Επιστρέφοντας εκεί..

Επιστρέφοντας συχνά εκεί που ξεκίνησαν όλα. Ο παλιός σταθμός, τα τζάμια που έτριζαν κάθε που περνούσε η αμαξοστοιχία, μια για Πάτρα, την άλλη για Αθήνα. Κάτι αμαξοστοιχίες απόκοσμες πια, μοιάζουν όπως εκείνες από τις παλιές ταινίες που όταν τις βλέπεις, νιώθεις την ψυχή σου να είναι 1000 χρόνων. Πέρασαν αλήθεια τόσα χρόνια; Πέρασαν. Μπορεί να μην είναι πολλά όμως είναι, σχεδόν, ολόκληρη η ζωή σου. Δεν είσαι παιδάκι και αυτό είναι που σε πληγώνει περισσότερο από όλα. Ότι θα ήθελες να είσαι.

Κάπου υπήρχε μια μικρή τύπου πισίνα που μαζευόσασταν οι πιτσιρικάδες και πηδάγατε μέσα, παίζατε κρυφτό, κυνηγητό και όλα εκείνα τα ωραία. Στη θέση της τώρα δεν βρίσκεται τίποτα, παρά μόνο εκείνος ο θεόρατος ευκάλιπτος. Κοσμοσυρροή, επιβατικό κοινό πήγαινε κι έρχονταν, όλες οι εποχές μπροστά σου. Ένας παππούλης εκεί παρά πέρα μαζεύει και δένει στο ποδήλατό του κάτι ξύλα για την σόμπα, ψάχνει μανιωδώς με παράξενες αργές κινήσεις. Κάποιος κύριος περπατά πιο πίσω μα η ησυχία δεν διαταράσσεται. Δεν σου αρέσει η τόση ησυχία, είχες μάθει αλλιώς και δεν μπορείς να τη διαχειριστείς. Η ησυχία άλλωστε είναι για δυνατούς παίκτες και αυτή τη φορά είσαι εσύ ο αδύναμος.

Οι πόλεις και οι γωνιές τους είναι οι ψυχές. Οι άνθρωποι δεν είναι ορισμένοι να μένουν για πάντα, φεύγουν μακριά και κάποια στιγμή δεν θυμάσαι ούτε τα πρόσωπά τους. Σε εκείνη την τσιμεντένια υποδοχή περίμενες να έρθει η αμαξοστοιχία για να σε πάει στην φοιτητούπολη μαζί με τους φίλους σου, εκεί περίμενες για να ταξιδέψεις στο κορίτσι σου, εκεί ξεκίνησες ταξίδια χωρίς κανένα νόημα η σκοπό. Απλά να ταξιδέψεις για κάπου, να βλέπεις τις πόλεις και τα βουνά, τις θάλασσες να τρέχουν πίσω. Κι έπειτα γυρνούσες, πάντα στην ίδια αφετηρία, στον σταθμό.

Οι άνθρωποι εξιδανικεύουμε το παρελθόν. Είναι όμως αυτό μια ορθή διαπίστωση, ή πρόκειται για κάτι δίκαιο; Μήπως όσο περνούν τα χρόνια όλα γίνονται τόσο αναπάντεχα διαφορετικά; Τόσο που να μην δέχονται εκείνα τα πράγματα, εκείνους που “παλιώνουν”; Μπορεί να είναι κι έτσι. Πονάει αλλά μάλλον δεν γίνεται αλλιώς.

Στέκομαι και ανάβω ένα τσιγάρο κρατώντας το ποδήλατο μου από το άλλο χέρι. Ανάμεσα στον καπνό διακρίνω πιο μακριά στην είσοδο ένα παιδάκι με φουντωτά μαλλιά, είναι κατάξανθο, τρέχει τριγύρω και γελάει χωρίς λόγο, μαζεύει κίτρινα λουλούδια, μιλάει με τους ταξιδιώτες, ενθουσιάζεται με τα μεγάλα τραίνα, βάζει πέτρες στις ράγες, στήνει το αυτί του να ακούσει αν έρχεται το επόμενο δρομολόγιο, περπατάει πάνω και κρατάει την ισορροπία του επιστρέφοντας από το σχολείο τα μεσημέρια.

Το τσιγάρο τελείωσε. Το παιδάκι εξαφανίστηκε. Έμεινα πάλι εγώ, εδώ, στον παλιό σταθμό της ζωής. Με το ποδήλατο στο χέρι ξεκινώ αργά χωρίς να ενοχλώ την ησυχία του χώρου. Φεύγω, κάθε ημέρα φεύγω, όχι πια για μακρινά ταξίδια. Κάθε τόσο και πιο μόνος, πιο “εκτός εποχής”. Το παιδάκι αγνοείται.

Γράφει ο Στάθης..