με το σουτ στον ‘ουρανό’ των διχτυών, ο πανηγυρισμός με τη μετατροπή της φανέλας σε έλικα ελικοπτέρου και την αποκάλυψη του δασύτριχου στήθους – βγαλμένο από σώμα Έλληνα “greek kamaki” προηγούμενων δεκαετιών – και η είσοδος εκστασιασμένων οπαδών στο χόρτο ήταν το κερασάκι που χρειαζόταν για να εξυψωθεί άμεσα η φάση σε επίπεδα “μύθου”.

To γκολ εκείνο δεν καθόρισε μόνο τον ημιτελικό αλλά και όλη τη χρονιά. Μια εβδομάδα μετά η Γιουνάιτεντ κέρδιζε τη Γιουβέντους με επική ανατροπή μέσα στο Τορίνο και έφτανε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Ένα μήνα αργότερα πανηγύριζε το κύπελλο, το Τσάμπιονς Λιγκ και το πρωτάθλημα, στο οποίο τερμάτισε ένα πόντο πάνω από την Άρσεναλ. “Πιστεύω αυτό το γκολ τους έδωσε το τρέμπλ εκείνης της χρονιάς. Ήταν σαν τραύμα για εμάς. Ακόμα ακούω τις φωνές των οπαδών τους που πανηγύριζαν εκείνη τη νίκη, δεν το πίστευαν γιατί έπαιζαν με 10. Πιστεύω ότι αυτό το κύμα ευφορίας που τους προκάλεσε τους βοήθησε να πάρουν μετά και τον τίτλο” δήλωνε πέρσι ο Βενγκέρ.

Ενάμιση χρόνο μετά από την τρελή κούρσα του Ουαλλού, τον Οκτώβρη του 2000, η Άρσεναλ υποδεχόταν τη Γιουνάιτεντ στο Χάιμπουρι. Σε μια ανύποπτη στιγμή, οι γηπεδούχοι εκτέλεσαν ένα φάουλ με κοντινή πάσα και ο Γκριμαντί πέρασε τη μπάλα στον Τιερί Ανρί, που βρισκόταν στα δυο μέτρα από τη μεγάλη περιοχή, με πλάτη στην εστία και με τον Ντένις Έργουιν κολλημένο πάνω του, μια κατάσταση στην οποία ποτέ, κανένας δεν θα μπορούσε να τον αποκαλέσει “άμεση απειλή για την εστία”. Κι όμως, δυο δευτερόλεπτα και δυο επαφές της μπάλας μετά όλο το γήπεδο βρισκόταν στο πόδι και ο Ανρί πανηγύριζε μπροστά στον πάγκο της ομάδας του, έχοντας σκοράρει με μια ασύλληπτη έμπνευση και ένα συνδυασμό τεχνικής, ενστίκτου, ευφυίας και φαντασίας που θα μπορούσε να προκαλέσει σε κάποιον ακόμα και Σύνδρομο Σταντάλ, μια ψυχοσωματική ασθένεια που προκαλεί ταχυπαλμία και ταραχή σε ανθρώπους που είναι εκτεθειμένοι σε ασυνήθιστα καλλιτεχνικά επιτεύγματα.

Το ότι ακόμα και κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες ο Γάλλος βρήκε τρόπο να στείλει τη μπάλα όχι απλά στην εστία, αλλά συγκεκριμένα στο πλαϊνό μέρος των διχτυων, ένα σημείο που συνήθως κατέληγαν τα φημισμένα αριστοτεχνικά πλασέ του, είναι μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια που ανεβάζει το γκολ ακόμα πιο ψηλά στην ιεραρχία των ομορφότερων στιγμών που έχουμε δει στο ποδόσφαιρο.

“Πριν το ματς ο Σερ Άλεξ μας είχε προειδοποιήσει ότι η Άρσεναλ τροφοδοτεί τον Ανρί με κοντινά φάουλ. Πριν το καταλάβουμε όμως την είχε ήδη σηκώσει και την είχε στείλει στα δίχτυα. Ήταν από τα καλύτερα γκολ” εκμυστηρεύτηκε χρόνια μετά ο Πολ Σκόουλς. Ήταν τόσο καλό που τελικά ψηφίστηκε από τους οπαδούς της Άρσεναλ ως το 2ο ωραιότερο στην ιστορία της ομάδας. (Η απάντηση στην ερώτηση που μόλις δημιουργήθηκε στο κεφάλι σου είναι “φυσικά το ζογκλερικό του Μπέργκαμπ απέναντι στη Νιούκαστλ”.)

