Ο Σ.Ν. "Chinaski" επιθυμεί να διατηρήσει το τετράδιο του γεμάτο με διάφορες ιστορίες. Λογοτεχνία, προσπάθεια έκφρασης, φωτογραφίες, μουσική και διάφορα άλλα που κάνουν τη ζωή να κυλάει πιο ανάλαφρα. Στείλτε κι εσείς τις δικές σας ιδέες, με χαρά του να τις φιλοξενήσει.
O Dorsen είναι οχτώ χρονών. Χώνεται μέσα στα έγκατα της γης του Κονγκό για δεκατέσσερις ώρες καθημερινά, εφτά ημέρες την εβδομάδα, για λίγα cents για να βγάλει το κοβάλτιο που είναι απαραίτητο ώστε να μπορούμε εμείς οι «πολιτισμένοι» της ανεπτυγμένης Δύσης να έχουμε το καινούριο μας smartphone…
Ο Dorsen είναι βέβαιο πως δεν έχει πολλά χρόνια ζωής μπροστά του. Είναι σίγουρο πως θα πεθάνει πολύ σύντομα. Είναι σίγουρο, επίσης, πως υπάρχουν χιλιάδες ακόμη Dorsen για να πάρουν τη θέση του όταν εκείνος πεθάνει…
Τις σκληρές σοκαριστικές εικόνες κατάφερε να καταγράψει σε βίντεο ένας δημοσιογράφος του Sky News.
Το κοβάλτιο είναι ένα συστατικό που χρησιμοποιεί η Apple για την κατασκευή των iPhone και iPad και που προμηθεύεται για λογαριασμό της η Κινέζικη εταιρία Huayou από το Κονγκό, το οποίο θεωρείται ο μεγαλύτερος προμηθευτής του πολύτιμου αυτού ορυκτού με ποσοστό που ξεπερνά το 60% της παγκόσμιας παραγωγής. Επίσης, είναι άκρως απαραίτητο για τη λειτουργία των μπαταριών λιθίου που χρησιμοποιούνται στα κινητά, αλλά και στους υπολογιστές.
Το Κονγκό έχει σχεδόν 80 εκατ. κατοίκους και έχει γνωρίσει εμφυλίους αλλά και πολύχρονη εκμετάλλευση. Αποικία του Βελγίου αφαιμάχθηκε για την παραγωγή λάστιχου, ενώ χρηματοδότησε τη βασιλική οικογένεια και τις ανάγκες της χώρας κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα, θεωρείται ο μεγαλύτερος προμηθευτής του κοβάλτιου με ποσοστό που ξεπερνά το 60% της παγκόσμιας παραγωγής.
Βέβαια, μπορεί το βίντεο να αναρτήθηκε πριν λίγες ημέρες, ωστόσο εδώ και χρόνια υπάρχουν καταγγελίες από παγκόσμιους οργανισμούς και ΜΚΟ. Μάλιστα, το 2016 η Διεθνής Αμνηστία δημοσίευσε έκθεση, στην οποία γινόταν ορατή η τακτική των τεχνολογικών κολοσσών να μην προβαίνουν καν στους βασικούς ελέγχους για να διασφαλίσουν ότι δεν χρησιμοποιούνται παιδιά στην εξαγωγή του κοβαλτίου. Η έκθεση διαπίστωσε επίσης ότι καμία χώρα δεν απαιτεί από τις εν λόγω εταιρείες να ελέγχουν ή να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με το πώς προμηθεύονται το κοβάλτιο.
Η Apple, μετά τις αποκαλύψεις του Sky News για τις συνθήκες στα ορυχεία κοβαλτίου στο Κονγκό και την εξόρυξη του με τα χέρια ακόμη και από παιδιά, «αναγκάστηκε» να ανακοινώσει ότι σταματά να προμηθεύεται κοβάλτιο από τη χώρα αυτή.
