Ο Σ.Ν. "Chinaski" επιθυμεί να διατηρήσει το τετράδιο του γεμάτο με διάφορες ιστορίες. Λογοτεχνία, προσπάθεια έκφρασης, φωτογραφίες, μουσική και διάφορα άλλα που κάνουν τη ζωή να κυλάει πιο ανάλαφρα. Στείλτε κι εσείς τις δικές σας ιδέες, με χαρά του να τις φιλοξενήσει.
Είχα πει θα φύγω εγώ, το ξέρω. Ουσιαστικά εγώ έφυγα δηλαδή χωρίς ωστόσο να γνωρίζω για που. Είχα αποφασίσει να μαζέψω μερικά κομμάτια, να συνθέσω ξανά κάτι και να φύγω. Η στασιμότητα λέει δεν κάνει καλό στην υγεία και σίγουρα είχα την ευκαιρία να το βιώσω. Δεν κάνει καλό. Ούτε να κλειδώνει κάπου το μυαλό, ούτε να περιμένεις το αύριο, ούτε να ελπίζεις ελπίδες που δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Σε κάποια σημείωση του ο Χεμινγούει – που ξέχωρα από τα υπόλοιπα υπήρξε θαυμάσιος συγγραφέας και δεν το λέω εγώ αλλά εκείνοι που ξέρουν – έγραφε: “Μια ημέρα δεν είναι καλή πια όταν περιμένει το αύριο” ή τέλος πάντων κάπως έτσι. Έλα λοιπόν εσύ και βάλε το αυτό στο νου το δικό μου και το δικό σου. Εδώ ούτε ο ίδιος δεν τα κατάφερε και κατέληξε όπως είχε καταλήξει.
Κι έφυγα. Δεν πήρα τίποτα μαζί όμως λησμόνησα να αφήσω πίσω τη “φυλακή” μου. Την κουβαλούσα εντός. Έτσι λοιπόν μετά από λίγο, κατανόησα πικρά πως όπου κι αν πας, όπου και αν γυρίζεις, αν ξεχάσεις να αφήσεις πίσω σου την “φυλακή” ελεύθερος δεν θα’σαι.
Τώρα κάθομαι εδώ και προσπαθώ να μην περιμένω πάλι την αυριανή ημέρα να είναι καλή. Προσπαθώ να φτιάξω τη σημερινή. Προς το παρόν δεν έχω καταφέρει τίποτα. Αλλά αυτό είναι προς το παρόν. Ίσως σε λίγο.
Πήρα στα χέρια μου τις εξετάσεις και ακόμη ήταν πρωί. Είχα ξυπνήσει ναι, όμως ποτέ δεν είναι αρκετά ημέρα για τέτοια πράγματα και δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε πως το εννοώ. “Όλα τέλεια” μου λέει η μικροβιολόγος “ετούτη τη φορά”. “Έχεις καταφέρει να κρατήσεις μια καλή υγεία, αλλά, για πες μου, πότε κοίταξες τελευταία τον θυροειδή σου”; Ο θυροειδής είναι, από όσα έχω μάθει τα προηγούμενα χρόνια μέχρι σήμερα, ένας αδένας ιδιαιτέρως σημαντικός για τη λειτουργία του οργανισμού. Ένα “μηλαράκι” κάπου εκεί κοντά στη βάση του λαιμού, εσωτερικά, το οποίο ρυθμίζει βιολογικές μα και πολλές φορές ακόμη και συναισθηματικές ή νοητικές – ψυχολογικές εργασίες. Κάπου εδώ, με την ευκαιρία της -πέρασε απ’ έξω και δεν ακούμπησε – ιατρικής ανάλυσης που επιχειρήθηκε παραπάνω, να σημειώσω ότι το συγκεκριμένο όργανο το έχω αγαπήσει. Ναι, καλά διαβάσατε. Ο λόγος δεν είναι άλλος από τη ποικιλία των όσων προσφέρει ή δεν προσφέρει, και ακόμη περισσότερο, χωρίς να θέλω να σας φανώ παράξενος, για την ιδιοτροπία του. Γιατί σου λέει πως όταν νιώθει ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά με το περιβάλλον, με το μυαλό σου, την τοξικότητά, το dna, με την κληρονομιά και την τύχη σου τη μαύρη, γυρνάει και επιτίθεται στον εαυτό του! Γυρνάει και επιτίθεται στον εαυτό του, με τέτοιο τρόπο και τόσο βίαιο που μερικές φορές, σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν υπάρχει άλλος εαυτός του για να επιτεθεί. Εδώ δηλαδή μιλάμε για το πλέον χρήσιμο μα παράλληλα αυτοκαταστροφικό όργανο του ανθρώπινου οργανισμού.