Πηγή: www.sombrero.gr

4 μεγάλες αλήθειες της ζωής από τον Jean Paul Sartre

Ο Sartre γεννήθηκε το 1905 στο Παρίσι, στο οποίο και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ο πατέρας του, καπετάνιος του Ναυτικού, πέθανε όταν ο Sartre ήταν μωρό και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε όταν ο ίδιος ήταν 12 χρονών -προς μεγάλη του απογοήτευση, καθώς είχε αναπτύξει μια πολύ στενή σχέση μαζί της. 

Χαρακτηριστικό του Sartre ήταν ο στραβισμός από τον οποίο έπασχε και έκανε το ένα του μάτι να «φεύγει», με αποτέλεσμα να φορά όλη του τη ζωή ένα ζευγάρι τεράστια, βαριά γυαλιά. Επίσης ήταν πολύ κοντός και συχνά περιέγραφε τον εαυτό του ως «άσχημο». Όταν βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1964, αρνήθηκε να το παραλάβει λέγοντας πως το βραβείο αυτό είναι σύμβολο καπιταλισμού και αστισμού.

Πέρα από κάθε ιδιαιτερότητα και εξωτερικό χαρακτηριστικό, όμως, ο Jean Paul Sartre ήταν ένας από τους σπουδαιότερους φιλόσοφους που έχουν περάσει από αυτόν τον κόσμο και ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του Υπαρξισμού, αφιερώνοντας τη ζωή και το έργο του στην στρατευμένη τέχνη προς όφελος της κοινωνίας. Για την ακρίβεια, ήταν αυτός που έκανε «μόδα» τη βαθιά σκέψη και τη φιλοσοφία.

Το πυκνογραμμένο, δυσνόητο βιβλίο του «Το Είναι και το Μηδέν», ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη του όχι τόσο επειδή οι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν τις ιδέες και τον τρόπο σκέψης τους, αλλά ακριβώς επειδή, στην πλειοψηφία τους, δεν μπορούσαν. Άλλωστε ο Sartre ήταν αυτός που ξεκίνησε την ιδέα -η οποία έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα- πως πρέπει να σεβόμαστε τα βιβλία για το μυστήριο που φαίνεται πως πάνε να αγγίξουν και όχι και τη σαφήνεια των ισχυρισμών τους.

Το κίνημα του Υπαρξισμού δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τη συνεισφορά του έργου του Sartre, ο οποίος έκανε αρκετά ξεκάθαρες μερικές ουσιαστικές αλήθειες για τη ζωή -όσο παράδοξο κι αν είναι να βάζεις τις λέξεις «ξεκάθαρο», «Υπαρξισμός» και «Sartre» στην ίδια πρόταση.

1. Τα πράγματα είναι πάντα πολύ πιο παράξενα από όσο πιστεύουμε

Ο Sartre δίνει πάντα ιδιαίτερη προσοχή στις στιγμές που ο κόσμος γύρω μας αποκαλύπτεται ως πολύ πιο παράξενος και πονηρός από όσο τον έχουμε συνηθίσει. Εκείνες τις στιγμές που η λογική που χρησιμοποιούμε κάθε μέρα για να αντιμετωπίσουμε όσα συμβαίνουν δεν είναι διαθέσιμη, μετατρέποντας έτσι την πραγματικότητα σε ένα παράλογο, ακόμα και τρομακτικό μέρος. Το μυθιστόρημά του «Η Ναυτία» του 1938, είναι γεμάτο με τέτοιες ιστορίες. Όποιος είναι «Σαρτρικός» έχει γνώση της ύπαρξης του ανθρώπου όταν αυτή έχει απογυμνωθεί από κάθε προκατάληψη και σταθεροποίηση παραδοχών που μας έχει κάνει να πιστεύουμε η καθημερινή μας ρουτίνα.

