Ο Σ.Ν. "Chinaski" επιθυμεί να διατηρήσει το τετράδιο του γεμάτο με διάφορες ιστορίες. Λογοτεχνία, προσπάθεια έκφρασης, φωτογραφίες, μουσική και διάφορα άλλα που κάνουν τη ζωή να κυλάει πιο ανάλαφρα. Στείλτε κι εσείς τις δικές σας ιδέες, με χαρά του να τις φιλοξενήσει.
Η ζωή είναι ένα πειραματικό ταξίδι που γίνεται παρά τη θέλησή μας. Είναι ένα ταξίδι του πνεύματος μέσα από την ύλη· καθώς το πνεύμα ταξιδεύει, ο άνθρωπος βιώνει μέσα από το πνεύμα τη ζωή.
Κι έτσι, υπάρχουν ψυχές ονειροπόλες που έχουν ζήσει πιο έντονα, πιο πλατιά, πιο συνταρακτικά από άλλες που έζησαν την εξωτερική ζωή.
Αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα: ό,τι νιώσαν οι αισθήσεις, αυτό βιώθηκε μονάχα. Μπορεί να επιστρέφει κανείς το ίδιο κουρασμένος από ένα όνειρο, όσο κι από μια εργασία ορατή. Ποτέ δεν ζει κανείς τόσο πολύ όσο όταν σκέπτεται πολύ.
Αυτός που στέκεται στη γωνιά της αίθουσας χορεύει μ’ όλους τους χορευτές. Τα βλέπει όλα, κι επειδή τα βλέπει όλα, τα ζει όλα. Καθώς τα πάντα, στην ουσία τους και στην κατάληξή τους, δεν είναι παρά η δική μας αίσθηση, η επαφή μ’ ένα κορμί αξίζει όσο και η όψη του, ή μέχρι κι η απλή ανάμνησή του. Χορεύω, λοιπόν, όταν βλέπω να χορεύουν. Λέω κι εγώ, σαν τον Άγγλο ποιητή που διηγείται πως κοιτάζει από μακριά, ξαπλωμένος στο χορτάρι, τρεις χωριάτες που θερίζουν: «Υπάρχει κι ένας τέταρτος που θερίζει, κι αυτός είμαι εγώ».
Μου βγαίνει τώρα όλο αυτό, που το λέω όπως το νιώθω, εξαιτίας μιας τεράστιας κούρασης που ένιωσα σήμερα να πέφτει ξαφνικά πάνω μου. Δεν είμαι μόνο κουρασμένος μα και πικραμένος, κι η πίκρα μου είναι εξίσου ανεξήγητη. Αισθάνομαι κάτι ανάμεσα από βαθιά αγωνία και διάθεση να βάλω τα κλάματα — όχι με δάκρυα που κλαίγονται, αλλά που συγκρατιούνται, δάκρυα ενός πόνου της ψυχής κι όχι κάποιου πόνου αισθητού.
Πόσο πολύ έχω ζήσει χωρίς καθόλου να έχω ζήσει! Πόσο έχω σκεφτεί χωρίς καθόλου να έχω σκεφτεί! Βαραίνουν πάνω μου κόσμοι ακίνητης βιαιότητας, περιπέτειας που τέλειωσε δίχως την παραμικρή κίνηση. Είμαι χορτασμένος από αυτό που ποτέ δεν είχα κι ούτε θα ’χω, κουρασμένος από θεούς που ακόμη δεν έχουν υπάρξει. Φέρω πάνω μου τις πληγές από όλες τις μάχες που απέφυγα. Το μυϊκό μου σώμα είναι εξαντλημένο από την προσπάθεια που ούτε καν σκέφτηκα να κάνω.
Μαλθακός, μουγκός, άχρηστος… Ο ουρανός εκεί ψηλά είναι ο ουρανός ενός καλοκαιριού που πέθανε, ατελείωτο. Τον κοιτάω σαν να μην ήταν εκεί. Κοιμάμαι αυτά που σκέφτομαι, περπατώ μένοντας ξαπλωμένος, υποφέρω χωρίς να αισθάνομαι… Η μεγάλη μου νοσταλγία είναι το τίποτα, είναι τίποτα, σαν αυτόν τον ψηλό ουρανό που δεν βλέπω, όπου απρόσωπα κατευθύνω τη ματιά μου.
