“Τρύγησε την ημέρα…Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη.” – Δημήτρης Λιαντίνης

Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη, την κάθε μέρα. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη.

Πιο κάτω παρατείθεται απόσπασμα από διδασκαλία του Δημήτρη Λιαντίνη, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη σημασία της απόλαυσης της ζωής. Ο Λιαντίνης ήταν Έλληνας πανεπιστημιακός, φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Το 1998 ο Λιαντίνης εξαφανίστηκε αφήνοντας γράμμα προς την κόρη του, στο οποίο δήλωνε πως είχε αποφασίσει «να αφανισθεί αυτοθέλητα», όπως χαρακτηριστικά έγραψε.

“Η ζωή είναι προσφορά, η ζωή είναι απόλαυση, η ζωή είναι ευφροσύνη, ευλογία. Αλλά, σιγά-σιγά και καθώς περνούν τα χρόνια, να το έχουμε υπόψη μας αυτό το πράγμα, ότι σε ένα άλλο πλαίσιο είμαστε κι εμείς και θα έρθει μια μέρα που θα πεθάνουμε.

Εκείνη η ώρα να μας βρει να έχουμε εξισωθεί με την αναγκαιότητα της σκληρής τιμής. Τότε κάπως αν δεν συμφιλιωθούμε, θα έρθουμε σε μια κατανόηση όμως. Να πεθάνουμε αξιοπρεπώς, που λέει ο Καβάφης, καταλάβατε;

Αυτό το πράγμα όμως είναι ένα αγώνισμα ολυμπιακό δια βίου. Είναι εκείνο που λέει ο Χρηστός, «μην κοιμηθείτε παρθένες θα σας πω μωρές». Μη κοιμηθείτε. Τι θα πει αυτό; Είναι φοβερή αυτή η εντολή, η παραβολή των 10 παρθένων, οι μωρές. Μιλάμε για υπαρκτικό ύπνο.

Σε παρέσυρε η ζωή και ξεχνάς ποια είναι η ουσία; Να σαι πάντα άγρυπνος, «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», λέει ο Σολωμός. Νά ’τοι οι στίχοι του Σολωμου που σας λέω ότι καθένας αξίζει για δεκα τόμους. Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα. Να τη ζω, να την ρουφάω, θα την χαίρομαι, όσο μπορώ πιο έντιμα, γιατί λάθη θα κάνουμε όλοι αγαπητοί μου φίλοι. Όσο μπορώ πιο έντιμα, πιο ηθικά, πιο ενάρετα, πιο όμορφα, υπάρχει ομορφιά μέσα στην ηθική.

Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη, την κάθε μέρα. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη. Είναι εκείνο που ο Όμηρος μας το είπε με το παράδειγμα των βοδιών του Απόλλωνα.

Άντε να σας πω κι ένα Σεφέρη τώρα. Λέει: «Οι σύντροφοι στον Άδη». Ποιοι είναι οι σύντροφοι στον Άδη, καταδικασμένοι δηλαδή και στη ζωή και στο θάνατο. Σαν να μην ζήσανε. Ακούστε τι λέει ο Σεφέρης:

«αφού μας μέναν παξιμάδια,

τι κακοκεφαλιά να φάμε στην ακρογιαλιά του θεού (Ήλιου) τ´αργά γελάδια

που το καθένα κι ένα κάστρο για να το πολεμάς σαράντα χρόνους

να πας να γίνεις ήρωας κι άστρο.

Πεινάσαμε στης γης την πλάτη

σα φάγαμε καλά πέσαμε εδώ στα χαμηλά

ανίδεοι και χορτάτοι».

Τι σημαίνει εδώ «φάγανε τα γελάδια του ήλιου»; Τα γελάδια του ήλιου κατά μία έννοια είναι 365. Σημαίνει μην αφήσετε, μην σπαταλήσετε άδικα και ανόητα τις μέρες σας. Την κάθε μέρα να τη βλέπεις και να την καρπώνεσαι μέσα σε μέτρα, μην την αφήσεις και περνάει γιατί την έχασες. Και δεν θα ξανάρθει. Και φεύγει κι η άλλη, κι η άλλη κι η άλλη…

Τα σβήστα κεριά του Καβάφη. Και στο τέλος μια απέραντη σειρά από κεράκια σβηστά. Λοιπόν, αυτό είναι. Να την χαιρόμαστε τη ζωή, είναι οδηγία και ευλογία και νόημα και εντολή. Η πιο σπουδαία εντολή, ας πούμε ελληνική, ενός ελληνικού Δεκαλόγου. Να τη χαίρεσαι τη ζωή, μέσα σε μέτρα όμως. Χωρίς υπερβολές, χωρίς να φτάνεις στην ύβρη. Αυτό είναι το νόημα, που σημαίνει κατάφαση.