2. Είμαστε ελεύθεροι

Οι παράξενες στιγμές στη ζωή μας είναι σίγουρα άβολες, τρομακτικές και πολλές φορές μας αποπροσανατολίζουν, όμως ο Sartre τραβά την προσοχή μας σε αυτές λόγω των απελευθερωτικών διαστάσεων που μπορούν να πάρουν. Η ζωή είναι πολύ πιο αλλόκοτη από όσο μπορεί να πιστεύουμε (το να πηγαίνεις στη δουλειά, να τρως μαζί με ένα φίλο, να επισκέπτεσαι τους γονείς σου -τίποτα από αυτά δεν είναι προφανές ή έστω και κοντά στο «φυσιολογικό»), ταυτόχρονα όμως λειτουργεί ως μία επίπτωση με άπειρες πιθανότητες.

Τα πράγματα δεν χρειάζεται να είναι ακριβώς όπως φαίνονται. Είμαστε περισσότερο ελεύθεροι από όσο αφήνουμε τους εαυτούς μας να φαντάζονται μέσα στην πιεστική ρουτίνα δεσμεύσεων και υποχρεώσεων που μας απασχολούν κάθε μέρα. Μόνο αργά το βράδυ ή όταν είμαστε άρρωστοι στο κρεβάτι ή ταξιδεύουμε με τρένο σε έναν άγνωστο προορισμό, δίνουμε την άδεια στον εαυτό μας να ονειροπολήσει προς λιγότερο συμβατικές κατευθύνσεις. Εκείνες οι στιγμές είναι ταυτόχρονα ανησυχητικές και απελευθερωτικές.
Μπορεί να χωρίσουμε από το σύντροφό μας, να μετοικήσουμε σε μια νέα χώρα, να επανεφεύρουμε τους εαυτούς μας, αλλά συνήθως σκεφτόμαστε λόγους για να μην το κάνουμε.

Ο Sartre, μέσα από τις περιγραφές στιγμών αποπροσανατολισμού, θέλει να μας δώσει πρόσβαση σε ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης. Θέλει να μας ωθήσει μακριά από την εφησυχασμένη, κανονική προοπτική και να απελευθερώσει τη φαντασία μας: ίσως να μη χρειάζεται να παίρνουμε το λεωφορείο για τη δουλειά, ίσως να μη χρειάζεται να λέμε πράγματα που δεν εννοούμε σε ανθρώπους που δε συμπαθούμε ή να θυσιάζουμε την ενέργεια και τη ζωτικότητά μας για ψευδαισθήσεις ασφάλειας και σιγουριάς.

3. Δεν πρέπει να ζούμε «κακή τη πίστει»

Ο Sartre έδωσε έναν όρο στο φαινόμενο του να ζούμε χωρίς να χρησιμοποιούμε την ελευθερία μας όπως πρέπει. Το ονόμασε «κακή πίστη».

Έχουμε κακή πίστη κάθε φορά που λέμε στον εαυτό μας πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε υπό ένα συγκεκριμένο τρόπο και κλείνουμε μάτια και αυτά σε εναλλακτικές. Είναι κακή πίστη το να επιμένουμε πως πρέπει να κάνουμε ένα συγκεκριμένο είδος δουλειάς ή να ζούμε με ένα συγκεκριμένο άτομο ή να φτιάχνουμε το σπίτι μας σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Μην μπερδεύετε, ωστόσο, την υπαρξιακή αυτή στάση του Sartre με αυτές που γράφονται στα βιβλία αυτό-βοήθειας, του τύπου «μπορείς να γίνεις ό,τι θες, αρκεί να το πιστέψεις». Η λογική του Sartre είναι πολύ πιο στενάχωρη, θλιβερή και τραγική από αυτούς τους απλοϊσμούς. Θέλει απλώς να επισημάνει πως έχουμε περισσότερες επιλογές από όσες πιστεύουμε συνήθως πως έχουμε, ακόμα και αν σε κάποιες περιπτώσεις η επιλογή αυτή είναι η αυτοκτονία -την οποία και ο Sartre υποστήριζε ένθερμα.

4. Είμαστε ελεύθεροι να διαλύσουμε τον καπιταλισμό

Ο μεγαλύτερος παράγοντας που αποτρέπει τους ανθρώπους από το να είναι ελεύθεροι, είναι τα λεφτά. Οι περισσότεροι από εμάς αποκλείουμε μια μεγάλη γκάμα επιλογών -μετανάστευση σε μια καλύτερη χώρα, αλλαγή καριέρας, διαζύγιο- με τη δικαιολογία πως αν είχαμε λεφτά θα το κάναμε, τώρα όμως δε γίνεται.