Έχουμε σκεφθεί ποτέ τον χρόνο που καταναλώνουμε για να μιλάμε για τον καιρό; Είναι πολύς. Πολύς περισσότερος από τότε που ακόμη περιμέναμε τα δελτία ειδήσεων για να μας ενημερώσουν, αφού το ίντερνετ δεν είχε κατακλύσει την καθημερινότητά μας.
Άραγε, από την άλλη, να φταίνε τα καλαμάκια τα πλαστικά για ετούτα τα τερτίπια του καιρού, που έφθασε Ιούλιος κι ακόμη βρέχει; Πλέον έχω αρχίσει να το πιστεύω..
Τώρα τελευταία έχω αρχίσει να πιστεύω πράγματα που κάποτε δεν πίστευα και τόσο. Κυρίως για εκείνα περί ατομικής ευθύνης. Για το περιβάλλον, για την κοινωνία, για την πολιτική, για τα πάντα εκεί έξω.
Ατομική ευθύνη φίλε. Η ασθένεια του παρόντος. Η ασθένεια του μέλλοντος.
Η Συκιά Κορινθίας συμμετέχει και φέτος στην Ευρωπαϊκή Γιορτή της Μουσικής, έχοντας πάντα το ίδιο όραμα: να κατακλυστεί η παραλία της με διαφορετικές μουσικές αποχρώσεις, προσφέροντας στους κατοίκους, αλλά και στους επισκέπτες του χωριού, μαγικές στιγμές!
Στην προσπάθεια αυτή με ενθουσιασμό συμμετέχουν όλες οι επιχειρήσεις εστίασης της Συκιάς, με στόχο να δημιουργηθεί και πάλι ένα μουσικό πανόραμα με φόντο τη θάλασσα του Κορινθιακού Κόλπου!
Η αγάπη και ο φόβος είναι οι δύο θεμελιώδεις εκφράσεις του ανθρώπινου πνεύματος, είναι καταστάσεις συνειδητότητας, και δεν μπορούν ποτέ να συνυπάρξουν. Στο φόντο της αγάπης εμφανίζονται και εξαφανίζονται τα πάντα. Η αλήθεια είναι το τραγούδι του φωτός της αγάπης. Η αυταπάτη είναι η κραυγή του σκοταδιού του φόβου.
Ζούμε σε μία εποχή ραγδαίων αλλαγών και αναταραχών σε ολόκληρο τον πλανήτη. Υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν να οδηγήσουν τις κοινωνίες σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, επειδή οι κοινωνίες είναι οι θερμοκοιτίδες της βελτίωσης και της διεύρυνσης της ανθρώπινης συνειδητότητας.
Ο κόσμος μας έχει μετατραπεί σε μία αρένα συγκρούσεων ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, όπου κάθε σεβασμός για τη ζωή και την ελεύθερη επιλογή έχει χαθεί. Χρησιμοποιείται κάθε τρόπος για να αιχμαλωτιστεί η προσοχή μας έτσι ώστε να αποφασίζουμε και να ενεργούμε βάσει του φόβου, της ανασφάλειας, της έλλειψης και του άγχους. Κι έτσι γινόμαστε εύκολα θύματα στα συστήματα χειραγώγησης που σαν στόχο τους έχουν, δημιουργώντας σύγχυση, τον έλεγχο πάνω στη ζωή μας. Και πολλές φορές νιώθουμε σαν μαριονέτες που κρυμμένα χέρια κινούν τα νήματά μας και μας κατευθύνουν σ’ ένα θολό, ψεύτικο τοπίο. Νιώθουμε πως δεν υπάρχει διέξοδος, πως δεν έχουμε επιλογές, νιώθουμε εγκλωβισμένοι, μόνοι και χαμένοι…
«Δεν είναι δείγμα υγείας το να είμαστε προσαρμοσμένοι σε μία βαθιά άρρωστη κοινωνία.» Krishnamurti
Η τελευταία χρονιά ήταν μία χρονιά «δράματος» κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι πιαστήκαμε, περισσότερο ή λιγότερο, στα δίχτυα της συλλογικής παράνοιας, αφήνοντας στο περιθώριο την προσωπική μας ζωή και εξέλιξη.