Μοσχομυριστή έκθεση. Λιγότερο από δέκα ημέρες έχουν στην διάθεσή τους οι επισκέπτες της «TEFAF Maastricht» στην Ολλανδία για να απολαύσουν έργα τέχνης όπως το εικονιζόμενο αλλά και σπάνιες αντίκες. EPA/MARCEL VAN HOORN
Πρωταγωνιστούν: Mahershala Ali, Alex R. Hibbert, Ashton Sanders, Trevante Rhodes, Naomie Harris
Διάρκεια: 1ω 51λ
Το Moonlight είναι μια κοινωνική δραματική ταινία που δείχνει τρείς φάσεις της ζωής του Chiron, όταν είναι παιδί, έφηβος και ενήλικας, ενός εσωστρεφούς παιδιού που έχει να αντιμετωπίσει την ίδια του τη μητέρα, η οποία είναι εθισμένη στα ναρκωτικά, δεν έχει πατέρα, ενώ δέχεται ψυχολογική αλλά και σωματική βία από τα παιδιά της ηλικίας του. Βρίσκει την πατρική στοργή στο πρόσωπο ενός διακινητή ναρκωτικών ο οποίος τον μεγαλώνει μαζί με την κοπέλα του, που σιγά σιγά παίρνει το ρόλο της μητέρας που ποτέ δεν είχε. Φτάνοντας στην εφηβεία ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά του και παίρνει την απόφαση να υψώσει ανάστημα, μια απόφαση που θα του αλλάξει τη ζωή. Ενήλικας πλέον έχει γίνει διακινητής ναρκωτικών, έχοντας βάλει τη ζωή του σε μια τάξη, ενώ το παρελθόν του τον καλεί να θυμηθεί και να ξαναζήσει.
Πολλές κοινωνικές ταινίες πλέον ακολουθούν μια στάνταρ συνταγή επιτυχίας, η οποία έχει γίνει τόσο αναλώσιμη που τις έχει παγιδεύσει σε ένα επίπεδο απλά καλό. Δεν τους δίνει την ελευθερία να κάνουν την υπέρβαση που θα τις απογειώσει. Γιατί?. Ίσως επειδή κατά αυτόν τον τρόπο απευθύνονται σε ένα ευρύτερο κοινό, προσφέροντας έτσι στις παραγωγές ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό, ώστε να ξεπεράσουν το budget, ενώ μπορεί να τους εξασφαλίσει και μια θέση στις μεγάλες διακρίσεις του χώρου (χρυσές σφαίρες, όσκαρ). Χρησιμοποιούν ένα cast διακεκριμένων ή ανερχόμενων ηθοποιών, σκηνοθεσία πολύ προσεγμένη, κυρίως με κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών ώστε να αποθανατίσουν το συναίσθημα και μακρινά πλάνα ώστε να δείξουν όμορφα τοπία. Άρα παίρνεις σαν αποτέλεσμα μια ταινία με πολύ καλές ερμηνείες και πολύ προσεγμένη σκηνοθεσία, με μια μουσική που συνοδεύει κατάλληλα τον τόνο της. So far, so good. Τέτοιες όμως υπάρχουν πολλές. Καλές μεν, αλλά πλέον προβλέψιμες και συνηθισμένες.
Το Moonlight δεν απέχει και πολύ από τις συνταγές αυτών των ταινιών, καθώς και η ίδια είναι κοινωνική, υπάρχουν όμως κάποια στοιχειά που την βοηθούν να κάνει μια, έστω και μικρή, υπέρβαση. Το σενάριο είναι πολύ καλογραμμένο και προσεγμένο, εξελισσόμενο ομαλά και με συνοχή, όχι όμως και ιδιαίτερα πρωτότυπο. Έξυπνα χωρίζει την ταινία σε τρία μέρη με τους τίτλους Little, Chiron και Black ώστε να περιγράψει αλληγορικά την παιδική, εφηβική και ενήλικη φάση, αντίστοιχα, της ζωής του Chiron. Η σκηνοθεσία έχει μια καλλιτεχνική απλότητα που χαρακτηρίζεται από διαρκή, συνεχόμενα πλάνα από προσεγμένες γωνίες, κίνηση της κάμερας αντί του μοντάζ, ενώ αποφεύγει, σε κάποιο βαθμό, τα πολύ κοντινά πλάνα στα πρόσωπα, βοηθώντας την ταινία να ξεφύγει από την σκηνοθετική ρουτίνα του είδους.