Αυτή η παθητική συμπεριφορά μπροστά στη δύναμη του χρήματος εξόργιζε τον Sartre σε πολλά επίπεδα αλλά κυρίως σε αυτό της πολιτικής. Σκεφτόταν τον καπιταλισμό ως ένα τεράστιο μηχάνημα σχεδιασμένο να δημιουργεί μια αίσθηση ανάγκης που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Μας κάνει να πιστεύουμε πως πρέπει να δουλέψουμε ένα συγκεκριμένο αριθμό ωρών, να αγοράσουμε ένα συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία, να πληρώνουμε τους ανθρώπους ένα συγκεκριμένο χαμηλό αντίτιμο για την εργασία τους. Σε όλα αυτά, όμως, υπάρχει μόνο η άρνηση για ελευθερία και η άρνηση να πάρουμε όσο σοβαρά πρέπει την πιθανότητα να ζήσουμε διαφορετικά τις ζωές μας.

Ο Sartre μας έθεσε μερικά πολύ σημαντικά ερωτήματα (Μπορούμε να αλλάξουμε την πολιτική ώστε να ανακτήσουμε επαφή με τις θεμελιώδεις ελευθερίες μας; Πώς μπορεί να αλλάξει η συμπεριφορά μας απέναντι στο κεφάλαιο; Πόσες ώρες πρέπει να δουλεύει κάποιος μέσα στην εβδομάδα; Πώς μπορούν να αλλάξουν τα τοξικά, γεμάτα προπαγάνδα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που διαθέτουμε; κλπ) χωρίς όμως να τα απαντήσει. Μας παρέθεσε τις πιθανότητες, αφήνοντας σε εμάς το έργο της εκπλήρωσής τους.

πηγή: huffingtonpost.gr

Το πέρασμα ~ Του Χρήστου Ανδρέου

Η πομπή ξεπροβάλλει μέσα από την απριλιάτικη νύχτα και σηματοδοτεί το Πέρασμα από το θάνατο στην αναγέννηση. Οι μορφές, οι μουσικές, τα σύμβολα τρεμοπαίζουν μέσα στο χρόνο και στην αέναη λαχτάρα της ανθρωπότητας να γιορτάσει την προαιώνια Ελπίδα : οι κέλτικοι εσταυρωμένοι, οι θρήνοι για τον Άδωνι, η Δήμητρα να περιμένει την Περσεφόνη να επιστρέψει από το βασίλειο του Άδη για να βλαστήσει η γη, ο αμνός του αβρααμικού μονοθεϊσμού, το Τετέλεσται και το ‘Όλα αρχίζουν τώρα’ που είπε κι ο Καζαντζάκης. Ο ορμέμφυτος τρόμος του κάθε ζωντανού κύτταρου απέναντι στο σκοτάδι κι η υπόκλιση στο ‘Γλυκύ μας Έαρ’ , που προοικονομεί την Ανάσταση των Πάντων.

Χρόνια Πολλά.

Η Μεγάλη Εβδομάδα του Γκάτσου

Οι «Μέρες Επιταφίου» ήταν μια παραγγελία του Μάνου Χατζιδάκι για να έγραφε εκείνος μουσική πάνω στους στίχους του Νίκου Γκάτσου και να παρουσίαζε, με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, ένα έργο κατάλληλο για τη Μεγάλη Εβδομάδα (1990). Κάτι που, τελικά, δεν πραγματοποιήθηκε.

Μεγάλη Δευτέρα

Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ακόμα
ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.

Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου
που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.

Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στην πύλη του παράδεισου στο φρέαρ της αβύσσου.

Μεγάλη Τρίτη

Κάτω απ’ τα λάβαρα της Ρώμης
στην τέντα της Μαγδαληνής
εσύ πατέρας της συγγνώμης
κι εμείς παιδιά της ηδονής.

Βραχνή ακούστηκε η κραυγή
στα καπηλειά της πολιτείας
εσύ αμνίον για σφαγή
κι εμείς κριοί της αμαρτίας.