Νιώθω πως τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι επιτακτική η ανάγκη να στραφούμε μέσα μας και να ρίξουμε φως στις επιταγές της καρδιάς και της ψυχής μας που «στραγγαλίζονται» από την ανησυχία, την αβεβαιότητα και τον φόβο, ιδιότητες ξένες προς την αγάπη. Είναι επιτακτική ανάγκη να βρούμε την αλήθεια μέσα μας, που θα μας καθοδηγήσει με ασφάλεια μέσα από τους ωκεανούς της υποκρισίας και της εξαπάτησης. Χρειάζεται να στρέψουμε την πρόθεση και την εστίασή μας σ’ αυτά που μας ενδυναμώνουν και δίνουν νόημα στη ζωή μας. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πως είμαστε αφέντες της μοίρας μας και να θυμόμαστε ότι κάθε εξωτερική αλλαγή ξεκινά από μία εσωτερική αλλαγή. Και εμείς είμαστε αποκλειστικά υπεύθυνοι γι αυτή την αλλαγή. Η αλλαγή ξεκινά με την δημιουργία ενός οράματος, ξεκινά από την φαντασία μας.
Η αγάπη είναι ο συμπαντικός νόμος και η φαντασία είναι ο τρόπος του σύμπαντος να επικοινωνήσει μαζί μας. Ας οραματιστούμε, λοιπόν, έναν νέο, καλύτερο τρόπο για να ζήσουμε. Δεν υπάρχει τίποτα αδύνατο για τη φαντασία. Κι αν δεν ελέγχουμε εμείς οι ίδιοι το μυαλό και τη φαντασία μας, θα το κάνουν άλλοι για μας…
Χρειάζεται να αποφασίζουμε για τη ζωή μας από ένα μέρος ελευθερίας και αγάπης. Όταν οι αποφάσεις μας είναι αποτέλεσμα φόβου, όχι μόνο δεν εξυπηρετούν την ωρίμανση και την εξέλιξή μας, αλλά υποβιβάζουν την ύπαρξή μας. Το σώμα μας γνωρίζει την αλήθεια μας, η αγάπη το ενδυναμώνει, ο φόβος το αρρωσταίνει.
Θα φωτίσεις τον κόσμο με την αγάπη σου ή θα τον ρίξεις στο σκοτάδι με τον φόβο σου; Η επιλογή είναι δική σου.
«Αν αφαιρέσεις την αγάπη, η γη είναι ένας τάφος.» Robert Browning
Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη, την κάθε μέρα. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη.
Πιο κάτω παρατείθεται απόσπασμα από διδασκαλία του Δημήτρη Λιαντίνη, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη σημασία της απόλαυσης της ζωής. Ο Λιαντίνης ήταν Έλληνας πανεπιστημιακός, φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Το 1998 ο Λιαντίνης εξαφανίστηκε αφήνοντας γράμμα προς την κόρη του, στο οποίο δήλωνε πως είχε αποφασίσει «να αφανισθεί αυτοθέλητα», όπως χαρακτηριστικά έγραψε.
“Η ζωή είναι προσφορά, η ζωή είναι απόλαυση, η ζωή είναι ευφροσύνη, ευλογία. Αλλά, σιγά-σιγά και καθώς περνούν τα χρόνια, να το έχουμε υπόψη μας αυτό το πράγμα, ότι σε ένα άλλο πλαίσιο είμαστε κι εμείς και θα έρθει μια μέρα που θα πεθάνουμε.
Εκείνη η ώρα να μας βρει να έχουμε εξισωθεί με την αναγκαιότητα της σκληρής τιμής. Τότε κάπως αν δεν συμφιλιωθούμε, θα έρθουμε σε μια κατανόηση όμως. Να πεθάνουμε αξιοπρεπώς, που λέει ο Καβάφης, καταλάβατε;
Αυτό το πράγμα όμως είναι ένα αγώνισμα ολυμπιακό δια βίου. Είναι εκείνο που λέει ο Χρηστός, «μην κοιμηθείτε παρθένες θα σας πω μωρές». Μη κοιμηθείτε. Τι θα πει αυτό; Είναι φοβερή αυτή η εντολή, η παραβολή των 10 παρθένων, οι μωρές. Μιλάμε για υπαρκτικό ύπνο.
Σε παρέσυρε η ζωή και ξεχνάς ποια είναι η ουσία; Να σαι πάντα άγρυπνος, «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», λέει ο Σολωμός. Νά ’τοι οι στίχοι του Σολωμου που σας λέω ότι καθένας αξίζει για δεκα τόμους. Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα. Να τη ζω, να την ρουφάω, θα την χαίρομαι, όσο μπορώ πιο έντιμα, γιατί λάθη θα κάνουμε όλοι αγαπητοί μου φίλοι. Όσο μπορώ πιο έντιμα, πιο ηθικά, πιο ενάρετα, πιο όμορφα, υπάρχει ομορφιά μέσα στην ηθική.
Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη, την κάθε μέρα. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη. Είναι εκείνο που ο Όμηρος μας το είπε με το παράδειγμα των βοδιών του Απόλλωνα.
Άντε να σας πω κι ένα Σεφέρη τώρα. Λέει: «Οι σύντροφοι στον Άδη». Ποιοι είναι οι σύντροφοι στον Άδη, καταδικασμένοι δηλαδή και στη ζωή και στο θάνατο. Σαν να μην ζήσανε. Ακούστε τι λέει ο Σεφέρης:
«αφού μας μέναν παξιμάδια,
τι κακοκεφαλιά να φάμε στην ακρογιαλιά του θεού (Ήλιου) τ´αργά γελάδια
που το καθένα κι ένα κάστρο για να το πολεμάς σαράντα χρόνους
να πας να γίνεις ήρωας κι άστρο.
Πεινάσαμε στης γης την πλάτη
σα φάγαμε καλά πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι».
Τι σημαίνει εδώ «φάγανε τα γελάδια του ήλιου»; Τα γελάδια του ήλιου κατά μία έννοια είναι 365. Σημαίνει μην αφήσετε, μην σπαταλήσετε άδικα και ανόητα τις μέρες σας. Την κάθε μέρα να τη βλέπεις και να την καρπώνεσαι μέσα σε μέτρα, μην την αφήσεις και περνάει γιατί την έχασες. Και δεν θα ξανάρθει. Και φεύγει κι η άλλη, κι η άλλη κι η άλλη…
Τα σβήστα κεριά του Καβάφη. Και στο τέλος μια απέραντη σειρά από κεράκια σβηστά. Λοιπόν, αυτό είναι. Να την χαιρόμαστε τη ζωή, είναι οδηγία και ευλογία και νόημα και εντολή. Η πιο σπουδαία εντολή, ας πούμε ελληνική, ενός ελληνικού Δεκαλόγου. Να τη χαίρεσαι τη ζωή, μέσα σε μέτρα όμως. Χωρίς υπερβολές, χωρίς να φτάνεις στην ύβρη. Αυτό είναι το νόημα, που σημαίνει κατάφαση.
Λοιπόν, και όσο δεν έχουμε αυτή την αγρυπνία και αφήνουμε και περνάει η μέρα και περνάει και αύριο και αύριο και έχεις καιρό και έχεις καιρό, κάποτε θα πάθουμε εκείνο που έπαθε ο Θαλής (αυτός το έπαθε συνειδητά βέβαια). Ο Θαλής, πολύ μεγάλος, τρομακτικό πνευματικό μέγεθος στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, ο Θαλής ο Μιλήσιος. Του έλεγε λοιπόν η μάνα του, είχε αφιερωθεί εκεί στις έρευνες του, « Παντρέψου γιε μου».
Της έλεγε έχω καιρό μάνα, ουκέτι καιρός, δεν ήρθε ακόμα η ώρα να παντρευτώ».«Παντρέψου γιε μου και παντρέψου, παντρέψου». Οπότε μια μέρα του λέει «Παντρέψου γιε μου!» και εκείνος λέει εκείνο το περίφημο «Ούπω καιρός», δεν είναι πια καιρός. Αυτό είναι το νόημα, να χαιρόμαστε τη ζωή, αλλά μέσα σε μέτρα. Δεν είναι όλα κοιλιά και στομάχι και μήτρα, με την χλωρίδα της, του ευλογημένου θηλυκού…
Οι τρεις αιτίες που κίνησαν την ιστορία λέει κι ο Ουγκώ είναι το μυαλό, η καρδιά (λέγοντας “η καρδιά” εδώ είναι και τα συναισθήματα) και η κοιλιά, κυρίως η κοιλιά του θηλικού, με την έννοια όχι του φαγητού αλλά της γενετήσιας βουλιμίας.
Λοιπόν, όταν είμαστε άγρυπνοι και χαιρόμαστε σωστά τη μέρα μας, θα πει χαίρομαι, είμαι άγρυπνος και ξέρω ποια είναι η πραγματική μου κατάσταση και περνάω και δεν πάνε χαμένες οι μέρες μου, σιγά-σιγά καθώς πλησιάζω στο τέλος, με βρίσκει σύμμετρο…”
Δώδεκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του Θανάση Βέγγου, του λαϊκού ήρωα που απέδωσε με την μεγαλύτερη ευκρίνεια τον «φουκαρά» Έλληνα, τον «πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη», τον γκαφατζή, τον άνθρωπο για όλες τις δουλειές και της «καρπαζιάς», που εξέπεμπε την καλοσύνη, ένα κράμα των κορυφαίων κωμικών παγκοσμίως.
Το σωστό θα ήταν ο άνθρωπος που πάντα έτρεχε. Κι αυτό γιατί έτρεχε, αρχικά, για να ξεφύγει από τις διώξεις, το σκληρό κράτος της μετεμφυλιακής Ελλάδας, τη Μακρόνησο, στη συνέχεια για το μεροκάματο και να ξεφύγει από την καταραμένη φτώχεια, την πείνα.
Μπαίνοντας στον χώρο του κινηματογράφου, έτρεχε για να προλάβει, να δουλέψει, να ξεφύγει από την υποτίμηση των συναδέλφων του, να καταφέρει αυτό που είχε στο μυαλό του, να φτιάξει τις δικές του ταινίες, καλύτερες απ’ αυτές που του έδιναν, και μετά για να ξεπληρώσει τα χρέη του.
Έτρεχε μέχρι τα γεράματά του, όσο κρατούσαν τα πόδια του, καταφέρνοντας να ξεφύγει από την μιζέρια, αλλά και από τους εφιάλτες που του είχαν προκαλέσει τα νεανικά του χρόνια, ένας αφιλόξενος πλανήτης που μοιάζει να μην έχει χώρο για ανθρώπους σαν τον ένα και μοναδικό Θανάση μας.
Εν αντιθέσει με το κυνηγητό που υπέστη ο Θανάσης Βέγγος από καταστάσεις, κράτος, σινάφι, ο λαός τον λάτρεψε, τον αγάπησε βαθιά. Όσοι ζήσαμε τις δεκαετίες του ’70 και ’80 και τον είδαμε από κοντά, σε μια πρεμιέρα, στο θέατρο, που έκανε περισσότερο για να εκτονώσει αυτή την απίστευτη αγάπη του λαού, που δεν μπορούσε να καλύψει το σινεμά, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις εικόνες αποθέωσής του, την αγνή αγάπη του κόσμου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1978, σε ποδοσφαιρικό αγώνα δημοσιογράφων- ηθοποιών «στα Φιλαδέλφεια» πήγαν για να δουν τον Βέγγο πάνω από 40.000 άτομα! Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, όλοι πήγαν για να δουν τον δικό τους «καλό άνθρωπο».
Το οχτάστηλο πρωτοσέλιδο της «Αθλητικής» την επομένη ήταν «Ντελίριο 40.000 λαού για τον απίθανο Βέγγο». Αυτό δεν το κατάφερε φυσικά με τεχνικές, εξαίρετες ερμηνείες ή με γραφεία προώθησης, ιμπρεσάριους ή τη βιομηχανία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το κατάφερε γιατί ήταν ένα αυτόφωτο ταλέντο, που απλώς έπαιζε τον εαυτό του, ένας άνθρωπος που εξέπεμπε μεγαθυμία, ήταν ένα με το λαό και δεν τον πούλησε ποτέ.
Ακόμη και σήμερα, δέκα χρόνια από τον θάνατό του (3 Μαΐου 2011) παραμένει ο αγαπημένος μουσαφίρης της ελληνικής οικογένειας, με τις χιλιοπαιγμένες κωμωδίες του, που προβάλει η τηλεόραση καθημερινά.
Ο ήρωας πατέρας και η κληρονομιά της Μακρονήσου
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1927, με καταγωγή από την Αμοργό, από την πλευρά της μητέρας του Ευδοκίας. Ο πατέρας του ήρωας της Εθνικής Αντίστασης, συμμετείχε στην προσπάθεια να σώσει από την ανατίναξη που σχεδίαζαν οι Γερμανοί της Ηλεκτρικής Εταιρίας στο Φάληρο, στην οποία εργαζόταν.