Λοιπόν, και όσο δεν έχουμε αυτή την αγρυπνία και αφήνουμε και περνάει η μέρα και περνάει και αύριο και αύριο και έχεις καιρό και έχεις καιρό, κάποτε θα πάθουμε εκείνο που έπαθε ο Θαλής (αυτός το έπαθε συνειδητά βέβαια). Ο Θαλής, πολύ μεγάλος, τρομακτικό πνευματικό μέγεθος στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, ο Θαλής ο Μιλήσιος. Του έλεγε λοιπόν η μάνα του, είχε αφιερωθεί εκεί στις έρευνες του, « Παντρέψου γιε μου».

Της έλεγε έχω καιρό μάνα, ουκέτι καιρός, δεν ήρθε ακόμα η ώρα να παντρευτώ».«Παντρέψου γιε μου και παντρέψου, παντρέψου». Οπότε μια μέρα του λέει «Παντρέψου γιε μου!» και εκείνος λέει εκείνο το περίφημο «Ούπω καιρός», δεν είναι πια καιρός. Αυτό είναι το νόημα, να χαιρόμαστε τη ζωή, αλλά μέσα σε μέτρα. Δεν είναι όλα κοιλιά και στομάχι και μήτρα, με την χλωρίδα της, του ευλογημένου θηλυκού…

Οι τρεις αιτίες που κίνησαν την ιστορία λέει κι ο Ουγκώ είναι το μυαλό, η καρδιά (λέγοντας “η καρδιά” εδώ είναι και τα συναισθήματα) και η κοιλιά, κυρίως η κοιλιά του θηλικού, με την έννοια όχι του φαγητού αλλά της γενετήσιας βουλιμίας.

Λοιπόν, όταν είμαστε άγρυπνοι και χαιρόμαστε σωστά τη μέρα μας, θα πει χαίρομαι, είμαι άγρυπνος και ξέρω ποια είναι η πραγματική μου κατάσταση και περνάω και δεν πάνε χαμένες οι μέρες μου, σιγά-σιγά καθώς πλησιάζω στο τέλος, με βρίσκει σύμμετρο…”

Πηγή:apotipomata.com

“Στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί..”

Δώδεκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του Θανάση Βέγγου, του λαϊκού ήρωα που απέδωσε με την μεγαλύτερη ευκρίνεια τον «φουκαρά» Έλληνα, τον «πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη», τον γκαφατζή, τον άνθρωπο για όλες τις δουλειές και της «καρπαζιάς», που εξέπεμπε την καλοσύνη, ένα κράμα των κορυφαίων κωμικών παγκοσμίως.

Το σωστό θα ήταν ο άνθρωπος που πάντα έτρεχε. Κι αυτό γιατί έτρεχε, αρχικά, για να ξεφύγει από τις διώξεις, το σκληρό κράτος της μετεμφυλιακής Ελλάδας, τη Μακρόνησο, στη συνέχεια για το μεροκάματο και να ξεφύγει από την καταραμένη φτώχεια, την πείνα.

Μπαίνοντας στον χώρο του κινηματογράφου, έτρεχε για να προλάβει, να δουλέψει, να ξεφύγει από την υποτίμηση των συναδέλφων του, να καταφέρει αυτό που είχε στο μυαλό του, να φτιάξει τις δικές του ταινίες, καλύτερες απ’ αυτές που του έδιναν, και μετά για να ξεπληρώσει τα χρέη του.

Έτρεχε μέχρι τα γεράματά του, όσο κρατούσαν τα πόδια του, καταφέρνοντας να ξεφύγει από την μιζέρια, αλλά και από τους εφιάλτες που του είχαν προκαλέσει τα νεανικά του χρόνια, ένας αφιλόξενος πλανήτης που μοιάζει να μην έχει χώρο για ανθρώπους σαν τον ένα και μοναδικό Θανάση μας.

Εν αντιθέσει με το κυνηγητό που υπέστη ο Θανάσης Βέγγος από καταστάσεις, κράτος, σινάφι, ο λαός τον λάτρεψε, τον αγάπησε βαθιά. Όσοι ζήσαμε τις δεκαετίες του ’70 και ’80 και τον είδαμε από κοντά, σε μια πρεμιέρα, στο θέατρο, που έκανε περισσότερο για να εκτονώσει αυτή την απίστευτη αγάπη του λαού, που δεν μπορούσε να καλύψει το σινεμά, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις εικόνες αποθέωσής του, την αγνή αγάπη του κόσμου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1978, σε ποδοσφαιρικό αγώνα δημοσιογράφων- ηθοποιών «στα Φιλαδέλφεια» πήγαν για να δουν τον Βέγγο πάνω από 40.000 άτομα! Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, όλοι πήγαν για να δουν τον δικό τους «καλό άνθρωπο».