Οι ερμηνείες είναι οσκαρικού βεληνεκούς, με αυτή του Mahershala Ali (Juan) να ξεχωρίζει χωρίς όμως να επισκιάζει και αυτές των Alex R. Hibbert (Little), Ashton Sanders (Chiron) και Trevante Rhodes (Black). Ένα ακόμα στοιχείο που προσθέτει την τελευταία πινελιά της υπέρβασης είναι η μουσική. Δεν ακολουθεί το συναίσθημα της σκηνής, αντί αυτού είναι αυτόνομη, ανεξάρτητη, χωρίς να καθοδηγεί συναισθηματικά τον θεατή, αφήνοντάς τον να ψάξει τι είναι αυτό που ο ίδιος θέλει να νιώσει. Επιπλέον δίνει στην ταινία ένα πιο καλλιτεχνικό στυλ ανεξάρτητου κινηματογράφου. Ως αποτέλεσμα λοιπόν παίρνουμε μια ταινία σκέτη τέχνη, από όλες τις απόψεις, με τις λεπτομέρειες στον τρόπο γραφής του σεναρίου, τη σκηνοθεσία και τη μουσική να την απογειώνουν, κατατάσσοντάς την ένα σκαλοπάτι παραπάνω από τις υπόλοιπες του είδους.
«Θέλεις να δουλέψεις; αυτή είναι μία ιδέα εφιαλτική;»
Η διαδρομή του Νίκου Παναγιωτόπουλου στον κινηματογράφο ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα (από τη θέση του βοηθού σκηνοθέτη) και τέλειωσε μόλις φέτος, λίγο πριν τον πρόωρο θάνατο του, καθώς η τελευταία του ταινία Η κόρη του Ρέμπραντ προβλήθηκε στους κινηματογράφους τον περασμένο Νοέμβριο του 2015.
Το δίχως άλλο η απώλεια του επισφραγίζει συμβολικά το τέλος της διαδρομής μια γενιάς Ελλήνων κινηματογραφιστών, λίγο νεότερων σε ηλικία από τους Αγγελόπουλο, Βούλγαρη και Μαρκετάκη, οι οποίοι συνεισέφεραν με διάφορες καινοτομίες αλλά και ευρύτερα στην ανανέωση του ελληνικού σινεμά, τόσο ως προς την φόρμα όσο και ως προς το περιεχόμενο – βλ. Ν. Νικολαΐδης, Π. Τάσσιος κα-.
Επηρεασμένοι από τα κοινωνικά κινήματα της πρώτης περιόδου μετά την πτώση της δικτατορίας, από την ψυχανάλυση, από την γαλλική νουβέλ βαγκ αλλά και δρώντας καλλιτεχνικά όχι απέναντι- αλλά «παραπλεύρως» της κομματικής Αριστεράς – με την οποία αναμφίβολα οι Αγγελόπουλος Βούλγαρης διατηρούσαν μία προνομιακή συνομιλία-, έκαναν ένα σινεμά κοινωνικό και ονειρικό ταυτόχρονα, με εναλλαγές ρεαλισμού αλλά και με έντονη σημειολογία και πολλούς συμβολισμούς.
Οι Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας φιλμ γυρισμένο στο τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα (1978) μαζί με την Γλυκιά Συμμορία (1983) του Ν. Νικολαΐδη και το Βαρύ Πεπόνι (1977) του Π. Τάσιου είναι ίσως κάποιες από τις πιο κορυφαίες στιγμές έκφρασης αυτής της τάσης στο νέο ελληνικό κινηματογράφο. Οι «τεμπέληδες» ειδικότερα, διακρίνονται μεταξύ άλλων και για τα πολλαπλά επίπεδα λειτουργίας των ίδιων των συμβολισμών που εμφανίζονται στην ταινία. Πέρα από το πρώτο επίπεδο της αναπαράστασης των ταξικών κι έμφυλων εκμεταλλευτικών σχέσεων –η πατριαρχική αστική οικογένεια και η υπηρέτρια-, στην ταινία αναφέρονται μια σειρά κι από άλλα βαθύτερα στοχαστικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα η ηθική της εργασίας αλλά και η νοηματοδότηση της στη σύγχρονη κοινωνία καθώς και η συγκρότηση της υποκειμενικότητας που παράγεται από την ύπαρξη ή από την έλλειψη αυτής.
Η σουρρεαλιστική αναπαράσταση της ιστορίας της παρακμής μιας οικογένειας τυπικών λευκών ανδρών αστών καθώς και της «ναρκοθετημένης» εκ προοιμίου απόπειρας ενός μέλους να ξεφύγει –η ιστορία της γαλλικής επανάστασης και η υπηρέτρια του δίνουν ένα κίνητρο για απόδραση, όμως εν τέλει τίποτα δε μπορεί να εμποδίσει τον «εγκλωβιστικό» ύπνο που τον καταλαμβάνει- υπηρετούνται και από την αναλυτική και ανά στάδια λεπτομερή περιγραφή αυτής της συνθήκης εκφυλισμού της αφήγησης.
