Ήταν 19 Φλεβάρη του 1954 όταν ήρθε στην ζωή ένα μωρό το οποίο θα ξεχώριζε αργότερα ως μια από τις πιο συναρπαστικές προσωπικότητες στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Και γενικά του αθλητισμού. Ο Σώκρατες (Socrates Brasileiro Sampaio de Sousa Vieira de Oliveira το πλήρες όνομα) δεν άφησε μόνο ιστορία στα γήπεδα όντας παικταράς, άφησε ιστορία και σαν άνθρωπος. Δεν βγαίνουν κάθε μέρα ποδοσφαιριστές που σπούδασαν ιατρική, που πήραν διδακτορικό στην φιλοσοφία (γι’αυτό και το παρατσούκλι «Doctor») και εξέφραζαν πολιτική και κοινωνική άποψη όπου και να βρίσκονταν. Ως πολυδιάστατη προσωπικότητα που ήταν, καλύτερα να μιλούσαμε για την κάθε ιδιότητα του Σώκρατες ξεχωριστά.
«Η ομορφιά είναι πάνω απ’όλα. Η νίκη έρχεται μετά. Η χαρά είναι αυτή που μετράει»: Ο αθλητής Σώκρατες
Ξεκίνησε στην Μποταφόγκο (1974) και μετά πήγε στην μεγάλη του αγάπη, Κορίνθιανς (1978), σκοράροντας 172 γκολ σε 297 αγώνες. Αυτά έφεραν και 3 τίτλους πρωταθλήματος (1979, 1982, 1983). Ένα σύντομο πέρασμα από την Φιορεντίνα και μετά η επιστροφή του στην Βραζιλία για την Φλαμένγκο και την Σάντος ήταν οι τελευταίοι σταθμοί της καριέρας του (τυπικά γύρισε πάλι στην Μποταφόνγκο αλλά είχε 0 συμμετοχές). Ο θεός γύρισε στα 50 του το 2004 για να παίξει με την Γκάρφορθ για 10 λεπτά.
Ένας από τους πιο ρομαντικούς αρτίστες με φανταστική τεχνική κατάρτιση, αντίληψη του παιχνιδιού με την τυφλή πάσα με το τακουνάκι να είναι σήμα κατατεθέν του. Οργανωτής, ομαδικός, άνετος, με χειρουργική ακρίβεια στις πάσες και με τρομερή επίσης ευχέρεια και φαντασία στο σκοράρισμα, έχοντας και τα δύο πόδια εξίσου δυνατά. Tόσο κλασάτος και άνετος με κινήσεις που έδειχναν ευκολία σε όλα, σαν να μην υπήρχε προσπάθεια και να φλέρταρε με την οκνηρία και την έλλειψη ενδιαφέροντος. Μια φιγούρα που ξεχώριζε στο γήπεδο όχι μόνο της κλάσης του, αλλά και του ύψους (1,93 μ) και του χαρακτηριστικού γενιού και τoυ επίδεσμου στα μαλλιά του.
Ο αρχικός τίτλος της παραγράφου ήταν «Ο ποδοσφαιριστής – παικταράς Σώκρατες» αλλά θα ήταν ελλιπής, καθώς δεν γίνεται να μην σταθούμε και στην ζωή που έκανε εκτός γηπέδων. Μανιώδης καπνιστής, λάτρης του ποτού και των γυναικών, δεν δέχθηκε ποτέ καμία συμβουλή και υπερασπίστηκε τα πάθη του με κάθε ευκαιρία που του δίνονταν. «Είμαι αντιαθλητής. Δεν μπορώ να αρνηθώ σε παραστρατήματα που ξεφεύγουν από τα αυστηρά συστήματα που χαρακτηρίζουν τους αθλητές. Θα πρέπει να με δεχθεί κάποιος όπως είμαι». Η αλήθεια ήταν ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ στις προτεραιότητές του. Όσο ήταν φοιτητής στην Ιατρική, θα πήγαινε σε μάθημα αν είχε προπόνηση την ίδια ώρα. Tέλειωσε την σχολή και μετά έγινε επαγγελματίας, στα 25 του χρόνια. Το αλκοόλ δεν το έβλεπε σαν πάθος αλλά σαν συνοδοιπόρο. Στην Φιορεντίνα το είπε ξεκάθαρα: «Ήμουν ένα χρόνο στην Φλωρεντία και αρκετές φορές δεν ήθελα να πάω να προπονηθώ αλλά ήθελα να βγω έξω, να καπνίσω, να παρτάρω με τους φίλους μου. Υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα στην ζωή από το ποδόσφαιρο«.
