Ονειρεύομαι τους φίλους μου, του Σαράντου Φράγκου

Τους ονειρεύομαι συχνά, μα πιο πολύ τις μέρες τις γιορτινές. Πρώτους απ’ όλους τους παιδικούς και ξαναζωγραφίζω το τότε, όταν με τα αυτοσχέδια τρίγωνα από λαμαρίνα και οργανέτο με χορδές από μεσινέζα και ηχείο από φλασκί κομμένο στη μέση ξεφαντώναμε στα κάλαντα. Τους ονειρεύομαι όταν είμαι μόνος στην άδεια κάμαρα πίσω από μια σελίδα προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω το μέλλον καθώς περπατάω στο παρελθόν.

Τους νιώθω πλάι μου όταν η ανομβρία απειλεί να στεγνώσει τη σκέψη μου και η ανυπόφορη καθημερινότητα να δέσει τα πόδια μου.

Τους βλέπω όταν κρατώ το σφυρί και τον κασμά, όταν σκάβω τη γη, εκεί που κοπιάζω να δαμάσω την άνυδρη πέτρα καθώς με παροτρύνουν χλευάζοντας εγκάρδια τις αδόκιμες δυνάμεις μου.

Τους καλώ συχνά, εγώ που διαθέτω ένα μόνο στόμα κι ένα ζευγάρι χέρια για τόσα χαμένα πράγματα. Τους καλώ όλους ανεξαιρέτως, πότε με φοβέρες και πότε με παινέματα και τους πιστούς και τους εγκάρδιους και τους ξεχασμένους και τους ”καταραμένους”, ακόμα και τους άσπονδους. Όμως πιο πολύ, εκείνους που έχουν φύγει οριστικά και η σκιά τους εξακολουθεί να με χαρακώνει.

Οι φίλοι μου οι πεζοί ιππότες με τις οργισμένες φωνές που υπόσχονται την πένθιμη ανάσταση.

Οι σύντροφοί μου οι θεράποντες που με καλούν να ξαναοδοιπορήσουμε κι ας μην υπάρχουν έτοιμες οι λύσεις, σε κουτάκια οι απαντήσεις.

“Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,

ούτε έχω απαντήσεις για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου

όμως μπορώ να σ’ ακούσω και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω το παρελθόν ή το μέλλον σου,

όμως όταν με χρειάζεσαι θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματά σου.

Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου να κρατηθείς

και να μην πέσεις”.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ποίημα σε φίλους»

Συμβαίνει κάποτε να βλέπω το χέρι τους το φιλικό, το ανιδιοτελές που απλώνεται να κρατηθώ για να μην πέσω. Άλλοτε το πιάνω και σηκώνομαι, άλλοτε όχι, ίσως από περηφάνια και εγωισμό και προτιμώ να τσακιστώ και να ματώσω. Γιατί συμβαίνει αυτό, επειδή ακόμα δεν έχω προλάβει να τους γνωρίσω καλά-καλά ή μήπως γιατί εκείνοι δε με γνωρίζουν όσο πρέπει;

Τι είναι ο φίλος, είναι ο σύντροφος ή κάτι παραπάνω ή κάτι λιγότερο; Είναι το γιοφύρι ανάμεσα στο σπίτι και τον κόσμο, είναι ο ελευθερωτής των συναισθημάτων που γεννιούνται έξω από την οικογενειακή εστία;

Η φιλία και η συντροφικότητα δε γεννιούνται κατά παραγγελία, γιατί έτσι πρέπει. Τις χτίζουν οι χτίστες στις σκαλωσιές, τις θερμαίνουν στα καράβια οι θερμαστές, τις κουβεντιάζουνε τα βράδια οι πλύστρες όταν χαϊδεύουν τα πρησμένα τους δάχτυλα. Τις γράφουνε οι ποιητές για τα μικρά και τα μεγάλα παιδιά, για να μη φοβούνται το σκοτάδι, για να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο.