Γνωστός ως ο πλέον ολοκληρωμένος και καινοτόμος σκηνοθέτης, ο Stanley Kubrick δημιούργησε ταινίες εγκώμια, συχνά αμφιλεγόμενες, ωστόσο πάντα αντάξιες της τελειομανής φύσης του. Όπως έχει σημειωθεί, πρόκειται για «τις πιο πρωτότυπες, προκλητικές, και με όραμα ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου».
Ο Stanley Kubrick γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1928 στο Μανχάταν, και γονείς του ήταν ο Jacques Leonard και η Gertrude Perveler. Ο πατέρας του, του έμαθε σκάκι όταν ο Kubrick ήταν 12 χρονών, χόμπι που θα τον ακολουθούσε σε όλη του την ζωή, ενώ έναν χρόνο αργότερα αγοράζοντας του μια φωτογραφική Graflex, ο νεαρός Kubrick γοητεύτηκε από την φωτογραφία.
Σαν έφηβος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την τζαζ μουσική και επιχείρησε για μικρό χρονικό διάστημα να εργαστεί σαν μουσικός. Ενώ βρισκόταν ακόμη στο γυμνάσιο επιλέχθηκε ως επίσημος φωτογράφος του σχολείου για έναν χρόνο. Το 1946, εξαιτίας των χαμηλών του βαθμών δεν μπόρεσε να συνεχίσει την εκπαίδευση του σε κάποιο κολέγιο, παρακολούθησε κάποια μαθήματα στο City College της Νέας Υόρκης (CCNY). Τελικά και μετά την αποφοίτηση του εργάστηκε σαν φωτογράφος, συμπληρώνοντας το εισόδημα του παίζοντας σκάκι στο Washington Square Park και σε διάφορα κλαμπ σκακιού στο Μανχάταν.
Το 1946 έγινε μαθητευόμενος φωτογράφος στο περιοδικό Look, στο οποίο αργότερα εργάστηκε σαν μόνιμος φωτογράφος. Κατά την περίοδο αυτή, ο Kubrick ξεκίνησε να παρακολουθεί προβολές ταινιών στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και τους κινηματογράφους της Νέας Υόρκης, οι οποίες επηρέασαν το μετέπειτα έργο του. Το 1951, μετά από ενθάρρυνση του φίλου του Alex Singer, ξεκίνησε να κάνει μικρά ντοκιμαντέρ για το The March of Time, και δημιούργησε το Day of the Fight. Χαρακτηριστικό της ταινίας ήταν τα ανεστραμμένα πλάνα, κάτι το οποίο θα αποτελούσε μανιέρα στην καριέρα του σκηνοθέτη. Δύο ακόμη ντοκιμαντέρ ακολούθησαν, το Flying Padre (1951), και το The Seafarers (1953).
Τα επόμενα 40 χρόνια θα αναδείκνυαν το ιδιοφυές ταλέντο του Stanley Kubrick, ως σκηνοθέτη, σεναριογράφου, παραγωγού και φωτογράφου των ταινιών του. Από τις πιο δημοφιλείς ταινίες της καριέρας του υπήρξαν οι εξής: Spartacus (1960), Lolita (1962), Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb (1964), 2001: A Space Odyssey (1968), A Clockwork Orange (1971), Barry Lyndon (1975), The Shining (1980), Full Metal Jacket (1987), Eyes Wide Shut (1999).
Oι μόλις ταινίες του Stanley Kubrick προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν αίσθηση εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Πολλές από αυτές περιλάμβαναν αφήγηση, μερικές φορές αυτολεξεί από το μυθιστόρημα στο οποίο βασίζονταν, ενώ χαρακτηριστική είναι η επαναφορά του «Τhe End» στους τίτλους τέλους από τον σκηνοθέτη, όταν η κινηματογραφική βιομηχανία είχε σταματήσει να το χρησιμοποιεί.
Ενδεικτική της τελειομανίας του ήταν και η προσοχή που έδινε ο σκηνοθέτης στην κυκλοφορία των ταινιών του σε άλλες χώρες, αφού είχε πλήρη έλεγχο της μετάφρασης τους και γύριζε εναλλακτικές εκδοχές τους. Με αφετηρία την ταινία του 2001: A Space Odyssey και σε όλες τις ταινίες του, εκτός από το Full Metal Jacket, χρησιμοποίησε ως επί το πλείστον ηχογραφημένη κλασική μουσική, ενώ σαν στοιχείο ειρωνείας τοποθετούσε εύθυμα ακούσματα ποπ μουσικής σε σκηνές ερήμωσης και καταστροφής.
