Όταν έδινα πανελλήνιες..

Καλησπέρα! Όσοι διαβάσετε τον παρακάτω παραλογισμό, ιδιαίτερα αν είσαστε τελειόφοιτοι του Λυκείου και ξεκινάτε πανελλαδικές την Παρασκευή, μη του δώσετε ιδιαίτερη σημασία, θεωρήστε το μια χιουμοριστική παρένθεση. Άλλωστε δεν πρόκειται για τη δική σας ζωή αλλά για την δική μας, ε και αυτή έχει πια πάρει το δρόμο της λίγο πολύ.

Από το πρωί μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα μου το 2001, το 2001 μαλάκα, να ετοιμάζομαι για πανελλήνιες εξετάσεις. Να ετοιμάζομαι…

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Η δική μου γενιά ήταν αυτή που σήμερα ονομάζουμε με τεράστια περηφάνια (λαλακίες), η γενιά του ’90. Τη δεκαετία αυτή συνέβησαν πολλά πράγματα και νομίζω γι’αυτό βγήκαμε όλα έτσι πυροβολημένα. Ίσως να φταίει και λίγο νωρίτερα το Τσερνόμπιλ με τον αντιδραστήρα που σκόρπισε τον όλεθρο, ίσως να φταίει η επανάσταση της ιδιωτικής τηλεόρασης και οι live πόλεμοι στα δελτία των 20:30, ίσως η άνθιση της ποπ κουλτούρας που μας ήρθε εισαγώμενη ως αποτέλεσμα των παραπάνω, ίσως το ΠΑΣΟΚ, ίσως η ΝΔ… δεν ξέρω βασικά τι μπορεί να φταίει. Το μόνο σίγουρο είναι πως παρότι μου τη σπάει που μεγαλώνω, δεν θα άλλαζα με τίποτα την ημερομηνία γέννησής μου, ούτε όλη αυτή την εποχή των παιδικών και εφηβικών χρόνων για το σήμερα και για κανένα σήμερα.

Η τρίτη λυκείου ξεκίνησε στην τουριστική κωμόπολη μας το Ξυλόκαστρο με μια τραγική απώλεια, δεν θα επεκταθώ σε αυτό. Πριν από την αφετηρία αυτής της σεζόν όλα είχαν τελειώσει ονειρικά για το σύνολο των συμμαθητών μου. Οι περισσότεροι ήμασταν ένα μάτσο αλητάκια παλαιάς κοπής, όμως παραδόξως, ήμασταν και εξόχως έξυπνα και διαβασμένα βλαμμένα ως και καλοί μαθητές ακόμη. Πήγαινε το 20 στεφάνι από τη μια μεριά, ενώ από την άλλη κοβόμασταν από τις απουσίες. Να, αν έχετε αμφιβολίες, εδώ είναι οι καθηγητές στο fb ρωτήστε τους. Από πιτσιρίκια διαβάζαμε βιβλία και ακούγαμε ωραίες μουσικές και με την έλλειψη του ίντερνετ κάναμε πολλή παρέα. Ναι, μιλούσαμε και συζητούσαμε για τα πάντα, πηγαίναμε βόλτες, κάναμε μπάνιο μαζί στη θάλασσα, κλείναμε ραντεβού από το σταθερό τηλέφωνο ή από κοντά, την πέφταμε στα κορίτσια στα ίσα χωρίς μηνύματα (τα κινητά ότι είχαν κάνει την εμφάνισή τους), γράφαμε γράμματα, παίζαμε μπάλα και μπάσκετ, γενικά ήμασταν εξωστρεφείς και επικοινωνούσαμε. Τόσο άσχημα ήταν τα πράγματα.

Στο μυαλό μας δεν υπήρχε τόσο έντονα η επαγγελματική αποκατάσταση. Δουλεύαμε ήδη όλοι λίγο – πολύ μερικά καλοκαίρια τώρα, οικονομική κρίση δεν υπήρχε κι έτσι πηγαίναμε σχολείο μέχρι και την τελευταία ημέρα πριν τις εξετάσεις. Τα μαθήματα τα συζητούσαμε με τους καθηγητές, είχαμε ενστάσεις, δεν την αφήναμε έτσι την ιστορία, τη συγκρίναμε. Τέλος πάντων όλα τα παραπάνω μέχρι την 3η λυκείου είπαμε. Εκείνη η χρονιά όμως δεν ξεκίνησε καθόλου καλά. Ως εκ τούτου για αρκετούς από εμάς δεν τελείωσε και καλά. Απουσίες, τσακωμοί, αδιαφορία.. μας είχε χτυπήσει η εφηβεία κάπως αργά στο κεφάλι. Μερικοί βαπτίσαμε κιόλας εκείνη τη χρονιά ως αντίδραση στο εκπαιδευτικό σύστημα που όλο άλλαζε και πάντα παρέμενε ίδιο. Εποχές υπουργού Ευθυμίου για όσους θυμούνται κλπ. Ίσως τελικά να ήταν όντως αντίδραση. Για εμένα πάντως ήταν.

