Με αγάπη, ο “φωτογράφος”..

Η φωτογραφία είναι σπουδαία υπόθεση. Ίσως έχουμε ξαναμιλήσει στο παρελθόν από εδώ για εκείνη, αποτελούσε ανέκαθεν άλλωστε μεράκι. Και θα γράψω πάλι προσωπικά δηλαδή, γιατί το περιοδικό όπως γνωρίζετε εκφράζεται συνήθως σε πρώτο πρόσωπο και επώνυμα.

Δεν υπήρξα ποτέ επαγγελματίας φωτογράφος αλλά είχα την καψούρα από πιτσιρίκι να τρέχω με τα φιλμ. Έχω κρατήσει σχεδόν όλες τις παλιές μηχανές που είχαμε στο σπίτι, οι περισσότερες δεν δουλεύουν πια μα έχουν συναισθηματική αξία τεράστια. Μεγαλώνοντας σε επαρχιακά μέρη, με οικογένεια αγροτοκτηνοτροφικής καταγωγής και επισκεπτόμενος συχνά τους παππούδες στα βουνά της Κορινθίας που είχαν τα κοπάδια τους, ανακάλυψα έναν ολόκληρο κόσμο που περίμενε να απαθανατιστεί.

Διαθέτω μια συλλογή από χιλιάδες καρέ. Φωτογράφιζα την φύση, τα ζώα, τους ανθρώπους, πράγματα που μου έκαναν περιέργεια. Μέχρι που η ενασχόλησή μου επαγγελματικά με την αθλητική και έπειτα με τη κοινωνικοπολιτική δημοσιογραφία, έφερε την φωτογραφική μου και σε αυτό τον τομέα. Άλλη φάση, πιο συγκεκριμένα πορτραίτα, πιο μαζεμένος χώρος.

Από την εποχή λοιπόν που στο Κορινθιακό (ποδοσφαιρικό) διαδίκτυο υπήρχε μόνο ο Δημήτρης Μανωλάκης και έπειτα εμφανίστηκα κι εγώ με ένα παλαιότερο σαιτ και τον Σπορ fm, τριγυρνούσα τα ποδοσφαιρικά γήπεδα με την Κόρινθο στη Γ’ Εθνική αλλά και με τις υπόλοιπες ομάδες στα πιο μικρά πρωταθλήματα. Η τεχνολογία πριν 8 χρόνια ουδεμία σχέση είχε με την σημερινή. Παράξενο δεν είναι, όλα εξελίσονται, απλά το σημειώνω από την άποψη ότι τα μέσα που διαθέταμε πριν ελάχιστα μόλις χρόνια ήταν απείρως λιγότερα και κατώτερης ποιότητας για την δουλειά μας.

Σταμάτησα να ασχολούμαι με τα τοπικά πρωταθλήματα όταν σιχάθηκα την κεντρική ποδοσφαιρική σκηνή της χώρας. Ήταν τη χρονιά με τα επεισόδια στο Καραϊσκάκη, τότε που ο Σισέ είχε κυνηγηθεί ύστερα από το ντέρμπι των αιωνίων μέσα στο γήπεδο. Εκεί στέρεψα και είπα ότι δεν θα ξανασχοληθώ πάλι με το αντικείμενο. Ούτε καν με τη δημοσιογραφία ποικίλης ύλης.

Ήταν φυσικά ένα λάθος που άργησα να καταλάβω, ακόμη κι όταν επέστρεψα με το πρώτο revista το 2012 δεν καταπιάστηκα παρα ελάχιστα με τα αθλητικά. Ήταν λάθος κυρίως γιατί ο αθλητισμός είναι τελικά για εμένα πηγή ζωής. Και μπορεί να είμαι ένας καρατέκα που λατρεύει το μπασκετ, μα σαν το ποδόσφαιρο δεν έχει. Στην χώρα μας μάλιστα αυτό είναι που έχει την ανάγκη της στήριξης όλων των υγειών δυνάμεων. Έτσι ίσως κάποια ημέρα ξαναβρεί τον δρόμο του. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τον ερασιτεχνικό αθλητισμό που πραγματικά είναι άθλος να υφίσταται. Τα σωματεία και οι σύλλογοι κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες και το γνωρίζω από πρώτο χέρι.