Το οχτάστηλο πρωτοσέλιδο της «Αθλητικής» την επομένη ήταν «Ντελίριο 40.000 λαού για τον απίθανο Βέγγο». Αυτό δεν το κατάφερε φυσικά με τεχνικές, εξαίρετες ερμηνείες ή με γραφεία προώθησης, ιμπρεσάριους ή τη βιομηχανία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το κατάφερε γιατί ήταν ένα αυτόφωτο ταλέντο, που απλώς έπαιζε τον εαυτό του, ένας άνθρωπος που εξέπεμπε μεγαθυμία, ήταν ένα με το λαό και δεν τον πούλησε ποτέ.

Ακόμη και σήμερα, δέκα χρόνια από τον θάνατό του (3 Μαΐου 2011) παραμένει ο αγαπημένος μουσαφίρης της ελληνικής οικογένειας, με τις χιλιοπαιγμένες κωμωδίες του, που προβάλει η τηλεόραση καθημερινά.

Ο ήρωας πατέρας και η κληρονομιά της Μακρονήσου

Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1927, με καταγωγή από την Αμοργό, από την πλευρά της μητέρας του Ευδοκίας. Ο πατέρας του ήρωας της Εθνικής Αντίστασης, συμμετείχε στην προσπάθεια να σώσει από την ανατίναξη που σχεδίαζαν οι Γερμανοί της Ηλεκτρικής Εταιρίας στο Φάληρο, στην οποία εργαζόταν.

Το «ευχαριστώ» της Πολιτείας, μετά την κατοχή, ήταν η απόλυσή του, εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων του. Την εκδικητικότητα του κράτους όμως την κληρονόμησε και ο Θανάσης, που βρέθηκε στη Μακρόνησο, το κολαστήριο και τόπο μαρτυρίου για χιλιάδες φαντάρους αλλά και πολίτες. Εκεί, ο νεαρός Θανάσης θα γνωρίσει στο πετσί του τον εξευτελισμό, τα βασανιστήρια, το μίσος, αλλά και την αλληλεγγύη, τη φιλία, τη θυσία για ιδανικά. Θα γνωρίσει και θα συνδεθεί φιλικά με τον Νίκο Κούνδουρο, τον άνθρωπο που θα ανακαλύψει το ταλέντο του και θα του αλλάξει πορεία.

Μαγική Πόλη

Και αυτό γιατί ο Θανάσης, ξεκινώντας ως παιδί για όλες τις δουλειές στα κινηματογραφικά πλατό, θα βρεθεί να κάνει και κάποια ρολάκια. Το έναυσμα θα του το δώσει ο Κούνδουρος καλώντας τον, το 1953, να παίξει στη «Μαγική Πόλη». Ο Κούνδουρος του ζήτησε απλώς να παίξει τον εαυτό του, τίποτα περισσότερο. Αυτό ήταν. Ο κόσμος του θεάματος είχε βρει τον κωμικό που μπορούσε να σε κάνει να γελάσεις με την καρδιά σου, να δακρύσεις, να αισθανθείς, να κατανοήσεις τι έχει τραβήξει αυτός ο λαός. Το 1956 ο Κούνδουρος θα τον φωνάξει και για τον «Δράκο» να παίξει ένα χαρακτηριστικό ρόλο.

Εξαιρετικό Ταλέντο

Ο Θανάσης Βέγγος γύρισε 126 ταινίες, πέρα από τις περιστασιακές εμφανίσεις του στο θέατρο και στη συνέχεια στην τηλεόραση, απ’ την οποία θα αποκομίσει, κακά τα ψέματα, ένα καλό και δίκαιο μεροκάματο, για τα δεδομένα του ερμηνευτικού του μεγαλείου. Παρότι δεν σπούδασε ποτέ υποκριτική και λαμβάνοντας άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος από την επιτροπή «Εξαιρετικών Ταλέντων» το 1959, έγινε γρήγορα αγαπητός μέσα από τους μικρούς ρόλους του που όμως έκαναν τη διαφορά. Ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν τέτοια η επιτυχία του που όλοι τον ήθελαν έστω και για ένα μικρό ρόλο στις ταινίες τους, φτάνοντας να παίζει κοντά 20 ταινίες τη χρονιά.