«Πίνω για να ζω», «Δεν ήμουν ποτέ εξαρτημένος στο αλκοόλ . Το έβλεπα πάντα σαν σύντροφο και ποτέ δεν είχα στερητικό σύνδρομο όταν δεν έπινα» μερικές από τις διάσημες δηλώσεις του για την αδυναμία που συνέβαλε στον θάνατό του.
Ωστόσο πριν το Παγκόσμιο του 1982, είχε κόψει το κάπνισμα και γυμνάζονταν σκληρά. Αποτέλεσμα ήταν να δει ο κόσμος μια υπέροχη ομάδα με τον μετρονόμο της σε φανταστική κατάσταση, μια ομάδα που σε πολλές ψηφοφορίες φιγουράρει στις πρώτες θέσεις της λίστας με τις καλύτερες ομάδες που δεν κατέκτησαν ποτέ το Μουντιάλ Εκείνο το φανταστικό παιχνίδι με την Ιταλία (3-2 υπέρ της Ιταλίας και με την διάσημη γκολάρα του Doctor) ήταν ο επίλογος της φανταστικής εκείνης ομάδας. Στο 1986 δεν ήταν ο ίδιος, μετά τις καταχρήσεις των προηγούμενων χρόνων αλλά η κλάση, όπως λένε, μένει για πάντα (2 γκολ, ένα χαμένο πέναλτι). Ο αδερφός του Ράι, ωστόσο, ήταν στην αποστολή της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Εθνικής Βραζιλίας το 1994.
Για εκείνη την φανταστική Βραζιλία μια ατάκα του τα λέει όλα:
«Μετράω την επιτυχία από τις εμπειρίες που ζούμε. Και το να παίζω σε μια ομάδα σαν εκείνη ήταν σαν να βγαίνεις ραντεβού με την γυναίκα που αγαπάς».
Δύο ακόμη ατάκες του για το ποδόσφαιρο:
«Κανείς παίκτης δεν εγκαταλείπει το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο εγκαταλείπει τους παίκτες».
«Το ποδόσφαιρο είναι τέχνη και πρέπει να εμφανίζει δημιουργικότητα. Αν οι Βαν Γκογκ και Ντεγκά ήξεραν ότι θα λάμβαναν τέτοιας αναγνώρισης δεν θα είχαν δημιουργήσει αυτά που έκαναν. Θα πρέπει να απολαμβάνεις την τέχνη και να μην σκέφτεσαι πως θα κερδίσεις».
«Ανταλλάζω τα γκολ μου για μια καλύτερη χώρα»: Ο ακτιβιστής Σώκρατες
Πέρα από την απαράμιλλη ποδοσφαιρική κλάση του, ο Σώκρατες έμεινε στην ιστορία για την πολιτική και κοινωνική του δράση. Δεν φοβόνταν ποτέ και δεν κρύβονταν από κανέναν στον αγώνα του για τα ίσα δικαιώματα και την δημοκρατία. Η πιο χαρακτηριστική του κίνηση που άφησε ιστορία ήταν όταν ίδρυσε το κίνημα της Δημοκρατίας της Κορίνθιανς, μια ρομαντική και τολμηρή κίνηση που είχε στόχο να μαχηθεί εναντίον του απολυταρχικού ελέγχου που επέβαλε τότε ο σύλλογος στους παίκτες. Ήταν τα χρόνια όπου η Βραζιλία κυβερνούνταν από χούντα και οι σύλλογοι αποτελούσαν έναν μικρόκοσμο της κοινωνίας. Ο Σώκρατες ζητούσε να έχουν όλοι στον σύλλογο άποψη για τα θέματά του και ειδικά οι ποδοσφαιριστές θα αποφάσιζαν για τα ζητήματα που τους αφορούσαν μέσω του διαλόγου και της ψηφοφορίας. Από το γεύμα μέχρι την διάρκεια της προπόνησης. Δεν τελείωνε όμως μόνο εκεί η δράση του κινήματος: έπεισε τους συμπαίκτες ότι άλλοι σημαντικοί άνθρωποι όπως οι επιστάτες, οι καθαρίστριες αξίζουν κάτι παραπάνω από τα ψίχουλα που έπαιρναν και ψηφίστηκε ένα μέρος των μπόνους να πηγαίνει σε αυτούς. Μια κλασική απόφαση που πάρθηκε επίσης ήταν να περιοριστούν οι μέρες του concentraçao (συγκέντρωση ομάδας μια μερα πριν τους αγώνες σε ξενοδοχείο), συνήθεια που μισούσε ο Σώκρατες γιατί Παρασκευές και Σάββατα ήθελε να είναι σπίτι του να πίνει την μπύρα του.