Δε σε πτοήσαν οι Πιλάτοι
ούτ’ ο καιρός που ειν΄ εγγύς
εσύ στων ουρανών τα πλάτη
κι εμείς παρείσακτοι της γης.

Μεγάλη Τετάρτη

Τετάρτη των τεφρών και των παθών
ο θάνατος δεν έχει παρελθόν.
Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων
ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον.

Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές
ξυπνήστε ν’ αποδώσουμε τιμές.
Φανήκαν οι ουράνιοι στρατηλάτες
σα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες.

Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές.
Πότε θ’ ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές
να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη
και τ’ άνθος του κακού να γίνει ρόδι.

Μεγάλη Πέμπτη

Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρέμεται σήμερα σε ξύλο
ίλεως Κύριε γενού!
Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε: «παιδί μου»!

Με του Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή.
Κι όλα τ‘ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.

Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.

Μεγάλη Παρασκευή

Βαριά τα βήματά μου σέρνω
στο φως της μέρας το θαμπό
κρίνα της άνοιξης σου φέρνω
και στο σταυρό σου τ’ ακουμπώ
φίλε δακρυοπότιστε
των πρωτίστων πρώτιστε.
των πρωτίστων πρώτιστε.

Άρρωστος κύλησε ο αιώνας
κι ο ήλιος βγαίνει μισερός
σαν το φτερό της χελιδόνας
που το σακάτεψε ο καιρός
φίλε τρισμακάριστε
των αρίστων άριστε.
των αρίστων άριστε.

Σήμερα ο Άδης ηνεώχθη
γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς
και στου θανάτου εσύ την όχθη
άφατο δρόμο ακολουθάς
έγγιστε κι ανέγγιστε
των μεγίστων μέγιστε.
των μεγίστων μέγιστε.

Μέγα Σάββατον

Όλα στερέψαν σιγά σιγά.
Τα περιστέρια πετούν αργά
σε λίμνες άνυδρες βάλτους υγρούς
σε διψασμένους κήπους κι αγρούς.

Πίσω απ’ τους λόφους τους χαμηλούς
με τους προφήτες και τους τρελούς
στέκουν παράμερα τρία παιδιά
σα γλαροπούλια στην αμμουδιά.

Μες στων καιρών την ανημποριά
διώξε το γρέγο και το βοριά
και ξαναγύρισε ήλιε στη γη
με του θριάμβου σου την κραυγή.

_______________________

   Πηγή: o-nekros.blogspot.gr

Σινιάλα – Τι σημαίνουν αυτά που σας “λέει” ο σκύλος σας

Ένα ωραίο πινακάκι που βρήκαμε στο ιντερνετ και έχει να κάνει με τις κινήσεις των σκύλων. Τι είναι αυτό που θέλουν να εκφράσουν συνήθως με τις διάφορες κινήσεις τους. Δείτε λοιπόν παρακάτω..

Κροτοφοβία και σκύλος

Τι είναι

Είναι η αγχωτική εκδήλωση φόβου ενός σκύλου όταν ακούει κάποιο συγκεκριμένο ή μη κρότο (δυνατός και σύντομος ήχος).

Πώς αντιδρά ένας κροτοφοβικός σκύλος

Ο πανικός του είναι έκδηλος και ανάλογος οποιασδήποτε άλλης φοβίας. Τα μάτια γουρλώνουν και τα αυτιά μαζεύονται προς τα πίσω, κατεβάζει την ουρά στα σκέλια, τρέχει αναζητώντας μέρος να κρυφτεί, μπορεί να πηδάει πάνω μας για να τον προστατέψουμε ή ακόμα και να γίνει επιθετικός. Ειδικά στους εργασιακούς σκύλους, η κροτοφοβία μπορεί να αποτελέσει λόγο παύσης της εργασίας τους (π.χ. κηνυγόσκυλα, σκύλοι-φύλακες).