Πέντε ταινίες του Stanley Kubrick ήταν υποψήφιες για Όσκαρ σε διάφορες κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Καλύτερης Ταινίας για το Dr. Strangelove, A Clockwork Orange, και Barry Lyndon, και Καλύτερης Σκηνοθεσίας για το 2001: A Space Odyssey, Dr Strangelove, A Clockwork Orange, και Barry Lyndon. Τα περισσότερα βραβεία για τα οποία προτάθηκαν οι ταινίες του ήταν στους τομείς της κινηματογράφησης, καλλιτεχνικού σχεδιασμού, συγγραφή σεναρίου και μουσικής. Όλες οι ταινίες του Kubrick μέχρι το τέλος της καριέρας του προτάθηκαν για τουλάχιστον μια Χρυσή Σφαίρα και Όσκαρ (μαζί με αρκετές υποψηφιότητες για τα βραβεία BAFTA).
Στις 7 Μαρτίου του 1999, ο 70χρόνος Stanley Kubrick πέθανε από καρδιακή προσβολή στον ύπνο του και κηδεύτηκε δίπλα στο αγαπημένο του δέντρο στο Childwickbury Manor, στο Hertfordshire της Αγγλίας, όπου και διέμενε τα τελευταία 40 χρόνια. To 1997, τρεις από τις ταινίες του Kubrick επιλέχθηκαν από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου για το κατάλογο των 100 καλύτερων ταινιών στην Αμερική: το 2001: A Space Odyssey βρέθηκε στο νούμερο 22, το Dr Strangelove στο 26 και το A Clockwork Orange στο 46.
Φιλμογραφία: 1953-Fear and Desire, 1955 -Killer’s Kiss , 1956 -The Killing, 1957 -Paths of Glory, 1960-Spartacus, 1962 –Lolita, 1964 -Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb, 1968 -2001: A Space Odyssey, 1971 -A Clockwork Orange, 1975-Barry Lyndon, 1980 -The Shining, 1987 -Full Metal Jacket, 1999 -Eyes Wide Shut.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Όσο σκέφτομαι τα καρτούν που έβλεπα μικρός (ότι τώρα δεν τα βλέπω ξέρω ‘γω…), όλο και περισσότερο καταλαβαίνω γιατί κατέληξε αυτή η γενιά όπως κατέληξε. Ρε φίλε υπήρχαν άνθρωποι που μεγάλωσαν βλέποντας υπερήρωες (Σούπερμαν). Βλέποντας ψηφοφόρους ΠΑΣΟΚ να παίζουν μπόουλινγκ (Φλίνστοουνς). Έστω βλέποντας τον Λάιονο να μεγαλώνει το ξίφος των οιωνών. Ενώ εμείς, κάναμε τη λουζεριά τρόπο ζωής και χαλαρώσαμε.
Η Έλενα Ναθαναήλ ήταν μια από τις πιο γοητευτικές ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου. Ξεκίνησε να εργάζεται σαν μοντέλο, αλλά η καριέρα αυτή δεν διήρκεσε πολύ. Όταν ήταν μαθήτρια Γυμνασίου την εντόπισε ο Γιάννης Δαλιανίδης και το 1963 έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, στην ταινία του, «Κάτι να καίει». Μάλιστα, ο Δαλιανίδης ήταν εκείνος που τη συμβούλευσε να χρησιμοποιήσει μόνο το επίθετο «Ναθαναήλ», που ήταν το επίθετο της μητέρας της. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλενα Δεληβασίλη. Με την εμφάνισή της στην ταινία, η νεαρή κοπέλα εντυπωσίασε όχι μόνο για το υποκριτικό της ταλέντο, αλλά και για την ομορφιά της. Το καλλίγραμμο κορμί της, σε συνδυασμό με το μεσογειακό της πρόσωπο, συνέθεταν μια πολύ εντυπωσιακή εικόνα. Την περίοδο εκείνη η φωτογραφία στο εξώφυλλο του περιοδικού «Εικόνες», έγινε αφορμή να την προσέξει κάποιος ξένος παραγωγός που της έκανε πρόταση την οποία αποδέχθηκε, να συμμετάσχει σε μια γερμανική ταινία, που γυρίστηκε στο Μόναχο….