Σύντροφος και συντροφικότητα, μια ιδιαίτερη σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεγγύης. Προϋποθέτουν κοινή αφετηρία στο ιστορικό και ιδεολογικό επίπεδο, ταύτιση στόχων και μέσων, κοινή πορεία. Όμως η συντροφικότητα όταν δένεται και με την φιλία γίνεται ακαταμάχητη, βιωματική, πιο αποτελεσματική.

Για το σύντροφο η αλληλεγγύη είναι υποχρέωση, για το φίλο προς το φίλο αυτονόητη πράξη. Για τον επαναστάτη το στεφάνι της αγχόνης σημαίνει ”αγιοσύνη”, για το φίλο ευκαιρία να μπει στη θέση του φίλου. Ο φίλος αγαπά, ο σύντροφος κατανοεί, ο φίλος σε θέλει στο τραπέζι, ο σύντροφος στην κουζίνα. Ο πρώτος σε θέλει στην παρέα, ο δεύτερος και στο πεζοδρόμιο.

Οι φίλοι συνδράμουν για να χτίσουν το σπίτι του φίλου, ο σύντροφος συνδράμει στο να χτιστούν όλα τα σπίτια εκτός απ’ το δικό του. Για το δικό του ίσα-ίσα μια κασόπορτα προφταίνει να φτιάξει όπως μας ιστορεί ο Μπρεχτ στις ”Ιστορίες” του.

Η φιλία και η συντροφικότητα είναι μια διαδικασία μύησης, μια ορφική δοκιμασία. Κοιτώντας γύρω μας βλέπουμε πολλούς- τους περισσότερους- να μην έχουν φίλους όπως δεν έχουν και οχτρούς. Να είναι μόνοι και αποκομμένοι, τμηματικοί, φυλακισμένοι σε σπιρτόκουτα, σπαράγματα του ανελέητου φόβου και της δυσπιστίας προς τον άλλον. Βλέπουμε φιλίες να μετατρέπονται σε έρωτες αλλά σπάνια και το αντίστροφο, χαμένες φιλίες με τον κυνισμό και τον πόνο να πρυτανεύουν.

Την ώρα της περισυλλογής θυμόμαστε τις παλιές φιλίες του χαβαλέ και της βαβούρας, της παρέας, τότε που η φιλία μοίραζε συναισθήματα χωρίς να τα ιδιοποιείται κανένας. Τότε στα νεανικά χρόνια που άνοιγε για πρώτη φορά η φιλία και κατέγραφε ονόματα και πρόσωπα, λόγια και πράξεις. Και όσο περνάνε τα χρόνια, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, έχουμε προδώσει ή έχουμε προδοθεί από φίλους. Βλέπουμε παρέες να διαλύονται και τους καλύτερους νεανικούς φίλους να μεταστρέφονται σε μακρινά φαντάσματα της ενήλικης ζωής.

Ο Γ. Σεφέρης επιμένει. «Δεν τους γνωρίσαμε» τους φίλους.

Δεν τους γνωρίσαμε

ήταν η ελπίδα στο βάθος που

έλεγε

πως τους είχαμε γνωρίσει από

μικρά παιδιά.

Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι

έπειτα πήραν τα καράβια,

φορτία κάρβουνο, φορτία

γεννήματα, κι οι φίλοι μας

χαμένοι πίσω από τον ωκεανό

παντοτινά.

Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην

κουρασμένη λάμπα

να γράφουμε αδέξια και με

προσπάθεια στο χαρτί,

πλεούμενα, γοργόνες ή κοχύλια

το απόβραδο κατεβαίνουμε στο

ποτάμι

γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη

θάλασσα,

και περνούμε τις νύχτες σε

υπόγεια που μυρίζουν κατράμι .