Αληθινά χαστούκια

Το 1959 κι ενώ έχει παίξει σε αρκετές ταινίες, μερικές απ’ τις οποίες αρκετά καλύτερες απ’ τον μέσο όρο, θα εμφανιστεί στην κλασική κωμωδία «Ο Ηλίας του 16ου» δίπλα στον Κώστα Χατζηχρήστο, με την ιστορία για την περιβόητη σκηνή με τα αληθινά χαστούκια να τραντάζει το κεφάλι του ακόμη και στα τελευταία του. Ίσως γιατί ήρθαν κι έδεσαν με τα χαστούκια της ζωής. Σύντομα θα έρθει και η πρώτη του προσωπική μεγάλη επιτυχία, με το ξεκαρδιστικό «Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης», ερμηνεύοντας έναν επαρχιώτη που έρχεται στην Αθήνα για να πιάσει την καλή και μαζεύει σφαλιάρες από την αφιλόξενη πρωτεύουσα.

Θα συνεχίσει να συμμετέχει σε πολλές ταινίες με χαρακτηριστικούς δεύτερους ρόλους που έχουν γράψει ιστορία. Αλλά συνάμα θα αρχίσει να πρωταγωνιστεί και σε ορισμένες ταινίες, απ’ τις οποίες ξεχωρίζουν αυτές που φτάνουν στα όρια του σουρεάλ και αναδεικνύοντας το σλάπστικ ως μεγάλη έκφραση τέχνης, με τη μοναδικότητα που είχε με τις ασυντόνιστη κίνηση και εκφορά λόγου. Κάτι που δεν κατάφερε κανένας νεότερος ηθοποιός να μιμηθεί.

Η Περιπέτεια της «ΘΒ Ταινίες Γέλιου»

Το 1964 θα μπει σε μεγάλες περιπέτειες, ιδρύοντας τη δική του εταιρεία παραγωγής την περίφημη «ΘΒ Ταινίες Γέλιου» για να γυρίσει τις δικές του ταινίες, προκειμένου να αποφύγει τη διαδεδομένη άρπα κόλα στο ελληνικό σινεμά. Κάτι που του κόστισε ακριβά, έχοντας και την κακή συνήθεια να πληρώνει καλά τους συνεργάτες του. Ανάμεσα στις εννιά ταινίες που θα προλάβει να γυρίσει, μέχρι να χρεοκοπήσει και να χάσει τα πάντα ήταν και οι απολαυστικές κωμωδίες «Δόκτωρ Ζιβέγγος», «Τρελός Παλαβός και Βέγγος», «Ένας Τρελός Τρελός Βέγγος» (ποιος θα ξεχάσει τον Θανάση να φωνάζει «ζήτω η ανοικοδόμηση» και να πηδάει από το παράθυρο) και βεβαίως τις δυο τεράστιες καλλιτεχνικές και εμπορικές ταινίες που γύρισε ο ίδιος, με ήρωα τον Πράκτορα Θου Βου 000.

Δύο υπέροχες ταινίες του παραλόγου, σατιρίζοντας τον Τζέιμς Μποντ και δίνοντας εκτός από σκηνές απαράμιλλης τρέλας και τη δυνατότητα στους ηθοποιούς που συμμετείχαν να δώσουν αξιομνημόνευτες ερμηνείες, με τον στενό συνεργάτη του Τάκη Μηλιάδη να δίνει τα ρέστα του στο ρόλο του σκηνοθέτη δακρύβρεχτων ταινιών. Ταινίες που όσες φορές και να δεις θα ξεκαρδιστείς και θα μελαγχολήσεις για το πώς έχει καταντήσει σήμερα η κωμωδία.

Τι Έκανες στον Πόλεμο Θανάση

Το 1971, μέσα στη χούντα, θα πρωταγωνιστήσει στην καλύτερη ταινία που έπαιξε ποτέ και μια από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού σινεμά. Πρόκειται για το αντιπολεμικό «Τι Έκανες στον Πόλεμο Θανάση;» σε σκηνοθεσία του πολυεργαλείου και στενού φίλου του Ντίνου Κατσουρίδη («Μπακαλόγατος») με τον οποίο γύρισε μια σειρά κοινωνικών κωμωδιών τα επόμενα χρόνια. Η ιστορία γνωστή, με έναν ταλαίπωρο καλόκαρδο αφελή εργάτη να μπλέκεται στην αντίσταση, αλλά αξέχαστη η ερμηνεία του, που εκτός από το ανόθευτο γέλιο προκαλεί και ρίγη συγκίνησης. Βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και πραγματική αποθέωση του Θανάση από το κοινό κι ένα λαό που διψούσε για κάτι διαφορετικό, για κάτι που θα χτύπαγε στην καρδιά τους συνταγματάρχες.