Αιτίες που έγινε κροτοφοβικός

  1. Ελλιπής/Λάθος κοινωνικοποίηση.
  2. Πρόωρος απογαλακτισμός και απομάκρυνση από την αγέλη.
  3. Έντονα αρνητική εμπειρία (σοκ) που μπορεί να προκλήθηκε από πυροβολισμό, τρακάρισμα, κροτίδες/βεγγαλικά, βία, μεταφορά με αεροπλάνο κτλ.
  4. Κεραυνοί και βροντές: συνήθως ξεκινάει με απλή ανησυχία και καταλήγει σε έντονο πρόβλημα. Μπορεί να εξελιχθεί ακόμα και σε φοβία για τη βροχή.
  5. Κληρονομικότητα: Υπάρχουν κουτάβια που γεννιούνται κροτοφοβικά. Σε αυτήν την περίπτωση η διόρθωση του προβλήματος εξαρτάται από την ένταση της φοβίας.

Γεννιέται ή γίνεται ένας σκύλος κροτοφοβικός;

Η σίγουρη απάντηση του ερωτήματος αυτού εκκρεμεί ακόμα και γίνονται έρευνες για την βαθύτερη κατανόηση του προβλήματος. Τα περισσότερα αποτελέσματα πάντως δείχνουν ότι μπορεί ένας σκύλος να έχει γενετική προδιάθεση κροτοφοβίας. Επίσης, συσχετίζεται και με την ιδιοσυγκρασία του σκύλου καθώς φαίνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις συνυπάρχουν και άλλες αγχώδεις/φοβικές συμπεριφορές.

Αντιμετώπιση κροτοφοβίας

Παρόλο που μπορεί να υπάρχει γενετική αιτία λοιπόν, η αποφυγή του προβλήματος ως άλυτου πρέπει να είναι η τελευταία μας επιλογή. Η καλύτερη λύση είναι να συμβουλευτούμε έναν ειδικό στη συμπεριφορά των σκύλων που θα επιχειρήσει να μειώσει ή και να εξαλείψει το πρόβλημα. Αν θέλουμε να προσπαθήσουμε μόνοι μας, μπορούμε να εφαρμόσουμε την εξής μέθοδο:

  1. Παίρνουμε ένα αντικείμενο που να προκαλεί κρότο (π.χ. ψεύτικο πιστολάκι, μπαλόνια και καρφίτσα, κατσαρόλα).
  2. Σε ανοιχτό χώρο, κρατάμε το σκύλο μας με το λουρί και βάζουμε κάποιον σε απόσταση 5-8 μέτρων να δημιουργήσει κρότο.
  3. Αμέσως μετά τον κρότο «επιβραβεύουμε» το σκύλο μας με την αγαπημένη του λιχουδιά ή με παιχνίδι ή με λόγια και χάδια (ότι του αρέσει).
  4. Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία 2-3 φορές το πολύ και συνεχίζουμε μετά από λίγες μέρες με την απόσταση από την πηγή του κρότου να μειώνεται σταδιακά.
Τα ηρεμιστικά ΔΕΝ αποτελούν λύση του προβλήματος. Στην καλύτερη περίπτωση είναι αντιμετώπιση συμπτωμάτων.

Πρόληψη κροτοφοβίας

Μερικές φορές είναι πιθανή και η πρόληψη της κροτοφοβίας όσο είναι ακόμα μικρός. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι:

  • Να κοινωνικοποιήσουμε σωστά το κουτάβι, και
  • σε περίπτωση εκδήλωσης κροτοφοβίας να μην το παίρνουμε αγκαλιά ή να κρυβόμαστε μαζί του γιατί έτσι θα μάθει ότι όντως πρέπει να φοβάται.

Πηγή άρθρου: dogsworld.gr

Στην χώρα που ότι δηλώσεις είσαι..

Στην Ελλάδα που ότι δηλώσεις είσαι, ανεξάρτητα από το αν μπορείς να είσαι αυτό που δηλώνεις και τις περισσότερες φορές δεν μπορείς, συνηθίζεις την δική σου ανυπαρξία να την διοχετεύεις σε ότι καταπιάνεσαι. Τα κομπλεξ που σε κυνηγούν, τα όνειρα που δεν πραγματοποίησες, γιατί δεν άξιζες σαν άνθρωπος να τα κάνεις πραγματικότητα, τις δυσκολίες της καθημερινότητας που σε τριγυρίζουν, αντί να τα χρησιμοποιήσεις δημιουργικά για να φτιάξεις επιτέλους κάτι καλό, τα χρησιμοποιείς για να κάνεις κακό στους άλλους.

