Soul Kitchen (2009)

Σκηνοθεσία: Φατίχ Ακίν

Παίζουν: Άνταμ Μπουσδούκος, Μόριτς Μπλάιμπτροϊ, Άνα Μπεντέρκε, Μπιρόλ Ουνέλ

Διάρκεια: 99’

Ο Ζίνος Καζαντζάκης (συγχωρητέα η φολκλόρ πινελιά από τη στιγμή που δεν είναι στο πλαίσιο κάποιου εγχώριου κιτς), είναι ο ιδιοκτήτης και σεφ στο εστιατόριο Soul Kitchen, σε μια βιομηχανική-λαϊκή γειτονιά του Αμβούργου. Και σε πλήρη αντίθεση με τον τίτλο του μαγαζιού, αλλά και τα βινύλια της soul μουσικής που δίνουν τον τόνο κάθε βράδυ, το φαγητό που μαγειρεύει είναι μάλλον ξεψυχισμένο. Δίχως κανένα χαρακτήρα, τυποποιημένο και παντελώς προβλέψιμο, προορισμένο να ικανοποιεί τα εξαιρετικά λιτά και ταπεινά γούστα των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι δεν (έχουν μάθει να) αναζητούν κάποια βαθύτερη γαστρονομική απόλαυση.

Στην πραγματικότητα, ο Ζίνος είναι στριμωγμένος στα σκοινιά από κάθε άποψη, βλέποντας όλους τους πυλώνες της ζωής του να τρεκλίζουν. Διόλου τυχαία, θα αρχίσει και ο ίδιος να τρεκλίζει, όταν η μέση του λυγίσει υπό το βάρος ενός ψυγείου, πυροδοτώντας ένα φιτίλι απορρύθμισης και χάους. Η σύντροφός του ετοιμάζεται να μετακομίσει στη Σανγκάη για επαγγελματικούς λόγους και απαιτεί από τον ίδιο να παρατήσει τη ζωή του (την οποία η ίδια κατά βάθος κρίνει ως ανάξια λόγου) και να την ακολουθήσει. Παράλληλα, ο αδερφός του Ζίνου ονόματι Ηλίας (Μόριτς Μπλάιμπτροϊ), ένας σεσημασμένος μικροκακοποιός και διαρρήκτης (που ενσαρκώνει υποδειγματικά το πρότυπο του λαζοντόιτς από ενδυματολογική-αισθητική άποψη), του ζητά να τον προσλάβει για τα μάτια του κόσμου στο εστιατόριο, ώστε να αποφυλακιστεί μια ώρα αρχύτερα.

Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, ένας διπρόσωπος παλιός συμμαθητής του Ζίνου, και συνάμα ανήθικος αρπάγας του κτηματομεσιτικού κλάδου, κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να αρπάξει το εστιατόριο και να πουλήσει το οικόπεδο σε έναν αδίστακτο μεγαλοκαρχαρία. Την ίδια στιγμή, ανήμπορος να μαγειρέψει λόγω της σακατεμένης του μέσης, ο Ζίνος προσλαμβάνει έναν προικισμένο και εκκεντρικό σεφ (ο υπέροχος και αλησμόνητος Μπιρόλ Ουνέλ), ο οποίος εξωθεί τη σταθερή πελατεία του μαγαζιού στην αποχώρηση όταν λανσάρει ένα πρωτοποριακό και εξαιρετικά γκουρμέ μενού (ένα χαριτωμένο και υπαινικτικό σχόλιο και για τις απαιτήσεις της πλατιάς μάζας του κοινού στον κόσμο του σινεμά). Όσα φέρνει η στιγμή, δεν τα φέρνει ο κόσμος όλος, όμως, και το Soul Kitchen καταλήγει το πιο περιζήτητο στέκι στην underground πλευρά της πόλης μέσα από μια ουρανοκατέβατη αλληλουχία από ευνοϊκές συμπτώσεις. Ο θρίαμβος, όμως, αποδεικνύεται προσωρινός, καθώς μια χιονοστιβάδα από αναποδιές θα φέρουν σε χρόνο dt τον ήρωά μας από το ζενίθ στο ναδίρ.

Ο λατρεμένος Φατίχ Ακίν ενώνει δυνάμεις με τον παιδιόθεν κολλητό του, τον αιωνίως συμπαθή Άνταμ Μπουσδούκο (υποδύεται τον Ζίνο), και γράφουν από κοινού ένα ντελιριακό σενάριο, το οποίο αναπλάθει όχι μόνο τις ξέφρενες αναμνήσεις από τα νιάτα τους, αλλά και ορισμένες από τις θεοπάλαβες εμπειρίες του ίδιου του Μπουσδούκου από την εποχή όπου ήταν ιδιοκτήτης ελληνικής ταβέρνας στο Αμβούργο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ταινία που εκπέμπει ανυπολόγιστες ποσότητες φιλίας, αναπόλησης και χιούμορ (που ενίοτε διοχετεύεται σε στιγμές ξεκαρδιστικού γέλιου), ικανές να υπερκεράσουν την προσχηματική πλοκή και τα ολίγον απλοϊκά νοήματα.

O Ακίν και ο Μπουσδούκος, περίπου 35 ετών αμφότεροι την περίοδο εκείνη (2009), συντάσσουν ένα γλυκό γράμμα αποχαιρετισμού σε εκείνη την εδεμική εποχή όπου κάθε νύχτα έμοιαζε να ανοίγει κάποιο μυστικό πέρασμα για μια καινούργια αλλοπρόσαλλη περιπέτεια. Παράλληλα, απευθύνουν ένα φόρο τιμής στον γενέθλιο τόπο τους και στα σημεία αναφοράς που τους καθόρισαν: η εναλλακτική κουλτούρα, η καλλιτεχνική ταυτότητα, η υφολογική ιδιαιτερότητα, η άτυπη αυτονομία και η εθνολογική πανσπερμία του προαστίου της Αλτόνα, στα δυτικά του Αμβούργου, είναι πανταχού παρούσες, λειτουργώντας ως συναισθηματική ραχοκοκαλιά της ταινίας.

Το Soul Kitchen, αφοπλιστικά ειλικρινές όσον αφορά τις τίμιες feel-good προθέσεις του, μοιάζει με παυσίλυπο ταχείας καύσης, σαν ένα φιξάκι αισιοδοξίας και ενέργειας που τσαλαπατά κάθε σοβαροφάνεια και αρνείται να μεμψιμοιρήσει ακόμη και όταν όλα δείχνουν να καταρρέουν. Ο Ακίν, ορμώμενος από εκείνη τη φλόγα που μπορεί να προσφέρει μονάχα η προσωπική ταύτιση, φτιάχνει μια ταινία που μοιάζει με ακαταμάχητο προσκλητήριο για κέφι, πάθος και ζωή. Και σε αναγκάζει να χορέψεις στον ρυθμό του, εγκαταλείποντας κάθε (μάταιη) υπόνοια για αληθοφάνεια.

Αντί επιλόγου, επιτρέψτε μιας μια ειδική μνεία σε ένα αθέατο (και φαινομενικά αδιάφορο) σημείο της ταινίας, που μας έκλεψε την καρδιά. Βρισκόμαστε σε ένα νυχτερινό κλαμπ όπου βαράει πριόνια και οι θαμώνες ξεχαρβαλώνονται στον παλμό της ηλεκτρονικής μουσικής. Μέσα σε αυτόν τον κακό χαμό, ο Ηλίας (ο διαρρήκτης αδερφός του βασικού ήρωα, υπενθυμίζουμε) αντιλαμβάνεται πως είναι κεραυνοβόλα ερωτευμένος με την γκαρσόνα του εστιατορίου. Αποχωρώντας από το κλαμπ σαν να τον τσίμπησε μύγα, επιστρέφει σχεδόν αμέσως (σε μια εξαιρετικά αστεία σκηνή), παρέα με τους δύο σαρδανάπαλους κολλητούς-συνεργούς του, και αρπάζει κονσόλες, ενισχυτές και ηχοσυστήματα, καρπαζώνοντας παράλληλα τον εμβρόντητο DJ.

Αρχικά, αποκομίζουμε την εντύπωση πως η ενέργειά του δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα προφανή αντανακλαστικά και την ανίκητη παρόρμηση του επαγγελματία κλέφτη. Λίγο αργότερα, όμως, συνειδητοποιούμε πως το μοναδικό του κίνητρο είναι η αγνή κι ανόθευτη καψούρα, η οποία οδηγεί πάντοτε στις πιο θεόμουρλες παρορμήσεις. Η γυναίκα που έχει ερωτευτεί αμετάκλητα ο Ηλίας «γουστάρει αυτή τη μουσική», όπως αναφέρει ο ίδιος απλά και σταράτα, και στο μυαλό του δεν υπάρχει τίποτα το πιο φυσιολογικό από το να αποκτήσει πάση θυσία τα μηχανήματα που παίζουν τη συγκεκριμένη μουσική… Πείτε μας γλυκανάλατους ή ονειροπαρμένους, αλλά στο δικό μας τεφτέρι it doesn’t get more romantic than this.

  • Δημοσιεύτηκε στο αγαπημένο ηλεκτρονικό περιοδικό για τον κινηματογράφο cinedogs.gr και το αναδημοσιεύουμε.