Το «ευχαριστώ» της Πολιτείας, μετά την κατοχή, ήταν η απόλυσή του, εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων του. Την εκδικητικότητα του κράτους όμως την κληρονόμησε και ο Θανάσης, που βρέθηκε στη Μακρόνησο, το κολαστήριο και τόπο μαρτυρίου για χιλιάδες φαντάρους αλλά και πολίτες. Εκεί, ο νεαρός Θανάσης θα γνωρίσει στο πετσί του τον εξευτελισμό, τα βασανιστήρια, το μίσος, αλλά και την αλληλεγγύη, τη φιλία, τη θυσία για ιδανικά. Θα γνωρίσει και θα συνδεθεί φιλικά με τον Νίκο Κούνδουρο, τον άνθρωπο που θα ανακαλύψει το ταλέντο του και θα του αλλάξει πορεία.
Μαγική Πόλη
Και αυτό γιατί ο Θανάσης, ξεκινώντας ως παιδί για όλες τις δουλειές στα κινηματογραφικά πλατό, θα βρεθεί να κάνει και κάποια ρολάκια. Το έναυσμα θα του το δώσει ο Κούνδουρος καλώντας τον, το 1953, να παίξει στη «Μαγική Πόλη». Ο Κούνδουρος του ζήτησε απλώς να παίξει τον εαυτό του, τίποτα περισσότερο. Αυτό ήταν. Ο κόσμος του θεάματος είχε βρει τον κωμικό που μπορούσε να σε κάνει να γελάσεις με την καρδιά σου, να δακρύσεις, να αισθανθείς, να κατανοήσεις τι έχει τραβήξει αυτός ο λαός. Το 1956 ο Κούνδουρος θα τον φωνάξει και για τον «Δράκο» να παίξει ένα χαρακτηριστικό ρόλο.
Εξαιρετικό Ταλέντο
Ο Θανάσης Βέγγος γύρισε 126 ταινίες, πέρα από τις περιστασιακές εμφανίσεις του στο θέατρο και στη συνέχεια στην τηλεόραση, απ’ την οποία θα αποκομίσει, κακά τα ψέματα, ένα καλό και δίκαιο μεροκάματο, για τα δεδομένα του ερμηνευτικού του μεγαλείου. Παρότι δεν σπούδασε ποτέ υποκριτική και λαμβάνοντας άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος από την επιτροπή «Εξαιρετικών Ταλέντων» το 1959, έγινε γρήγορα αγαπητός μέσα από τους μικρούς ρόλους του που όμως έκαναν τη διαφορά. Ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν τέτοια η επιτυχία του που όλοι τον ήθελαν έστω και για ένα μικρό ρόλο στις ταινίες τους, φτάνοντας να παίζει κοντά 20 ταινίες τη χρονιά.
Αληθινά χαστούκια
Το 1959 κι ενώ έχει παίξει σε αρκετές ταινίες, μερικές απ’ τις οποίες αρκετά καλύτερες απ’ τον μέσο όρο, θα εμφανιστεί στην κλασική κωμωδία «Ο Ηλίας του 16ου» δίπλα στον Κώστα Χατζηχρήστο, με την ιστορία για την περιβόητη σκηνή με τα αληθινά χαστούκια να τραντάζει το κεφάλι του ακόμη και στα τελευταία του. Ίσως γιατί ήρθαν κι έδεσαν με τα χαστούκια της ζωής. Σύντομα θα έρθει και η πρώτη του προσωπική μεγάλη επιτυχία, με το ξεκαρδιστικό «Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης», ερμηνεύοντας έναν επαρχιώτη που έρχεται στην Αθήνα για να πιάσει την καλή και μαζεύει σφαλιάρες από την αφιλόξενη πρωτεύουσα.
Θα συνεχίσει να συμμετέχει σε πολλές ταινίες με χαρακτηριστικούς δεύτερους ρόλους που έχουν γράψει ιστορία. Αλλά συνάμα θα αρχίσει να πρωταγωνιστεί και σε ορισμένες ταινίες, απ’ τις οποίες ξεχωρίζουν αυτές που φτάνουν στα όρια του σουρεάλ και αναδεικνύοντας το σλάπστικ ως μεγάλη έκφραση τέχνης, με τη μοναδικότητα που είχε με τις ασυντόνιστη κίνηση και εκφορά λόγου. Κάτι που δεν κατάφερε κανένας νεότερος ηθοποιός να μιμηθεί.