 

 

Καθώς νυχτώνει στο Ξυλόκαστρο..

Όταν παίρνει να νυχτώνει στο Ξυλόκαστρο, κι όταν η θάλασσα είναι ήρεμη χωρίς μποφόρ και φουρτούνες, μου αρέσει να κάνω βόλτες με τη μηχανή στην παραλιακή, μέχρι πέρα μακριά έξω από την πόλη. Έχουν κάτι μαγικό αυτές οι ώρες, μια ησυχία κι ένα μυστήριο…

  • Η φωτογραφία είναι από κινητό γι’αυτό δεν είναι και τέλεια. Αλλά μ’αρέσει.

 

Στάθης Ντάγκας

Πάσχα στο χωριό και λοιπές τέτοιες εκφράσεις..

Μια από τις πλέον σιχαμένες εκφράσεις έτσι όπως έχουμε μάθει να τα γελοιοποιούμε όλα. Πάσχα στο χωριό λοιπόν, λες και η Αθήνα ή οι μεγάλες πόλεις της χώρας μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες άλλων χωρών. Λες και θα έρθει η “Μαίρη Κλέρ” με τα ταγιέρ της (τυχαίο παράδειγμα κάποιας που χρησιμοποιεί την έκφραση) για επίσκεψη από την Καλιφόρνια.

“Πάσχα στο χωριό” και για τους χωριάτες και για τους πολίτες – χωριάτες. Το ίδιο είναι, ένα καζάνι που μέσα βράζουμε όλοι, γι’αυτό please, ας μην χρησιμοποιήσουμε στο εξής γελοίους όρους. Να μην διαχωριστούμε λέω εγώ καλύτερα.

Μεγάλη εβδομάδα για τον ελληνορθόδοξο και Πάσχα που τον κάνει να νιώθει περηφάνια, δεν είναι τίποτε άλλο πια εκτός από: καφέ, μαλλί, καφέ, ρούχα, καφέ, ούζα, καφέ, πέτσα από αρνί, καφέ, ποτό μέχρι το ξημέρωμα, πονοκέφαλος, καφέ, πάλι από την αρχή. Ξέχασα την πασαρέλα. Σημαντική παράλλειψη. Ουσία μηδέν. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια κι ένα ισχυρότατο έθιμο μας έχασε παντελώς την αξία του. Έμειναν μόνο με τα μάτια ορθάνοιχτα τα δεκάδες χιλιάδες σφαγμένα αρνιά να μας κοιτάζουν με απορία.

Θυμάμαι κάποτε στο χωριό (όλη η Ελλάδα είναι χωριό) που έφτανε μεγάλο Σάββατο και περίμεναμε τον Χριστό να αναστηθεί. Αλήθεια. Είχαμε περάσει την Μ. εβδομάδα συμμετέχοντας σε όλα τα έθιμα. Το ζούσαμε και ήταν όμορφα. Υπήρχε επικοινωνία ουσιαστική, προσμονή, χαρά, αγάπη μεταξύ των ανθρώπων και γλέντι απ’την καρδιά και για την καρδιά. Όχι για τα μάτια. Τα αρνιά δεν μας κοιτούσαν με τέτοια απορία.

Θυμάμαι τότε που ήμουν παιδί. Ίσως τελικά αυτό να φταίει, ότι δεν είμαστε πλέον παιδιά. Γι’αυτό δεν θα γράψω άλλο. Μόνο σας παρακαλώ, όχι άλλες ηλίθιες εκφράσεις, όχι άλλη τζάμπα περηφάνια και επίδειξη. Δεν είμαστε για να περηφανεύομαστε για κάτι. Μόνο να θυμόμαστε, πως κάποια έθιμα με τα οποία είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με την διατήρησή τους, είχαν ως στόχο την κοινωνική επαφή. Πέρα από αντιλήψεις, πιστεύω κλπ, αν το καλοσκεφτείς υπήρχε νόημα. Το νόημα που χάθηκε κάπου στον δρόμο έπειτα..

 

*Η φωτογραφία είναι από ένα Πάσχα μακρινό, στο Γελήνι Κορινθίας. Πολύ πιτσιρικάς, ανάμεσα σε αγαπημένους ανθρώπους που άλλοι είναι εδώ και άλλοι όχι.

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας