Απλός, σεμνός, αλλά και αυστηρός, μια ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Βασίλης Γεωργιάδης ανανέωσε τον ελληνικό κινηματογράφο του ’50 και του ’60, με τη δική του σκηνοθετική μαστοριά, και αναβάθμισε με τις τηλεοπτικές σειρές του την ελληνική τηλεόραση. Έτσι, κατέκτησε τον τίτλο του «δάσκαλου» παράλληλα με το σεβασμό και την αναγνώριση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Γεννήθηκε στα Δαρδανέλια της Μικράς Ασίας, αλλά με τη Μικρασιατική καταστροφή η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στο Ξυλόκαστρο. Το 1951 αποφοίτησε από την Ακαδημία Κινηματογραφικών Σπουδών, αλλά νωρίτερα είχε ξεκινήσει την καριέρα του στη Φίνος Φιλμ, σαν βοηθός σκηνοθέτης: του Νίκου Τσιφόρου στις ταινίες «Χαμένοι Άγγελοι» (1948) και «Τελευταία Αποστολή» (1949), του Φρίξου Ηλιάδη στην ταινία «Νεκρή Πολιτεία» (1951), του Ντίνου Δημόπουλου στις ταινίες «Χαρούμενο Ξεκίνημα» (1954), και «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» (1955), και του Νίκου Κούνδουρου στην ταινία «Μαγική Πόλις» (1956). Έτσι, η Φίνος Φιλμ ήταν για τον Βασίλη Γεωργιάδη ένα μεγάλο κινηματογραφικό σχολείο. Το 1956 ωστόσο, θέλοντας να μείνει μακριά από τις εξαρτήσεις των μεγάλων στούντιο, σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, «Οι Άσσοι του Γηπέδου», σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, την οποία χρηματοδότησε ο ίδιος. Μια πρωτοποριακή ταινία με στοιχεία ιταλικού νεορεαλισμού, στην οποία έπαιζαν αληθινοί ποδοσφαιριστές, αλλά και η σταρ της Τσινετσιτά, Συλβάνα Παμπανίνι. Στις δέκα ταινίες του που ακολούθησαν ως το 1962, ήταν φανερή η εξελικτική του πορεία, κι έτσι η δουλειά του κέρδισε το σεβασμό, την εκτίμηση και τις καλές κριτικές.
Ωστόσο, η μεγάλη καταξίωση του ήρθε με την ταινία «Τα Κόκκινα Φανάρια» (Βίων Παπαμιχάλης – Δαμασκηνός Μιχαηλίδης, 1963), στην οποία συνδυάζει την ποίηση με τον ρεαλισμό. Η ταινία αναγνωρίστηκε διεθνώς, προτάθηκε για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών και για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, το οποίο τελικά κέρδισε με μικρή διαφορά το «Οκτώμισι» του Φελίνι. Το 1966, νέα έκπληξη του Βασίλη Γεωργιάδη ήταν η ιστορική ταινία σε σενάριο Νίκου Φώσκολου, «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο» (Φίνος Φιλμ – Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης), η οποία προτάθηκε κι αυτή για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Επίσης, η ταινία του «Κορίτσια στον Ήλιο» (1968) προτάθηκε για Χρυσό Φοίνικα.
Συνολικά σκηνοθέτησε πάνω από 20 ταινίες για τον κινηματογράφο – δύο εκ των οποίων της Φίνος Φιλμ («Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», «Αγάπη για Πάντα») ενώ συμμετείχε σαν ηθοποιός στην ταινία της FF «Το Λεβεντόπαιδο». Οι περισσότερες ταινίες του κέρδισαν διακρίσεις στα Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, τη δεκαετία του ’70 έδωσε μεγαλύτερο βάρος στην τηλεόραση με εξαιρετικές σειρές, σπουδαιότερες των οποίων είναι οι μεταφορές των λογοτεχνικών έργων «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (1975), «Οι Πανθέοι» (1977), «Γιούγκερμαν» (1978), «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1979), «Μαρία Πάρνη (1981). Σε επτά από τις ταινίες του έπαιξε και ο ίδιος σε μικρούς ρόλους.