Γ. Σεφέρης, «Δεν τους γνωρίσαμε»

Τι είναι εκείνο που διαλύει τη φιλία, η αδιαφορία, ο ανταγωνισμός; Γιατί εγκαταλείπουμε φίλους, γιατί φίλοι μας εγκαταλείπουν; Γιατί υπάρχει τόσο λίγη φιλία στον κόσμο; Ίσως γιατί η φιλία είναι εξάρτηση μα και διαθεσιμότητα, γενναιοδωρία μα και στέρηση. Ένας σπουδαίος καλλιτέχνης έχει πει. ” Κάθε φορά που φτιάχνω ένα έργο τέχνης, χάνω και έναν φίλο.”

Ο Γ. Ιωάννου είναι ακόμα πιο απαισιόδοξος.

Όσο να δέσει κάποιος μέσα μου

έχει πεθάνει.

Αλλάζω τις φιλίες σαν πουκάμισα,

αλλάζω δουλειές, αλλάζω γνώμες.

Πάντα το μάτι μου αλλού

μόλις ακούσω ναι- έτοιμος να σαλπάρω.

Κι η μοναξιά μου πάντα μοναξιά

κι ο πανικός ρεύμα που με τινάζει.

Γ. Ιωάννου, «Γύρω μου νύχτα μέρα»

Να μην υπάρχουν πλέον φιλίες και δυνατά πάθη, να τα κονιορτοποίησε και αυτά η πλανητική καπιταλιστική κυριαρχία, να τα κατακερμάτισε η μεταμοντέρνα συνθήκη; Ή μήπως κάπου βαθιά σιγοβράζουν; Γιατί το πάθος που συνοδεύει τη φιλία και τη συντροφικότητα είναι ένα από τα εσωτερικά συστατικά μας, δεν είναι ο εκφυλισμός του σε βία, αλλά η αναγνώριση και ο σεβασμός της ανθρώπινης συγκίνησης.

Πάθος στη φιλία και τη συντροφικότητα σημαίνει ψυχικό σθένος που το εκδηλώνουν πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουν οι παρίες της ανθρώπινης πολιτείας, όλοι εκείνοι οι καρτερικοί προσκυνητές της δικαιοσύνης που υπερβαίνουν τα ημέτερα θέλω τους και μοιράζονται την κοινότητα και το εμείς.

Η φιλία εμπλουτίζει και εξισορροπεί το πάθος και την εμπειρία και μας ναυτολογεί στο καράβι του χρόνου που ταξιδεύει στο σύμπαν το άπειρο, το ατελεύτητο.

Αυτό το ανιδιοτελές πάρε-δώσε, δεν ισχύει στην περίπτωση της πολιτικής και της διπλωματίας. Η εξουσία δε γνωρίζει από φιλίες. Εκείνο που γνωρίζει είναι προδοσίες, μεταμέλειες και αποσκιρτήσεις. Εκείνο που γνωρίζει είναι μόνο πτώματα που γεννά η κατάχρηση και εγκαταλειμμένα οδοφράγματα που σκορπά η κτηνώδης δύναμη.

Ορφανεύουμε όταν χάνουμε φίλους, γιατί χάνουμε χρώματα και αισθήματα, νοήματα και ουσίες. Γιατί χάνουμε χρόνο απολεσθέντα και μη αναπληρούμενο.

Η φιλία νομιμοποιείται μόνον όταν αποδίδει καρπούς, συμπάθειες και συνάφειες, όταν γίνεται η αιτία για να γίνεσαι αποδεκτός και συνάμα να αποδέχεσαι τη μοναδικότητα του άλλου. Τότε που σου λέει πως συμφωνείς ότι διαφωνείς με φαντασία και γενναιοδωρία.

Το πανηγύρι της είναι ο διάλογος, η κουβέντα, μα άλλο τόσο και η σιωπή. Αυτό που συμβαίνει συχνά όταν είμαστε μαζί χωρίς να λέμε τίποτα. Αυτό το προσκύνημα που βιώνουμε, αυτόν το σεβασμό όταν μιλάνε τα μάτια. Όχι στην πάρλα για την πάρλα, όχι στείρες λέξεις για τις λέξεις, όχι παρλαπίπες και παπαγάλοι μα φιλόσοφοι της σιωπής. Γιατί η φιλία και η συντροφικότητα, αυτό το κανάλι ανάμεσα στην κοινή και την ατομική ζωή, διεκδικούν φορές τη μοναξιά τους για να κερδηθεί αυτό το κάτι παραπάνω απ’ το συνηθισμένο.