Με τον Κατσουρίδη θα γυρίσουν μεταξύ άλλων και την αξιολογότατη δραματική κωμωδία «Θανάση Πάρε το Όπλο Σου» (1972), ακόμη ένα χτύπημα για τη χούντα, αναδεικνύοντας και τον ρόλο των «νοικοκυραίων» της εποχής, ενώ θα συμμετάσχει και στο φιλμ του Θόδωρου Αγγελόπουλου “Με το Βλέμμα του Οδυσσέα” το 1995.

Πόνος

Είναι σχεδόν αδύνατο να γράψεις για τη συνολική πορεία του Θανάση Βέγγου ακόμη και σε ένα βιβλίο. Το σίγουρο είναι ότι δικαίως κρατά ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς μας. Και αυτό γιατί όπως είχε πει ο ίδιος με τη σεμνότητα που τον διέκρινε «δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα». Ένας πόνος που έγινε πολύ γέλιο, έγινε δάκρυ, αλλά ελάχιστη σκέψη.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Μάρκος Αυρήλιος: “Κράτησε μόνο τούτα τα λίγα..”

“Πέταξε τα όλα, κράτησε μόνο τούτα τα λίγα· και να θυμάσαι ακόμη ότι καθένας ζει μόνο το παρόν -τούτο το ακαριαίο· τα άλλα ή τα έχει ζήσει πια ή είναι στη σφαίρα του άδηλου. Μικρή λοιπόν η ζωή του καθενός, μικρή και η γωνίτσα της γης όπου την ζει· μικρή ακόμη και η διαρκέστερη υστεροφημία: στηρίζεται κι αυτή σε ανθρωπάκια που διαδέχονται το ένα το άλλο και που αύριο κιόλας θα πεθάνουν και δεν γνωρίζουν ούτε τον εαυτό τους, πολύ περισσότερο εκείνον που έχει πεθάνει από καιρό.”

Μάρκος Αυρήλιος “Τα εις εαυτόν”, απόσπασμα [3.10]

(μετάφραση Ν.Σκουτερόπουλος)

“Βάλσαμο στην ψυχή…”

Βάλσαμο στην πληγωμένη ψυχή η ανταμοιβή του χαμού είπε

βάλσαμο στην ψυχή το οικονομικό αντίδοτο συμπλήρωσε

να μη μιλάμε γιατί η ανάγκη

να το βουλώνουμε γιατί έχει ανήφορο

να μην εισερχόμαστε σε λεπτομέρειες

Βάλσαμο στην ψυχή το ξεπούλημα της

να μη νιώθεις

ούτε για τη ζωή τη δική σου

ούτε των άλλων

ούτε για ‘κείνη που έφερες στον κόσμο ετούτο

ούτε για τίποτα

Μα καθόλου βάλσαμο να αντιλαμβάνεσαι πως όλα εκείνα που κάποτε έβλεπες στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας να συμβαίνουν και γελούσες, σήμερα συμβαίνουν στο δια ταύτα. Καθόλου βάλσαμο να περνάς την περιπέτεια της ζωής σε ετούτη τη φριχτή γωνιά ενός πλανήτη που συνεχώς γυρίζει.

  • Με αφορμή την επικαιρότητα.

Νίκος Καρούζος: Η Ελλάδα ζει με πανικούς

Η Ελλάδα βγάζει πάντα καλλιτέχνες κι ανάμεσά τους ορισμένοι είναι μεγάλης κλάσεως, αλλά πράγματι η χώρα σαν σύνολο δεν έχει κουλτούρα, δηλαδή ένα καλό μέσο όρο μορφωτικής συγκρότησης του λαού της.

Αυτό συμβαίνει γιατί ο τόπος αυτός δεν είχε ποτέ σωστή και δημιουργική εκπαίδευση. Κι αυτό γιατί δεν υπήρξαν ποτέ σταθερότητες ζωής και συναρθρωμένης πραγματικότητας του τόπου.

Από τότε που έγινε «ανεξάρτητο» κράτος, η Ελλάδα ζει με πανικούς. Πότε υπερισχύει ο πολιτικός πανικός (κάποια δικτατορία που θα εφορμήσει για να τα κάνει όλα λίμπα), πότε ο οικονομικός (μια κατάρρευση της οικονομίας που θα μας εκμηδενίσει), πότε όλα τα κακά μαζί.