Το 1991 του δόθηκε η θέση του συμβούλου κινηματογράφου στο Υπουργείο Πολιτισμού και τιμήθηκε από την πολιτεία για το σύνολο του έργου του στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το 1997, ο Γεωργιάδης μοντάρισε ξανά την πρώτη του ταινία, «Οι Άσσοι του Γηπέδου», τη φρεσκάρισε και την ξαναπαρουσίασε με τον τίτλο «Κυριακάτικοι Ήρωες».
Ο Γεωργιάδης έδωσε πολύ καλά, έως υψηλά, δείγματα γραφής σε μια μεγάλη θεματολογική γκάμα, από το μελόδραμα μέχρι την ηθογραφία, με ταινίες όπως «Κρυστάλλω», «Ασοι των γηπέδων» – η πρώτη του το 1956 – «Γάμος αλά ελληνικά», «Η κατάρα της μάνας», «Η μάχη της Κρήτης» κ.ά. Τη δεκαετία του ’70 εγκατέλειψε τον κινηματογράφο – τουλάχιστον σαν σκηνοθέτης – και στράφηκε στην τηλεόραση, γράφοντας «χρυσές» σελίδες στην ΕΡΤ, με τηλεοπτικές σειρές – «σταθμούς» για την εγχώρια παραγωγή, όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Γιούγκερμαν» και «Οι Πανθέοι».
Εκτοτε θα εξαφανιστεί, ακολουθώντας την «πεπατημένη» και άλλων ταλαντούχων αυτής της χώρας, που δεν «εννοούν» να κάνουν εκπτώσεις στην αισθητική και τις αρχές τους χάριν μιας επιτυχίας που παραπέμπει στην «αρπαχτή». Σύμφωνα με τον Γιώργο Μυλωνά, πρόεδρο του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Δημιουργών Οπτικοακουστικών και Θεατρικών Εργων και φίλου του σκηνοθέτη, ούτε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ούτε τα τηλεοπτικά κανάλια έδωσαν δημιουργικές ευκαιρίες στον σκηνοθέτη. Οι πόρτες ήταν «απλά» κλειστές. Αυτή η αδιαφορία επιχειρήθηκε να «εξαργυρωθεί» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου ήταν το τιμώμενο πρόσωπο αργότερα. Αλλά ο «γερόλυκος» του ελληνικού κινηματογράφου φαίνεται πως δεν ήθελε να αποτελέσει «άλλοθι» για κανέναν και …έφυγε από το Φεστιβάλ αθόρυβα, όπως και ζούσε, αφήνοντας ένα μάλλον πικρό σημείωμα, με το οποίο ευχαριστούσε για την αναγνώριση της δουλιάς του… Αναλόγως μπορεί να εκληφθεί – δηλαδή σαν άλλοθι μιας κυνικής εξουσίας – η θέση του συμβούλου Κινηματογράφου στο υπουργείο Πολιτισμού το 1991. «Εχω βαρεθεί να με φωνάζουν δάσκαλο και να μου δίνουν κύπελλα και κανείς να μη με φωνάζει για δουλιά», εκμυστηρεύτηκε στον Γ. Μυλωνά.
Ο τάφος του μεγάλου δάσκαλου του ελληνικού κινηματογράφου, που έφυγε από την ζωή στις 30 Απριλίου του 2000, ανήμερα του Πάσχα, βρίσκεται στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας, όπως επίσης και το ανοιχτό Θέατρο “Βασίλης Γεωργιάδης” στην Μαρίνα της πόλης, για να μας θυμίζει πάντα όσα εκείνος προσέφερε στην τέχνη και τον πολιτισμό.
Πηγές: Ιστότοπος της Φίνος Φιλμς, rizospastis.gr
Επιμέλεια: Στάθης Ντάγκας
Η κεντρική φωτογραφία είναι από μια εξαιρετική σχολική παρουσιάση για τον ελληνικό κινηματογράφο από την σελίδα: http://slideplayer.gr/slide/1952551/