Δύο ημέρες πριν το ξεκίνημα των εξετάσεων αποφάσισα να ανοίξω το βιβλίο. Σαν σήμερα δηλαδή, να κάνω την επανάληψή μου. Δεν θυμάμαι ποιο ήταν το πρώτο μάθημα που δίναμε. Μάλλον ήταν βιολογία. Ξαφνικά ανακάλυψα ότι δεν είχα βιβλίο! Και να φανταστεί κανείς ότι μου άρεσε η βιολογία και ότι έγραψα και υπέροχα κιόλας. Δεν είχα βιβλίο λοιπόν και δεν είχα ιδέα που βρίσκονταν. Χωρίς να χάσω χρόνο ξεκίνησα τα τηλέφωνα και ευτυχώς είχε ένα βιβλίο με τις απαραίτητες σημειώσεις ο κολλητός μου ο Ζάχος. Πήγα το πήρα και ξεκίνησα την επανάληψη. Την επόμενη ημέρα, παραμονές της έναρξης των παννελαδικών, από το πρωί με είχε φάει το άγχος για το τι θα γίνει τελικά και πως θα πω στους δικούς μου ότι πάτωσα, εγώ, ένα τόσο καλός μαθητής κατά το παρελθόν. Επειδή είχα αγχωθεί αρκετά το μεσημέρι είπα να κοιμηθώ λίγη ωρίτσα και το απόγευμα σηκώθηκα να συνεχίσω. Δεν ήταν γραφτό όμως να προετοιμαστώ κατάλληλα για το πρώτο μάθημα των πανελληνίων. Λίγη ώρα αργότερα ο φίλος Ζάχος με πήρε τηλέφωνο και μου ανακοίνωσε πως το μονάκι στο μπάσκετ είχε κανονιστεί με την υπόλοιπη αληταρία στο δεύτερο δημοτικό. Αυτό ήταν, δεν έχασα ούτε στιγμή. Παίζαμε μπάσκετ σαν να μην υπήρχε αύριο εκείνο το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ. Να σημειώσω πως ποτέ μου δεν απόλαυσα άλλο παιχνίδι τόσο όσο εκείνη την ημέρα. Γύρισα σπίτι κατάκοπος, έκανα μπάνιο και κοιμήθηκα. Οι εξετάσεις τελείωσαν ύστερα από κάποιο καιρό, τα αποτελέσματα βγήκαν, είχα πατώσει. Ξαναέδωσα την ερχόμενη χρονιά, όχι με περισσότερο διάβασμα αλλά πιο οργανωμένα. Τα κατάφερα πολύ καλύτερα. Πάλι με μπασκετάκι στο πρόγραμμα.

Εκείνο το μονάκι στο δεύτερο δημοτικό ένα απόγευμα στις αρχές Ιουνίου του 2001 δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Κάποιοι θα πουν πως ήμασταν αυτοκαταστροφικοί. Μπορεί να έχουν δίκιο, μπορεί τα πράγματα σήμερα να ήταν διαφορετικά αν εκείνη τη χρονιά την χάναμε διαβάζοντας, αν δουλεύαμε περισσότερο πάνω από το θρανίο, αν μας ένοιαζαν λίγο παραπάνω οι βαθμοί. Δεν θα άλλαζα όπως ξαναέγραψα παραπάνω όμως τίποτα από εκείνες τις αποφάσεις, καμία από εκείνες τις ημέρες, για την μεγαλύτερη επιτυχία του κόσμου. Μπάσκετ παίζαμε μέτριο και στη ζωή μπορεί να παιδευτήκαμε λιγάκι αλλά χαλάλι.

Όπως σημείωσα στην αρχή του παραλογισμού, οι υποψήφιοι που ξεκινούν την Παρασκευή να μη δώσουν σημασία. Η προσπάθεια τους είναι σπουδαία, των γονιών τους, των δασκάλων τους. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει και στην Ελλάδα του 2019 η βαθμοθηρία μοιάζει με μονόδρομο. Καλή επιτυχία λοιπόν με δύναμη και ότι κι αν συμβεί να μη σκύψετε το κεφάλι ποτέ, κι όπως έλεγε και ο παππούς ο Στάθης… “οι άξιοι δεν χάνονται..”.

  • Το κειμενάκι είναι αφιερωμένο στον Νικόλα τον συμμαθητή μας που αν έδινε πανελλαδικές θα τα πήγαινε περίφημα.

©revistakias – Ιούνιος 2019