Παρ’ ότι αδύναμοι και ατελείς, ανοργάνωτοι και ηττημένοι, πιστεύουμε χωρίς αιδώ σε μια κοινωνία όπου μια άλλη μορφή φιλίας θα ανήκει στην κοινή ζωή μας, θα μας λυτρώνει και απελευθερώνει. Τότε που θα αναγνωρίζουμε τα όριά μας και ταυτόχρονα θα τα μοιραζόμαστε. Τότε που θα μπορούμε να είμαστε και μόνοι και πλούσιοι από φίλους.

Όσο κι αν τα χρόνια περνάνε, η φιλία παραμένει βράχος κι ας διαπιστώνουμε την παρακμή παλαιών φίλων , την ενσωμάτωση πρώην αγαπημένων συντρόφων. Όσο κι αν τρεμοφέγγει στο λυκόφως η πρώτη μας νιότη, μας καλεί και πάλι, παρ’ ότι οι ώριμες δεκαετίες βαραίνουν την πλάτη, έστω και μέσα στην καταχνιά, να θυμηθούμε συνάφειες και συντροφικότητες, να ξαναγίνουμε παρέα, ομάδα, φουρνιά, συλλογικότητα. Για να δρέψουμε και πάλι πάθη, να ξαναθερίσουμε εξεγέρσεις.

Φιλία και συντροφικότητα, αυτό το δίχτυ προστασίας που λείπει, καθώς μοιάζουμε φορές με θερισμένα χορτάρια, με ξεριζωμένα λιθάρια, με πέλαγο από παράπονα που μας πνίγουν. Όμως ακόμα κι έτσι, ακόμα και με σκουριασμένες τις άγκυρες στα σπλάχνα μας, οι φίλοι οι γκαρδιακοί, οι μπιστικοί σύντροφοι, όλοι, παρόντες και απόντες υπόσχονται το βαπόρι, εκείνο το μεθυσμένο, το χαρωπό, το στολισμένο με τις σημαίες μας.

Η φιλία παραμένει ακριβή γι’ αυτό και ποθητή, είναι μέρες που κρύβεται και δεν ομολογεί, είναι ο φύλακας-άγγελός μας επί γης που τραγουδάει μια νότα μαγική όπως η καρδερίνα. Καμιά φορά κυλάει σαν μοιρολόι όπως της θλίψης το κρασί όταν η νύχτα μας κάνει δικούς της, εκεί που ξαγρυπνούμε για έρωτα ή και για θάνατο.

Μέρες γιορτινές τούτες οι μέρες, ανάμεσα σε πραιτοριανούς και κόλακες που ολοένα και φτηναίνουν τη χαρά και τη σάρκα που παράγουν ντροπές και ατιμώσεις. Μέρες γιορτινές που σέρνονται βαρετά όπως τα ζώα που νυστάζουν στο λιοπύρι. Όμως η φιλία και η συντροφικότητα, όπως το λυχνάρι, τις ομορφαίνουν. Ομορφαίνουν τα τραγούδια μας κι ας εξακολουθούν να στάζουν αίμα και βαρύν ιδρώτα, ομορφαίνουν τα παιδιά τα προσφυγόπουλα που ψάχνουν στα σκουπίδια την άνοιξη την πετροβολημένη.

Φιλία και συντροφικότητα, ολόκληρες, όχι σε δόσεις και αναλόγως περιστάσεων, ολόκληρες γιατί ολόκληρος είναι ο κόσμος που λείπει, ο κόσμος ο μπροστά, ο κόσμος μας.

Τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο δεν είναι φόβος,

τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,

και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός

γιορτάζοντας τα μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του…

Από την «Ειρήνη» του Γ. Ρίτσου.

Πηγή: https://www.kommon.gr