Στη Δύση υπήρξε πανικός, όταν οι μετανάστες πολλαπλασιάστηκαν στις εθνικές οδούς. Οι κατέχοντες ιδιοκτησία ήταν τρομοκρατημένοι για την ιδιοκτησία τους. Άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν πεινάσει είδαν τα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που ποτέ δεν τους έλειψε κάτι πολύ, είδαν την αναλαμπή της στέρησης στα μάτια των μεταναστών. Και οι άντρες των πόλεων και των ήπιων προαστιακών περιοχών, συγκεντρώθηκαν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· και διαβεβαίωσαν τους εαυτούς τους ότι αυτοί ήταν οι καλοί και οι εισβολείς κακοί, όπως πρέπει να κάνει ένας άντρας πριν πολεμήσει. Είπαν, ότι αυτοί οι καταραμένοι Okies (οι καταγόμενοι από την Οκλαχόμα) είναι βρώμικοι και ανίδεοι. Είναι εκφυλισμένοι και μανιακοί σεξουαλικά. Οι καταραμένοι Okies είναι κλέφτες. Θα κλέψουν τα πάντα. Δεν έχουν καμία αίσθηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Και το τελευταίο ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος χωρίς ιδιοκτησία να ξέρει τον πόνο της ιδιοκτησίας; Και οι υπερασπιζόμενοι, είπαν, φέρνουν ασθένεια, είναι βρώμικοι. Δεν μπορούμε να τους έχουμε στα σχολεία. Είναι ξένοι. Πως θα σου φαινόταν να έχεις την αδερφή σου να βγαίνει με έναν από αυτούς;
Οι ντόπιοι μπήκαν γρήγορα στο καλούπι της σκληρότητας. Έπειτα σχημάτισαν μονάδες, αποσπάσματα και τα όπλισαν –με ρόπαλα, με βενζίνη, με όπλα. Μας ανήκει η περιοχή. Δεν μπορούμε να αφήσουμε αυτούς τους Okies να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Και οι άνδρες που ήταν οπλισμένοι δεν κατείχαν τη γη, αλλά νόμιζαν ότι την κατείχαν.
Και οι μετανάστες ξεχύνονταν στις εθνικές οδούς και η πείνα τους, ήταν στα μάτια τους, και η ανάγκη τους ήταν στα μάτια τους. Δεν είχαν κανένα επιχείρημα, κανένα σύστημα, παρά μόνο τον αριθμό τους και τις ανάγκες τους. Όταν υπήρχε δουλειά για έναν άνθρωπο, δέκα άνδρες πολεμούσαν γι αυτήν – πολεμούσαν με το χαμηλό μεροκάματο. Αν αυτός ο τύπος δουλεύει για τριάντα σεντς, θα δουλέψω για είκοσι πέντε. Αν θα πάρει είκοσι πέντε, θα το κάνω για είκοσι.
Όχι, εγώ, είμαι πεινασμένος. Δουλεύω για δεκαπέντε. Δουλεύω για φαγητό. Τα παιδιά. Θα ’πρεπε να τα δείτε. Όλο βγάζουν σπυριά, και δεν μπορούν να τρέξουν. Δώστους κάποια απροσδόκητα φρούτα, και φουσκώνουν. Εγώ, θα δουλέψω για ένα μικρό κομμάτι κρέας.
Και αυτό ήταν καλό, γιατί οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές έμεναν ψηλά. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες ήταν ευτυχείς και έστελναν περισσότερα φεϊγβολάν για να φέρουν περισσότερους ανθρώπους και οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές παρέμεναν πάνω. Και πολύ σύντομα τώρα θα έχουμε και πάλι δουλοπάροικους.
Και τώρα οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι εταιρείες εφεύραν μια νέα μέθοδο. Ένας μεγαλοϊδιοκτήτης αγόραζε ένα κονσερβοποιείο. Και όταν τα ροδάκινα και τα αχλάδια ήταν ώριμα, έκοβε την τιμή των φρούτων κάτω από το κόστος παραγωγής τους. Και ως ιδιοκτήτης κονσερβοποιείου πλήρωνε ο ίδιος μια χαμηλή τιμή για τα φρούτα και διατηρούσε την τιμή των κονσερβοποιημένων προϊόντων ψηλά και έπαιρνε το κέρδος του. Και οι μικροί αγρότες οι οποίοι δεν είχαν κονσερβοποιεία έχαναν τα χωράφια τους, και τους τα έπαιρναν οι μεγαλοϊδιοκτήτες, οι τράπεζες και οι εταιρείες οι οποίες, επίσης, είχαν τις κονσερβοποιείες. Καθώς περνούσε ο καιρός, υπήρχαν λιγότερες φάρμες. Οι μικροί αγρότες μετακόμιζαν στην πόλη για λίγο και εξαντλούσαν το βερεσέ τους, εξαντλούσαν τους φίλους τους, τους συγγενείς τους. Κι ύστερα κι αυτοί πήγαιναν στις εθνικές οδούς. Και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με άνδρες λιμασμένους για δουλειά, δολοφονικούς για δουλειά.
Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. Οι σιταποθήκες ήταν γεμάτες και τα παιδιά των φτωχών μεγάλωναν ραχιτικά, και τα σπυριά της πελλάγρας διογκώνονταν στα πλευρά τους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή. Και χρήματα που θα μπορούσαν να έχουν πάει σε μεροκάματα πήγαιναν για βενζίνη, για όπλα, για πράκτορες και κατασκόπους, για μαύρες λίστες, για περιπολίες. Στις εθνικές οδούς οι άνθρωποι κινούνταν σαν τα μυρμήγκια και έψαχναν για δουλειά, για φαΐ. Και η οργή άρχισε να αναβράζει.
Πηγή: 3pointmagazine.gr