Η Περιπέτεια της «ΘΒ Ταινίες Γέλιου»
Το 1964 θα μπει σε μεγάλες περιπέτειες, ιδρύοντας τη δική του εταιρεία παραγωγής την περίφημη «ΘΒ Ταινίες Γέλιου» για να γυρίσει τις δικές του ταινίες, προκειμένου να αποφύγει τη διαδεδομένη άρπα κόλα στο ελληνικό σινεμά. Κάτι που του κόστισε ακριβά, έχοντας και την κακή συνήθεια να πληρώνει καλά τους συνεργάτες του. Ανάμεσα στις εννιά ταινίες που θα προλάβει να γυρίσει, μέχρι να χρεοκοπήσει και να χάσει τα πάντα ήταν και οι απολαυστικές κωμωδίες «Δόκτωρ Ζιβέγγος», «Τρελός Παλαβός και Βέγγος», «Ένας Τρελός Τρελός Βέγγος» (ποιος θα ξεχάσει τον Θανάση να φωνάζει «ζήτω η ανοικοδόμηση» και να πηδάει από το παράθυρο) και βεβαίως τις δυο τεράστιες καλλιτεχνικές και εμπορικές ταινίες που γύρισε ο ίδιος, με ήρωα τον Πράκτορα Θου Βου 000.
Δύο υπέροχες ταινίες του παραλόγου, σατιρίζοντας τον Τζέιμς Μποντ και δίνοντας εκτός από σκηνές απαράμιλλης τρέλας και τη δυνατότητα στους ηθοποιούς που συμμετείχαν να δώσουν αξιομνημόνευτες ερμηνείες, με τον στενό συνεργάτη του Τάκη Μηλιάδη να δίνει τα ρέστα του στο ρόλο του σκηνοθέτη δακρύβρεχτων ταινιών. Ταινίες που όσες φορές και να δεις θα ξεκαρδιστείς και θα μελαγχολήσεις για το πώς έχει καταντήσει σήμερα η κωμωδία.
Τι Έκανες στον Πόλεμο Θανάση
Το 1971, μέσα στη χούντα, θα πρωταγωνιστήσει στην καλύτερη ταινία που έπαιξε ποτέ και μια από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού σινεμά. Πρόκειται για το αντιπολεμικό «Τι Έκανες στον Πόλεμο Θανάση;» σε σκηνοθεσία του πολυεργαλείου και στενού φίλου του Ντίνου Κατσουρίδη («Μπακαλόγατος») με τον οποίο γύρισε μια σειρά κοινωνικών κωμωδιών τα επόμενα χρόνια. Η ιστορία γνωστή, με έναν ταλαίπωρο καλόκαρδο αφελή εργάτη να μπλέκεται στην αντίσταση, αλλά αξέχαστη η ερμηνεία του, που εκτός από το ανόθευτο γέλιο προκαλεί και ρίγη συγκίνησης. Βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και πραγματική αποθέωση του Θανάση από το κοινό κι ένα λαό που διψούσε για κάτι διαφορετικό, για κάτι που θα χτύπαγε στην καρδιά τους συνταγματάρχες.
Με τον Κατσουρίδη θα γυρίσουν μεταξύ άλλων και την αξιολογότατη δραματική κωμωδία «Θανάση Πάρε το Όπλο Σου» (1972), ακόμη ένα χτύπημα για τη χούντα, αναδεικνύοντας και τον ρόλο των «νοικοκυραίων» της εποχής, ενώ θα συμμετάσχει και στο φιλμ του Θόδωρου Αγγελόπουλου “Με το Βλέμμα του Οδυσσέα” το 1995.
Πόνος
Είναι σχεδόν αδύνατο να γράψεις για τη συνολική πορεία του Θανάση Βέγγου ακόμη και σε ένα βιβλίο. Το σίγουρο είναι ότι δικαίως κρατά ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς μας. Και αυτό γιατί όπως είχε πει ο ίδιος με τη σεμνότητα που τον διέκρινε «δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα». Ένας πόνος που έγινε πολύ γέλιο, έγινε δάκρυ, αλλά ελάχιστη σκέψη.
“Πέταξε τα όλα, κράτησε μόνο τούτα τα λίγα· και να θυμάσαι ακόμη ότι καθένας ζει μόνο το παρόν -τούτο το ακαριαίο· τα άλλα ή τα έχει ζήσει πια ή είναι στη σφαίρα του άδηλου. Μικρή λοιπόν η ζωή του καθενός, μικρή και η γωνίτσα της γης όπου την ζει· μικρή ακόμη και η διαρκέστερη υστεροφημία: στηρίζεται κι αυτή σε ανθρωπάκια που διαδέχονται το ένα το άλλο και που αύριο κιόλας θα πεθάνουν και δεν γνωρίζουν ούτε τον εαυτό τους, πολύ περισσότερο εκείνον που έχει πεθάνει από καιρό.”
