Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία που βιώνουμε με τον επικίνδυνο και αόρατο εχθρό που φέρει το όνομα ενός ιού, και συγκεκριμένα την πρώτη νύχτα που θεωρήθηκε “νύχτα καραντίνας”, τυχαία, χωρίς να το έχω προγραμματίσει, παρακολούθησα για πρώτη φορά την ταινία “Into the wild”. Αν έχουμε κάνει πάλι παρέα μέσα από τα γραπτά μου τα προηγούμενα χρόνια, σίγουρα όλο και κάπου θα έχετε δει να σημειώνω πως αφήνω εντέχνως κάποια φιλμ να παλαιώνουν αρκετά πριν τα δω. Αναφέρομαι φυσικά σε φιλμ που έχουν περγαμηνές και που πιθανότατα να έχουν πράγματα να σου δώσουν από την πρώτη τους προβολή. Δεν έχει να κάνει με το αν είναι πολυδιαφημισμένα ή όχι γιατί συνήθως τα αριστουργήματα δεν διαφημίζονται πάντα αναλόγως.
Την πρώτη βραδιά της καραντίνας έτυχε λοιπόν να δω την έξοχη μεταφορά της ζωής του 22 χρονου ιδεαλιστή Κρίστοφερ Μακάντελς, την οποία κατάφερε ο Σον Πεν το μακρινό πια 2008 να μεταφέρει εξαίσια στο μεγάλο πανί. Η ιστορία του νέου θα μπορούσε για τους περισσότερους να είναι μια τρέλα ή κάτι που δεν μπορούν να κατανοήσουν. Ο ιδεαλιστής νέος, από εύπορη οικογένεια, αφού αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο έριξε ένα τεράστιο Χ στην προδιαγεγραμμένη εύπορη ζωή που θα ακολουθούσε, σχεδόν σίγουρα, και επέλεξε να κάνει πράξη το όνειρό του. Δεν ήταν τίποτε άλλο από το να ψάξει να βρει τον εαυτό του, μόνος, ταξιδεύοντας την τεράστια πατρίδα του για να φθάσει στην Αλάσκα, βιώνοντας τα πάντα με τη συντροφιά της φύσης και μερικές φορές με κάποιους ασυνήθιστους ανθρώπους. Έτσι και έγινε. Ο νέος πριν πεθάνει όπως ακριβώς είχε επιλέξει, κατάφερε να μάθει τον εαυτό του, κατάφερε να αποκωδικοποιήσει τα συστατικά της ευτυχίας. Το μάθημα ήταν πως η ευτυχία ίσως να μην υπάρχει όταν δεν τη μοιράζεσαι, μα δεν μπορεί σίγουρα να υπάρξει αν δεν μπορείς να τη μοιραστείς πρώτα με τον εαυτό σου. Η ευτυχία επίσης δεν έχει να κάνει σχεδόν ποτέ με υλικά αγαθά, κατακτήσεις υλικές, ακριβά γούστα. Είναι μια ιδιαίτερη έννοια και ένας αυτοσκοπός μάλλον του κάθε ανθρώπου, της οποίας η κατάκτηση μοιάζει μάλλον με το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο.
Έγινε η πρώτη προβολή όπως προείπα αν θυμάμαι καλά την πρώτη βραδιά της καραντίνας. Σκεφτόμουν έπειτα όσα είδα σχεδόν για μια εβδομάδα και για να σας γράφω απόψε σημαίνει πως ακόμη τα σκέπτομαι. Δεν είναι ότι προσπάθω να ωραιοποιήσω μια κατάσταση που βιώνουμε και αύριο θα είναι ακόμη πιο δύσκολη (οικονομικά σίγουρη), ούτε θέλω να το παίξω ιδεαλιστής. Μπορεί να είμαι μπορεί και όχι. Οι ανάγκες θα παραμένουν ίδιες για τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων σε αυτό τον πλανήτη. Ανάγκες ουσιαστικές και άλλες λιγότερο ουσιαστικές και άλλες εντελώς περιττές. Αυτό που σκέφτομαι όλο και περισσότερο όμως ετούτο τον καιρό, μέσα στις συνθήκες “εγκλεισμού”, είναι το αν πραγματικά ο κόσμος εκεί έξω που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης (γιατί αυτή είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα), είναι ευτυχισμένος; Κατά πόσο είμαστε ευτυχισμένοι; Οι συνήθειές μας προσφέρουν ικανοποίηση στην ψυχή και το μυαλό; Ο πλούτος που επιδιώκουμε είναι ικανός όταν αποκτηθεί να γεμίσει όλα τα κενά; Μπορούμε να ζούμε για πάντα έτσι; Κι αν ναί, γιατί εγώ δεν το βλέπω; Γιατί στα πρόσωπα των ανθρώπων αυτό που παρατηρώ είναι σκοτεινιά;
Δεν είμαι πια 22 χρόνων ούτε θα προσποιηθώ τον ιδεαλιστή. Όμως ακόμη δεν γνωρίζω αν βρήκα τον εαυτό μου σε αυτή την πορεία της ζωής. Ίσως να είμαστε πολλοί που το αισθανόμαστε. Δεν ξέρω πως μπορεί να αλλάξει αυτό το συναίσθημα μα είμαι σίγουρος πως όταν τελειώσει αυτή η ιστορία, θα είμαστε αρκετά διαφορετικοί. Ελπίζω προς το καλύτερο. Θα πρέπει να θυμόμαστε μόνο πως η χαρά υπάρχει μόνο όταν τη μοιραζόμαστε. Πρώτα με τον εαυτό μας και ύστερα με τους άλλους. Ίσως να μην είναι τόσο κοπιαστικό τελικά..
Γράφει ο Στάθης Ντάγκας “Chinaski”