Η συνεχής δράση του κινήματος σταδιακά έφεραν τα μπλουζάκια με την επιγραφή «Θα ψηφίσω στις 15 του μήνα», τον Νοέμβρη του 1982, φορεμένα από τους παίκτες της Κορίνθιανς. Η δημοτικότητά τους προέτρεψε το κοινό να ψηφίσει στις πρώτες εκλογές μετά από 21 χρόνια και να είναι μια από τις πρώτες κινήσεις που θα κατάφερνε ώστε να διώξει το καθεστώς.
Στο τέλος εκείνης της χρονιάς ο Σώκρατες και οι υπόλοιποι παίκτες της Κορίνθιανς φόρεσαν τα μπλουζάκια με την λέξη «Δημοκρατία» στους πανηγυρισμούς του πρωταθλήματος που κατέκτησαν. Ο ίδιος τότε δήλωσε: «Ήταν μάλλον η πιο όμορφη στιγμή της ζωής μου. Και είμαι σίγουρος για το 95% των συμπαικτών μου».
Στους τελικούς με την Σάο Πάολο (1984) , οι παίκτες μπήκαν στο γήπεδο κρατώντας ένα πανό που έγραφε «Νίκη ή ήττα, αλλά πάντα με δημοκρατία».
Tην ίδια χρονιά είχε εμφανιστεί σε ομιλία μπροστά σε 2 εκατομμύρια ανθρώπους, τονίζοντας ότι θα πήγαινε στην Ιταλία αν το καθεστώς δεν αποδέχονταν τις εκλογές. Τελικά το καθεστώς δεν δέχθηκε τις εκλογές και ο Σώκρατες έφυγε στην Ιταλία για την Φιορεντίνα (1984).
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ήταν η πιο πλούσια περίοδος της ζωής μου, που με οδήγησε σε αυτό που είμαι σήμερα, άνθρωπο, ακτιβιστή ή ό,τι είμαι τέλος πάντων».
Μεγαλωμένος σε μια χώρα που αναπνέει από το ποδόσφαιρο, ο ίδιος πάντα έθετε ως προτεραιότητα την βελτίωση του τρόπου ζωής. Το βιβλίο που ξεκίνησε να γράφει δεν ολοκληρώθηκε ποτέ: είχε θέμα την ετοιμασία της Βραζιλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, την οικονομική κατάχρηση, την εκμετάλευση και τα παρασκήνια πίσω από την γκλαμουριά των σταρ και των χορηγών. Πάντα κριτίκαρε τις διοικήσεις και τους χορηγούς και η πρώτη του χαρά μετά θάνατον θα ήταν να ακούει μια άκρως τυπική ευχή συλληπητηρίων από τον πρόεδρο της Κορίνθιανς. Θα απογοητεύονταν αν έλεγε περισσότερα ένας άνθρωπος που του είχε ασκήσει τόση κριτική ο ίδιος στο παρελθόν. Σημασία έχει ότι 40 χιλιάδες φίλαθλοι της Κορίνθιανς ύψωσαν την γροθιά ψηλά κατά το ενός λεπτού σιγής πριν την έναρξη του πρώτου αγώνα μετά τον θάνατό του, συμβολική κίνηση που παρέπεμπε στον πανηγυρισμό του Σώκρατες μετά από κάθε γκολ του. Ο οποίος παρεπιπτόντως δεν είχε πολιτική χροιά, τον είχε δει από δύο Ολυμπιονίκες και τον είχε υιοθετήσει. Η επιθυμία του για να πεθάνει Κυριακή και να δει την Κορίνθιανς να κατακτάει το πρωτάθλημα πάντως πραγματοποιήθηκε!
Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε τα μηνύματα που φορούσε και στον θρυλικό κεφαλόδεσμο που φορούσε σχεδόν πάντα. Το 1986, στο Παγκόσμιο του Μεξικού, στο μήνυμά του έγραφε «Mexico, sigue en pie» (το Μεξικό είναι ακόμη εδώ), με αφορμή τον φονικό σεισμό που είχε συμβεί 9 μήνες πριν την έναρξη της διοργάνωσης. Σε άλλο μήνυμα έγραφε «Yes to Love, No to Terror» με αφορμή τον βομβαρδισμό της Λιβύης από τους Αμερικάνους. Είχε επισκεφτεί τον Καντάφι ο ίδιος στο παρελθόν και ο δεύτερος τον είχε προτρέψει να κατέβει για Πρόεδρος της Βραζιλίας.
Όταν η μητέρα του βρήκε υπερβολικά δυνατό το όνομα Φιντέλ για τον νεογέννητο γιο του (προς τιμήν του ηγέτη της Κούβας) ο ίδιος απάντησε απλά: ‘Μητέρα, δες τι έχεις κάνει μαζί μου».
«Πίνω, καπνίζω και σκέφτομαι»: Ο φιλόσοφος Σώκρατες
Μεγάλωσε σε μια οικογένεια στην οποία ο πατέρας έδωσε ονόματα Ελλήνων φιλοσόφων στους γιους του (Σωσθένης και Σοφοκλής ήταν τα ονόματα δύο αδερφών του). Ο πατέρας του ήταν κάτι σαν τοπικός ήρωας, όντας υπεύθυνος για την διαχείριση οικονομικών της περιοχής και βοήθησε στην ανάπλασή της. Αρκετά ευκατάστατος, βοήθησε τους γιους του να λάβουν μια καλή μόρφωση και το σπίτι του ήταν πάντοτε γεμάτο με βιβλία. Το 1964 ωστόσο, με την άνοδο της δικτατορίας, με τον κίνδυνο αρκετά από αυτά τα βιβλία να χαρακτηριστούν απαγορευτικά και να μπλέξει ο πατέρας του, τον είδε να τα σκίζει, σε ηλικία 10 ετών. «Κατάλαβα ότι δεν ήταν σωστό και κάτι πήγαινε στραβά, καθώς ο πατέρας μου λάτρευε την βιβλιοθήκη του. Κατάλαβα ακριβώς τι γίνονταν όταν πήγα στο πανεπιστήμιο». Μικρός μεγάλωσε έχοντας είδωλα τους Τζον Λένον, Φιντέλ Κάστρο και Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Ας αφήσουμε τον ίδιο πάλι να μιλήσει.
Όταν πήγε στην Φιορεντίνα και τον ρώτησαν αν προτιμάει τον Σάντρο Ματσόλα ή τον Τζιάνι Ριβέρα απάντησε αφοπλιστικά:
«Δεν τους ξέρω. Ήρθα εδώ να μελετήσω τα αυθεντικά κείμενα του Αντόνιο Γκράμσι και να διαβάσω για την ιστορία του κινήματος των εργατών».
Στην Φιορεντίνα είναι η αλήθεια δεν κόλλησε ποτέ. Στο κορυφαίο πρωτάθλημα τότε του κόσμου, δεν μπορούσαν να ανεχτούν οι συμπαίκτες και ο προπονητής του ότι έκανε τέτοια εξωαγωνιστική ζωή. Ο ίδιος απορούσε γιατί ήταν όλα τόσο αυστηρά και αρκετές φορές βάλθηκε εναντίον συμπαικτών του για θέματα στησίματος αγώνων. Απέτυχε να οργανώσει μια αντίστοιχη Δημοκρατία σαν αυτή της Κορίνθιανς.
«Το καλύτερο που μου έδωσε το ποδόσφαιρο ήταν να γνωρίσω ανθρώπους, ανθρώπους που υπέφεραν πολύ και αυτούς από την άλλη πλευρά που τα είχαν όλα».
