Το ματς είχε μόλις τελειώσει. Έπειτα από την παράταση και τα πέναλτι, όπου η αγωνία είχε χτυπήσει κόκκινο και καρδιές πήγαν να σπάσουν, ήρθε η αναπάντεχη πρόκριση στην επόμενη φάση του θεσμού. Επρόκειτο φυσικά για μια αναπάντεχη πρόκριση, για μια επικράτηση σαν να λέγαμε του Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ, ή τέλος πάντων κάπως έτσι.
-Ρε μαλάκα εσύ κλαις! Κλαις ρε συ;
Και αλήθεια έκλαιγε, δεν μπορούσε να το ελέγξει. Ίσως να ήταν και ο μόνος πριν την έναρξη του παιχνιδιού που είχε πιστέψει σε αυτή την εξέλιξη. Περιέργως ή όχι είχε πιστέψει, βαθιά προσηλωμένος στην ιδέα που εξέφραζε η φανέλα της ομάδας που υπηρετούσε, με όποιον τρόπο εκείνος μπορούσε, ότι τίποτα δεν ήταν ακατόρθωτο. Και όντως τίποτα δεν ήταν.
Ακόμη όμως και εκείνοι οι άνθρωποι που βουρκώνουν ή κλαίνε στη σκέψη μιας ιδέας, μιας φανέλας και της ιστορίας της, σε ετούτη τη μεριά της γης δεν έχουν αποδοχή. Κυρίως υπάρχουν κύκλοι οι οποίοι δεν τους θέλουν να υπάρχουν στα πόδια τους, να τους χαλάνε την “πιάτσα”, να κάνουν τα πράγματα με τον ρομαντικό τρόπο σε μια εποχή που υπάρχει μόνο σκοτεινιά. Ακόμη και αυτοί οι άνθρωποι, σε ετούτη τη μεριά της γης, δεν έχουν την παραμικρή τύχη να δουν τα όνειρά τους για ανιδιοτέλεια να πραγματοποιούνται.
Όμως αυτή η μικρή ιστοριούλα δεν γράφτηκε για να αναθεματίσει, ούτε για να καταδείξει πράγματα από αιώνες γνωστά και από καιρού εις καιρόν παγιωμένα. Η μικρή μας ιστορία σημειώθηκε για τους ρομαντικούς. Και μόνο. Που υπάρχουν εκεί έξω και κάποτε θα αποτελέσουν το ξεκίνημα ενός νέου κόσμου, πολύ πιο ελπιδοφόρου από εκείνου που μας φόρεσαν σαν στενά ξυλοπάπουτσα οι φωστήρες.