Τέτοια υπήρξε ώς τα σήμερα η ιστορία της «ανεξάρτητης» Ελλάδας.

Αν προσθέσουμε κάτι εμφύλιους πολέμους και τη διαμάχη «καθαρεύουσας» και «δημοτικής», συμπληρώνεται πρεπόντως η εικόνα που εξηγεί την απογοητευτική έλλειψη κουλτούρας στον παράξενο τόπο μας. Κ’ έτσι παρουσιάζονται φαινόμενα ως εξής:

Όταν ο Παλαμάς έγινε γενικός γραμματέας στο πανεπιστήμιο, ακριβώς επειδή ήταν ποιητής, ο τότε πρύτανης (το αναφέρει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος) να του συστήνει να σταματήσει τους στίχους!…

Όταν ο Γιαννούλης Χαλεπάς τιμήθηκε με το Αριστείο της Ακαδημίας, αυτό δεν εμπόδισε την Πολιτεία να τον αφήσει να ζητιανεύει στο χωριό του στην Τήνο.

Όταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος εισηγήθηκε τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα, έγινε στόχος γενικής χλεύης κι αν δεν είχε, όπως ο ίδιος μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε, τη θωράκιση μιας κοινωνικής και οικονομικής επιφάνειας, θα τον έκλειναν σε κανένα τρελοκομείο.

Ας μην ξεχνούμε ότι τότε η Ελλάδα αντιμετώπιζε τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό» του Μεταξά και του Μανιαδάκη και δεν πολυαστειευότανε…

Θα πείτε, αυτά γινόντουσαν τότε. Δυστυχώς, παρά τα Νόμπελ, παρά τα Λένιν, παρά τα βενετσιάνικα Λιοντάρια, γίνονται και σήμερα. […]

***

*Το παραπάνω κείμενο του Νίκου Καρούζου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 (στα «Πεζά Κείμενα», σελ. 236-237)

Ιστορίες του κυρίου Κόινερ – Μπέρτολτ Μπρεχτ

» … Η απελπισία έχει καταλάβει τους πάντες, ένας όμως, που δεν πτοείται μου θύμισε μια ιστορία.

Ο κύριος Κόϋνερ διέσχιζε μια κοιλάδα, όταν έξαφνα πρόσεξε πως πατούσε στα νερά.

Και τότε κατάλαβε πως η κοιλάδα του ήταν στην πραγματικότητα ένας θαλάσσιος βραχίονας και πως πλησίαζε η ώρα της πλημμυρίδας.

Σταμάτησε, λοιπόν, κοιτάζοντας γύρω του μήπως δει καμιά βάρκα, κι όσο κράτησε η ελπίδα του για τη βάρκα δεν έκανε βήμα.

Και καθώς η βάρκα δε φαινόταν πουθενά, εγκατέλειψε την πρώτη ελπίδα κι άρχισε να ελπίζει πως το νερό δεν θα ανέβαινε άλλο.

Μα όταν το νερό του έφτασε ως το σαγόνι, εγκατέλειψε κι αυτή την ελπίδα και κολύμπησε.

Είχε καταλάβει, επιτέλους, πως αυτός ήταν η βάρκα…»

– Μπέρτολτ Μπρεχτ ~

(Ιστορίες του κυρίου Κόϋνερ)

  • Το παραπάνω δημοσιεύθηκε στην ομάδα FB FLY και το αναδημοσιεύουμε.

«Η ειρήνη δικέ μου δεν πουλάει» – Charles Bukowski

«Νομίζω πως είναι πια πολύ αργά… εδώ που έχουμε φθάσει είναι παρά πολύ αργά πια… ίσως αυτή η βόμβα υδρογόνου να είναι τόσο τρομερή ώστε να καταφέρει να μας τρομάξει βαθιά όλους, όλους εμάς, και έτσι ίσως να συνειδητοποιήσουμε ότι φαινόμενα όπως ο τρόμος και το έθνος δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα – ζοφεροί ψαλμοί σ’ ένα άδειο παρεκκλήσι, και πως εμείς επιτρέπουμε στα ανδρείκελα, να κάνουν κουμάντο στα μυαλά μας, στα ανδρείκελα που πιθανό να κατακτήσουν το μέλλον μας, εάν αφεθούμε στον πόλεμο για τον οποίο μας έχουν εκπαιδεύσει όλους μας. Ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε και να εκφραστούμε όπως μας προστάζει αυτό το πελώριο θηρίο που έχουμε μέσα μας. Ήρθε η ώρα για πιο σημαντικά και μεγαλύτερα θαύματα και ήρθε η ώρα να μιλήσουμε γι’ αυτά, για να δούμε για ποιον λόγο μας είχαν πιάσει για τόσους αιώνες κορόιδα… αυτή είναι μια αρχή, όχι μια παράκληση. Η ειρήνη απαιτεί μονάχα την πραγμάτωση της.