Για να έρθω πάλι στην φωτογραφία να σημειώσω ότι καταπιάστηκα πάλι με εκείνη όπως και με την μπάλα για τον Ηρακλή Ξυλοκάστρου. Και αφού συμμετείχα ως διοικητικός για ενάμιση χρόνο εκεί, πήρα την απόφαση με την φυγή μου να ανοίξω εκ νέου το περιοδικό, ένα περιοδικό που άφησε εποχή στα 4 χρόνια της πρότερης κυκλοφορίας του από την Κορινθία, μέχρι να χαρακτηριστεί ως το απόλυτο νεανικό και openmind site σχεδόν σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Η διάθεση πλέον για ποδόσφαιρο και φωτογραφία ήταν ακόμη πιο μεγάλη. Μέχρι στιγμής στα 13 πρώτα αγωνιστικά Σαββατοκύριακα, δεν έχει υπάρξει ούτε ένα χωρίς να έχω πάρει την μηχανή μου και να μην έχω πάει σε κάποιο γήπεδο.

Γιατί το κάνω; Είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί γιατί το έχω πρώτα απαντήσει μέσα μου. Αφενός γιατί έτσι υπάρχει μεγαλύτερη συμμετοχή και περισσότερος κόσμος που διψάει για αθλητισμό επισκέπτεται το revista, αφετέρου γιατί μου αρέσει, το γουστάρω, πως το λένε. Σε μια εποχή μάλιστα που χωρίς χρήμα δεν γίνεται τίποτα, είναι και μια απάντηση πρώτα από όλα στον ίδιο μου τον εαυτό ότι μπορώ να κάνω αυτό που μου αρέσει. Το χόμπι μου, να ξεσκάσω έχοντας συνάμα προσφέρει ότι μπορώ στο κοινωνικό σύνολο.

Και είναι μαγική η υπόθεση φωτογραφία σε ετούτο τον τομέα. Γιατί μένει, φτιάχνει ιστορία. Όχι γιατί γεμίζει το φεισμπουκ με τις στάμπες του εκάστοτε φωτογράφου, αλλά γιατί γεμίζει με φανέλες. Και η φανέλα είναι ότι σημαντικότερο αν το καλοσκεφτείς στο ποδόσφαιρο.

Μπορεί ένας φωτογράφος να υφίσταται την αδικία του να βρίσκεται πίσω από την κάμερα την ώρα που παράγεται ιστορία. Αλλά πιστέψτε με, αυτή είναι και η μεγαλύτερη ικανοποίησή του. Ρωτήστε κι άλλους, το ίδιο ακριβώς θα σας πουν. Ένας υπέροχος χρόνος λοιπόν κύλησε σαν νεράκι και ούτε που πήρα μυρουδιά. Άλλοτε αγχωτικά, άλλοτε με αίσθημα δικαίωσης, κατάφορης αδικίας και άλλοτε χαρούμενα ή λυπημένα. Έτσι όπως ακριβώς κυλάνε τα χρόνια κι εμείς οι ανθρώποι πασχίζουμε να βρούμε έναν τρόπο να σκαλίσουμε σημαδία αθανασίας πάνω στο φθαρτό σώμα και στο όνομά μας. Όσο ουτοπικό ή υστερόβουλο να μοιάζει, έτσι είναι.

Χαίρομαι που έχω πάλι την διάθεση να πηγαίνω στο γήπεδο για τις τοπικές μας ομάδες πρώτα ως θεατής και ύστερα ως δημοσιογράφος και φωτογράφος. Εύχομαι μάλιστα αυτή η χαρά να διαρκέσει. Θέλω κλείνοντας μόνο να τονίσω σε όλους όσους ασχολούνται ενεργά με τον αθλητισμό, να μην πέφτουν στη λούμπα της ματαιότητας. Να μην ρίχνουν το βάρος τους στο φαίνεσθαι και στη δημόσια εικόνα. Δεν έχουν σημασία αυτά. Σημασία έχει να αγωνίζεσαι, μέσα στους αγωνιστικούς χώρους. Αδικίες πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν στον αθλητισμό όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή. Δεν αξίζει να στεκόμαστε σε αυτές και το γράφω ειλικρινά. Αξίζει μόνο να παλεύουμε.

Νίκη είναι μόνο ο αγώνας.

 

Με αγάπη,

ο “φωτογράφος”

Στάθης Ντάγκας

 

Υ.Γ.: Διαχρονικός επίσης ο θαυμασμός μου για την δουλειά του Γιώργου Λιακόπουλου -φωτογραφικά- μέσα στα Κορινθιακά γήπεδα και του Δημήτρη δημοσιογραφικά που ανέφερα ήδη παραπάνω. Το καλό οφείλουμε να το σημειώνουμε.