Το καλοκαίρι ξεκινούσε από του Αηλιός και ύστερα να λαμβάνει μια άλλη μορφή στο βουνό, λίγο κοντινότερη προς το φθινόπωρο έστω κι αν δεν ήταν ακριβώς έτσι. Το απόγευμα ο ήλιος, κάθε ημέρα, έπεφτε όλο πιο νωρίς και όταν έφθανε το βράδυ, ήθελες στα σίγουρα τη ζακετούλα σου καθώς και μια κουβερτίτσα για τον ύπνο. Τα πρόβατα και τα γίδια είχαν από λίγο καιρό σταματήσει να φέρνουν γάλα, βρίσκονταν τώρα στις γόνιμες ημέρες τους κι εκείνα, όμως η γιαγιά, το γάλα που ήθελε το είχε κρατημένο (στα πρότερα χρόνια όλο και κάποια κατσικούλα έμενε πίσω να κατεβάζει γάλα αφού καταψύκτες δεν συναντούσες εύκολα).
Ήταν η ώρα και η εποχή για την σπιτική παραγωγή χυλοπιτών, τραχανά και τουτουμακίων! Από νωρίς το πρωί για περίπου δύο ημέρες, μέχρι το απόγευμα, γιαγιά, θείες, εγγόνια και λοιποί συγγενείς, καταπιανόμαστε στο ζύμωμα και το άπλωμα τους. Να σημειωθεί πως ο τραχανάς και όλη αυτή η παραγωγή ήθελε ολόκληρη ιεροτελεστία, έτσι ώστε όταν θα τοποθετούνταν στο μπολάκι ή τα βάζα για το χειμώνα να είναι άρτιος. Φύλλα που απλώναμε στον ήλιο την ημέρα με ειδικά τούλια για τα ζιζάνια, αλλά και σε όλα τα κρεβάτια του σπιτιού για τη νύχτα, σε τραπέζια, καναπέδες, ταράτσες και καρέκλες. Δεν ήταν εύκολη διαδικασία, όπως εύκολη δεν ήταν καμία παραγωγή εκείνα τα χρόνια. Ήταν όμως υπέροχη, συνεργατική, καθαρή, αγνή και άκρως κοινωνική. Είχε μέσα της τη χαρά της δημιουργίας από το μηδέν, είχε μέσα της κάτι μαγικό που δεν υπάρχει πια και δεν θα υπάρξει ποτέ πάλι.
Αργότερα θυμάμαι ότι με παρόμοιους τρόπους αποξηραίναμε τα δαμάσκηνα από τη δαμασκηνιά της αυλής που έκανα τραμπάλα, τα σύκα προς τα τέλη του Αυγούστου, όπως και πολύ νωρίτερα τη ρίγανη , σε ματσάκια κρεμασμένη ανάποδα από την κληματαριά, να μοσχοβολάει τις νύχτες και να σε ταξιδεύει το άρωμά της σε άλλους τόπους που δεν είδες.
Θυμάμαι πολλά πράγματα από εκείνο το όχι και τόσο μακρινό μα τόσο άγνωστο πια παρελθόν και με τραβάει εκεί μια άγια νοσταλγία. Για ότι ζήσαμε και πέρασε σαν το δροσερό νεράκι που κυλάει κάτω από τον πλάτανο, που τρέχει και το χάνεις..
Σ. Ν. “Chinaski”