Φεύγω τώρα, ειρήνη σε όλους, Τσαρλς Μπουκοβσκι.»

——————

• Από το διήγημα «Η ειρήνη δικέ μου δεν πουλάει». – «Η απουσία του ήρωα» (1945-1992).

Ένα περίεργο γαλόπουλο – Μικρή ιστορία

Θα ήταν δεν θα’ ταν τέλη Αυγούστου, στο περιθώριο μιας λαϊκής αγοράς όπου εκείνος ο “κοτάς” πουλούσε τα πουλερικά του. Μικρά πουλάκια, μεγάλες κότες, παπιά, πάπιες, χήνες και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Στον γέρο Χρήστο εντύπωση έκανε ένα γαλοπουλάκι μικρό, ημερών, που είχε μείνει μονάχο του καθώς όπως υπέθεσε όλα τα υπόλοιπα θα είχαν πουληθεί. Έτσι το αγόρασε κιόλας, το πήρε και με έκπτωση αφού ήταν τελευταίο κομμάτι, από έξι στα τρία ευρώ. Το πήγε στο σπίτι στη γυναίκα του κι εκείνη αφού του έβαλε τις φωνές για τον επιπλέον καθημερινό φόρτο της φροντίδας του, το συγύρισε καλά – καλά σε ένα ξύλινο κλουβί που είχε από παλιά για τους νεοσσούς.

Ο καιρός πέρασε και το γαλί μεγάλωνε και έγινε ένα “θηρίο” με μαύρα φτερά και κατακόκκινο κεφάλι. Κάθε τόσο έριχνε ένα σάλτο και βρίσκονταν έξω από το κοτέτσι με τις κότες. Δεν είχε στασιό που λέμε, έσκαβε τις λεμονιές, κουτσούλαγε στα μάρμαρα της αυλής, ανέβαινε στο κάγκελο της πόρτας, φτεράκαγε και σήκωνε ντουμάνι τη σκόνη. Όλο να το ξεπαστρέψει έλεγε η κυρά του σπιτιού κι όλο κάτι την κρατούσε πίσω. Ίσως μάλλον η ημεράδα του πουλιού, που έρχονταν στα χέρια της σαν το πιστό σκυλί και που ήταν ήμερο και καλοσυνάτο. Παρά τις ζαβολιές του όλο τελικά τη γλίτωνε.

Μια ημέρα πάνω από το κοτέτσι πετούσε ένα κιρκινέζι. Πουλί επιθετικό και άγριο σαν γεράκι. Είχε μάλλον εντοπίσει τους στόχους του και διερευνούσε τις συνθήκες για το πότε θα ήταν κατάλληλες να επιτεθεί. Είχε υπολογίσει όμως χωρίς τον “ξενοδόχο” που δεν φαίνονταν, αφού πάλι έκανε τις καθημερινές αταξίες του κάτω απ’ τα δέντρα του κήπου. Έτσι λοιπόν, το κιρκινέζι επιτέθηκε κάποια στιγμή. Βούτηξε από μεγάλο ύψος και με κλεισμένα τα φτερά σαν θανατερό βέλος όρμησε για να αρπάξει κότες, πουλιά και κοτοπουλικά. Λίγο πριν φθάσει όμως στον στόχο του, σαν από μηχανής θεός το γαλάκι, το χαζό γαλί που λένε οι πολλοί, με ένα σάλτο βρέθηκε μέσα από το κοτέτσι, και με μια μόλις κίνηση ανοίγοντας τις φτερούγες του έχωσε κάτω από αυτές όσες περισσότερες κότες μπορούσε. Σαν στοργική μαμά που αγκαλιάζει τα παιδιά της, σαν σε σκηνή από ταινία οσκαρική, κατάφερε να αποτρέψει το επικίνδυνο κιρκινέζι να αρπάξει τα υποψήφια θύματά του.

Το μαύρο το γαλί έζησε για μερικά χρόνια ακόμη. Πολύ έξυπνο δεν ήταν αλλά η οικογένεια το είχε αγαπήσει, το δίχως άλλο. Οι γαλοπούλες λένε δεν είναι έξυπνα πουλιά, αυτό το ήξερε καλά. Γι’ αυτό εκείνο είχε αναπτύξει άλλες αρετές. Ήταν γενναίο, προστατευτικό, αγαπούσε τους οικείους του. Και δεν απορούσε που δεν συναντούσε κι άλλα πουλιά εκεί έξω με τις ίδιες αρετές τόσο συχνά…

Ρε εσύ κλαις! – Μικρή ιστορία..

