Ένας διαδικτυακός φίλος μου «άνοιξε τα μάτια» προ ημερών όταν μου αποκάλυψε πως η ζωή μας διαρκεί μόνο χίλιους μήνες. Και αυτό αν φτάσουμε υγιείς 85 ετών. Αλλιώς είναι λιγότεροι. Έχουμε μόνο χίλιους μήνες, στο καλύτερο »σενάριο», και αναρωτιέμαι πόσο εύκολα τους σπαταλάμε. Με έπιασε πανικός σε αυτή τη σκέψη, γιατί »το χώνεψα». Είναι μια αναμφισβήτητη σκληρή αλήθεια, η οποία δεν »μακιγιάρεται».
Με απασχολεί πολύ αυτή η παραδοχή τις τελευταίες ημέρες και πιάνω τον εαυτό μου, ακόμη και χωρίς λόγο, να την »πετάω» και σε συζητήσεις. «Παιδιά έχουμε μόνον χίλιους μήνες από την ημέρα που γεννιόμαστε».
Το προσωπικό μου ημερολόγιο έχει περάσει αρκετά το μισό προσδόκιμο των 85 ετών και συνεπώς μου απομένουν αν φτάσω υγιής στα 85 και αν υπολογίζω σωστά περίπου 360 μήνες.
Τι σας λέω καλοκαιριάτικα τώρα και σας προβληματίζω με τα δικά μου θα αναρωτιέστε; Τελικά όμως δεν είναι και τόσο μεγάλο θέμα. Γιατί εκεί που καθόμουν στην παραλία συνοφρυωμένος για τα χρόνια που περνούν, έρχεται η ζωή και μου δίνει ένα γερό χαστούκι. Τέσσερα αγοράκια, γύρω στα 8 πρέπει να ήταν στην τρίτη με τετάρτη δημοτικού, έστησαν στην άμμο ένα »διπλάκι». Είχα πολλά χρόνια, πάνω από είκοσι, να δω παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο στην παραλία μας. Οι μάγκες έβαλαν για «δοκάρια» τις σαγιονάρες τους και άρχισαν να παίζουν με τόση χαρά που έφτασε μέχρι την ψυχή μου.
Τους χάζευα τους μπόμπιρες για μισή ώρα, που ακούραστοι πλατσούριζαν στο κύμα, έκαναν τάκλινγκ και τρίπλες στην άμμο, σούταραν και ήταν ευτυχισμένοι. Παρακαλούσα να μου έρθει η μπάλα κοντά να τους τη γυρίσω για να νιώσω ένα δευτερόλεπτο κι εγώ παιδί. Και το θαύμα έγινε. Μιά στραβοκλωτσιά έφερε τη μπάλα τους δίπλα μου και πριν «σκάσει» στην άμμο με ένα βολ πλανέ την επέστρεψα. ήταν ευγενικά παιδάκια μου είπαν ευχαριστούμε και τα τέσσερα και το ένα συγγνώμη.
«Παίξτε αγόρι μου όσο θέλετε» τους απάντησα. »Παίξε αγόρι μου» απάντησα στον εαυτό μου που είχε γυρίσει το 1972 όταν ήμουν εκεί που ήταν τα παιδάκια 8 ετών. Όταν μετρούσα πίσω μου μόλις 100 μήνες στη ζωή μου.
Ήθελα να σηκωθώ και να παρακαλέσω τους πιτσιρικάδες να με αφήσουν να παίξω μαζί τους. Ήθελα να γίνω ζητιάνος της νιότης τους. Ήθελα να γευτώ κι εγώ λίγο από το »παγωτό» της ευτυχίας που δεν έχει χρώμα. Είναι αόρατο. Και όπως κάθε παγωτό λιώνει γρήγορα. Συνήλθα αμέσως και αρκέστηκα στο ένα σουτ που έδωσα στη μπλα τους για να την επιστρέψω. Η μπάλα γύρισε, σκέφτηκα, τα παιδικά χρόνια στην παραλία, όμως, έφυγαν ανεπιστρεπτί.
»Ανόητε» μονολόγησα μέσα μου. ‘‘Παραπονιέσαι που είσαι μεσήλικας και ντρέπεσαι να ζητήσεις να παίξεις μπάλα στην παραλία με οκτάχρονα παιδιά. Σκέψου όμως ανόητε κάποιους (ευτυχώς πολύ λίγους) φίλους σου από τη νιότη, συμμαθητές, συμπαίκτες στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, συναδέλφους που δεν είναι καν στη ζωή. Άλλους που έχουν προβλήματα υγείας και δεν μπορούν να είναι στην παραλία. Άλλους που ο τρόπος ζωής τους ή η αμέλεια, τους »μεταμόρφωσε» σε κοιλαράδες και όχι να σουτάρουν τη μπάλα αλλά δυσκολεύονται να περπατήσουν».
Ηρέμησα. Προσευχήθηκα για τα παιδιά όλης της Γης. Χαιρέτησα με ένα νεύμα του χεριού τα παιδάκια της παραλίας που μάλλον δεν μου έδωσαν σημασία και καλά έκαναν. Ανέβηκα χωρίς να λαχανιάσω τα 90 σκαλιά που οδηγούν από την παραλία μας στον δρόμο. Άκουσα την καρδιά μου να χτυπάει, κοίταξα σε ένα καθρέφτη αυτοκινήτου και έχω τα μάτια μου, τα αυτιά μου, τη μύτη μου, όλα μου τα δόντια καθώς και τα μαλλιά μου.
Και συνέχισα να περπατάω με τα δύο μου πόδια για να φτάσω (μακάρι) υγιής ως τα 85 μου. Συνέχισα να ζήσω με αξιοπρέπεια τους υπόλοιπους (μακάρι) 360 μήνες που που απομένουν…
_______________________
Πηγή: aixmi.gr