Βάλσαμο στην πληγωμένη ψυχή η ανταμοιβή του χαμού είπε
βάλσαμο στην ψυχή το οικονομικό αντίδοτο συμπλήρωσε
να μη μιλάμε γιατί η ανάγκη
να το βουλώνουμε γιατί έχει ανήφορο
να μην εισερχόμαστε σε λεπτομέρειες
Βάλσαμο στην ψυχή το ξεπούλημα της
να μη νιώθεις
ούτε για τη ζωή τη δική σου
ούτε των άλλων
ούτε για ‘κείνη που έφερες στον κόσμο ετούτο
ούτε για τίποτα
Μα καθόλου βάλσαμο να αντιλαμβάνεσαι πως όλα εκείνα που κάποτε έβλεπες στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας να συμβαίνουν και γελούσες, σήμερα συμβαίνουν στο δια ταύτα. Καθόλου βάλσαμο να περνάς την περιπέτεια της ζωής σε ετούτη τη φριχτή γωνιά ενός πλανήτη που συνεχώς γυρίζει.
Η Ελλάδα βγάζει πάντα καλλιτέχνες κι ανάμεσά τους ορισμένοι είναι μεγάλης κλάσεως, αλλά πράγματι η χώρα σαν σύνολο δεν έχει κουλτούρα, δηλαδή ένα καλό μέσο όρο μορφωτικής συγκρότησης του λαού της.
Αυτό συμβαίνει γιατί ο τόπος αυτός δεν είχε ποτέ σωστή και δημιουργική εκπαίδευση. Κι αυτό γιατί δεν υπήρξαν ποτέ σταθερότητες ζωής και συναρθρωμένης πραγματικότητας του τόπου.
Από τότε που έγινε «ανεξάρτητο» κράτος, η Ελλάδα ζει με πανικούς. Πότε υπερισχύει ο πολιτικός πανικός (κάποια δικτατορία που θα εφορμήσει για να τα κάνει όλα λίμπα), πότε ο οικονομικός (μια κατάρρευση της οικονομίας που θα μας εκμηδενίσει), πότε όλα τα κακά μαζί.
Τέτοια υπήρξε ώς τα σήμερα η ιστορία της «ανεξάρτητης» Ελλάδας.
Αν προσθέσουμε κάτι εμφύλιους πολέμους και τη διαμάχη «καθαρεύουσας» και «δημοτικής», συμπληρώνεται πρεπόντως η εικόνα που εξηγεί την απογοητευτική έλλειψη κουλτούρας στον παράξενο τόπο μας. Κ’ έτσι παρουσιάζονται φαινόμενα ως εξής:
Όταν ο Παλαμάς έγινε γενικός γραμματέας στο πανεπιστήμιο, ακριβώς επειδή ήταν ποιητής, ο τότε πρύτανης (το αναφέρει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος) να του συστήνει να σταματήσει τους στίχους!…
Όταν ο Γιαννούλης Χαλεπάς τιμήθηκε με το Αριστείο της Ακαδημίας, αυτό δεν εμπόδισε την Πολιτεία να τον αφήσει να ζητιανεύει στο χωριό του στην Τήνο.
Όταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος εισηγήθηκε τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα, έγινε στόχος γενικής χλεύης κι αν δεν είχε, όπως ο ίδιος μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε, τη θωράκιση μιας κοινωνικής και οικονομικής επιφάνειας, θα τον έκλειναν σε κανένα τρελοκομείο.
Ας μην ξεχνούμε ότι τότε η Ελλάδα αντιμετώπιζε τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό» του Μεταξά και του Μανιαδάκη και δεν πολυαστειευότανε…
Θα πείτε, αυτά γινόντουσαν τότε. Δυστυχώς, παρά τα Νόμπελ, παρά τα Λένιν, παρά τα βενετσιάνικα Λιοντάρια, γίνονται και σήμερα. […]
***
*Το παραπάνω κείμενο του Νίκου Καρούζου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 (στα «Πεζά Κείμενα», σελ. 236-237)