Το ματς είχε μόλις τελειώσει. Έπειτα από την παράταση και τα πέναλτι, όπου η αγωνία είχε χτυπήσει κόκκινο και καρδιές πήγαν να σπάσουν, ήρθε η αναπάντεχη πρόκριση στην επόμενη φάση του θεσμού. Επρόκειτο φυσικά για μια αναπάντεχη πρόκριση, για μια επικράτηση σαν να λέγαμε του Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ, ή τέλος πάντων κάπως έτσι.

-Ρε μαλάκα εσύ κλαις! Κλαις ρε συ;

Και αλήθεια έκλαιγε, δεν μπορούσε να το ελέγξει. Ίσως να ήταν και ο μόνος πριν την έναρξη του παιχνιδιού που είχε πιστέψει σε αυτή την εξέλιξη. Περιέργως ή όχι είχε πιστέψει, βαθιά προσηλωμένος στην ιδέα που εξέφραζε η φανέλα της ομάδας που υπηρετούσε, με όποιον τρόπο εκείνος μπορούσε, ότι τίποτα δεν ήταν ακατόρθωτο. Και όντως τίποτα δεν ήταν.

Ακόμη όμως και εκείνοι οι άνθρωποι που βουρκώνουν ή κλαίνε στη σκέψη μιας ιδέας, μιας φανέλας και της ιστορίας της, σε ετούτη τη μεριά της γης δεν έχουν αποδοχή. Κυρίως υπάρχουν κύκλοι οι οποίοι δεν τους θέλουν να υπάρχουν στα πόδια τους, να τους χαλάνε την “πιάτσα”, να κάνουν τα πράγματα με τον ρομαντικό τρόπο σε μια εποχή που υπάρχει μόνο σκοτεινιά. Ακόμη και αυτοί οι άνθρωποι, σε ετούτη τη μεριά της γης, δεν έχουν την παραμικρή τύχη να δουν τα όνειρά τους για ανιδιοτέλεια να πραγματοποιούνται.

Όμως αυτή η μικρή ιστοριούλα δεν γράφτηκε για να αναθεματίσει, ούτε για να καταδείξει πράγματα από αιώνες γνωστά και από καιρού εις καιρόν παγιωμένα. Η μικρή μας ιστορία σημειώθηκε για τους ρομαντικούς. Και μόνο. Που υπάρχουν εκεί έξω και κάποτε θα αποτελέσουν το ξεκίνημα ενός νέου κόσμου, πολύ πιο ελπιδοφόρου από εκείνου που μας φόρεσαν σαν στενά ξυλοπάπουτσα οι φωστήρες.

Καλημέρα μ’ ένα θρυλικό ρεφραίν..

“Χαρά στον έλληνα που ελληνοξεχνά” τραγουδούσε ο μεγάλος Νίκος Παπάζογλου εκείνα τα χρόνια που υπήρχε ακόμη καλλιτεχνική δημιουργία, ή μάλλον για να το θέσουμε καλύτερα, χώρος για καλλιτεχνική δημιουργία. Και συνέχιζε παρακάτω με εκείνο το θρυλικό ρεφραίν:

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
Και βαθιά σ’ ευχαριστώ
Γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
Ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
Να πεθαίνω όπου πατώ
Και να μην σε υποφέρω

Αχ Ελλάδα θα στο πω
Πριν λαλήσεις πετεινό
Δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι
Μ’ εκβιάζεις μου κολλάς
Σαν το νόθο με πετάς
Μα κι απάνω μου κρεμιέσαι

Μου ήρθε στο μυαλό πρωί – πρωί παρατηρώντας την όποια επικαιρότητα προκύπτει, εν μέσω “βομβαρδισμών” από τα μέσα, που πια είναι τόσα πολλά, ώστε να μη μαθαίνει κανείς μας τίποτα.

Από την άλλη σκέφτομαι πως μπορεί να φταίει ετούτο το απόβροχο και η πρωϊνή μουντίλα και πως τα πράγματα τα βλέπω λίγο μαύρα σήμερα. Αλλά πόσο μαύρα να βλέπει κάποιος τα πράγματα που από μόνα τους είναι μαυρισμένα…(;)

Την καλημέρα μου.

Σ.Ν. Chinaski”