Για το αν έχει δοκιμάσει κοκαϊνη:
«Όχι. Έχω τρεις απολαύσεις: τις γυναίκες, το ποτό και το τσιγάρο. Αν αποκτήσω ακόμη μια σημαίνει ότι θα πρέπει να αντικαταστήσω μια από αυτές».
Ο άνθρωπος Σώκρατες
Μια φανταστική ιστορία που τον περιγράφει στα πρώτα του βήματα είναι αυτή που συνέβη όταν έπαιζε στην Μποταφόγκο. 1975 λοιπόν και ο σοφέρ της Μποταφόγκο πάει να πάρει τον Σώκρατες από την σχολή του για να τον πάει στον αγώνα , και τον βλέπει να περιμένει απαθής καπνίζοντας. Ο νεαρός ήταν ο ανερχόμενος σταρ και ο σύλλογος σέβονταν την προτεραιότητά του για να τελειώσει τις σπουδές του και έστελνε τον σοφέρ να τον μαζεύει για τις υποχρεώσεις του. Ο σύλλογος θα έπαιζε με την Κορίνθιανς και ο δρόμος ήταν περίπου 4 ωρών. Οι άνθρωποι της Μποταφόγκο θα περίμεναν 30′ πριν την έναρξη του αγώνα τον ποδοσφαιριστή τους αλλά εκείνος εμφανίστηκε μόλις 15′ πριν την έναρξη. Ο οδηγός και ο νεαρός δεν ξέρουν που πέφτουν τα αποδυτήρια και ο παίκτης, ντυμένος σαν γιατρός κανονικά, αγόρασε εισιτήριο για να μπει μέσα. Ρωτώντας έναν φρουρό που είναι τα αποδυτήρια και τονίζοντας ότι είναι παίκτης της Μποταφόγκο, λάμβανε μόνο ειρωνεία. Για καλή του τύχη ένας από το προσωπικό της Μποταφόγκο τον είδε και άρον άρον άλλαξε και εισέβαλε στο στάδιο με τους 33 χιλιάδες φίλους της Κορίνθιανς να περιμένουν. Η Μποταφόγκο έχασε 4-1 αλλά εκείνος που ήταν ο καλύτερος ήταν ο Σώκρατες.
Αναμφίβολα από τους κορυφαίους της Βραζιλίας σαν ποδοσφαιριστής, όχι ο καλύτερος αλλά ο πιο ξεχωριστός: έμεινε στην ιστορία για την τεράστια περσόνα του. Σαν άνθρωπος ήταν λάτρης της καλής ζωής, με 4 γυναίκες και 6 παιδιά («μου αρέσει η αναπαραγωγή» όπως δήλωσε) να το επιβεβαιώνουν. Η αναζήτηση στο ίντερνετ από πηγές δημοσιογράφων που ασχολήθηκαν μαζί του δείχνουν ότι βαρέθηκε τον πρώτο γάμο του και δεν μπορούσε να ασχοληθεί με μελλοντικά σχέδια και μακρυπρόθεσμες ανάγκες κατά τον δεύτερο γάμο του. Στους δύο τελευταίους γάμους του έπινε από το πρωί μέχρι το βράδυ σε μπαρ, τόσο μέχρι που σε ένα μπαρ τον άφηναν να πίνει και τσάμπα γιατί προσέλκυε πελάτες. Έπινε χωρίς να μεθάει, μάγευε στο γήπεδο χωρίς να προσπαθεί, κάπνιζε χωρίς να λογαριάζει το αντικείμενο των σπουδών του. O αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος ήταν εναντίον των απολαύσεων, αυτός ήταν υπέρμαχος. Καλλιτέχνης εντός και εκτός γηπέδων (έπαιζε και μουσική και έγραφε ποίηση) αλλά κατέστρεψε την ζωή του. Αλλά ο γιατρός ήταν ειλικρινής, πιστός (όχι στις γυναίκες του αλλά στις αξίες του), ρομαντικός και με μια λέξη: μοναδικός. Η ιστορία του αξίζει να γίνει ταινία.
Πηγή κειμένου: cult24.gr