Έκλεισα το χαρτί, χαμογέλασα ευγενικά και αποχώρησα από το μικροβιολογικό εργαστήριο. Καρφωμένη στο μυαλό μου η έκφραση της ιατρού, αλλά και μια ανάμνηση ότι εσχάτως όλο πνίγομαι. Ακόμη και οι μπλούζες που φοράω με πνίγουν. “Έχω την αίσθηση ότι έχεις αναπτύξει όζους, καθότι όλες οι υπόλοιπες μετρήσεις πλην των αντισωμάτων είναι οκ”, “γι’ αυτό να το δεις άμεσα καθώς δεν ξέρουμε σε τι μπορεί να εξελιχθεί”. Μπήκα στο αυτοκίνητο και προχώρησα στη δουλειά μου. Σταμάτησα στο μαγαζάκι που αγοράζω καφέ όπως κάθε ημέρα, χωρίς πολλά λόγια αυτή τη φορά και κάπως σκεπτικός. Έπειτα όμως από λίγη ώρα και καθώς ταξίδευα, άρχισα να νιώθω πάλι εκείνη την αγάπη για το θυροειδή αδένα μου. Μα πως τα καταλαβαίνει όλα αυτό το σκοροφαγωμένο πια μηλαράκι; Πως γίνεται όταν δεν είμαι καλά ψυχολογικά, όταν για κάποιο διάστημα νιώθω θλίψη, απόγνωση και βασανιστικές σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου, εκείνο να επιτίθεται στον εαυτό του με τόση δύναμη; Τι θέλει να μου διδάξει; Κι αν δεν θέλει ή δεν έχει σκοπό να μου προσφέρει μάθηση, τι πιστεύει ότι θα καταφέρει τελικά με έναν τέτοιο πόλεμο εναντίον του;
Η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο είναι πάθηση που ανήκει σε μια μεγάλη κατηγορία νοσημάτων που λέγονται αυτοάνοσα νοσήματα. Η χρόνια λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα ή νόσος Χασιμότο αποτελεί την πιο συχνή μορφή μη ειδικής θυρεοειδίτιδας και την πιο συχνή αιτία υποθυρεοειδισμού και βρογχοκήλης. Προσβάλει εννέα φορές περισσότερο τις γυναίκες σε όλες τις ηλικίες με μεγαλύτερη όμως συχνότητα σε γυναίκες μέσης ηλικίας. Αρκετά συχνά υπάρχει οικογενής επίπτωση. (Πηγή: Βικιπαίδεια).
Τώρα, καθισμένος εδώ και αρκετά πιο ήρεμος από το πρωί, προσπαθώ να εντοπίσω το νόημα πίσω από το γραπτό που διαβάζετε. Ενδόμυχα επιθυμώ να βρω κάτι εξαιρετικά λογοτεχνικό και γουστόζικο για να κλείσω τη σύντομη ιστορία, που την ονόμασα κάπως βιαστικά, το ομολογώ, “ένα χαλασμένο μήλο”. Δεν βρήκα κάτι. Έτσι λοιπόν θα κλείσω κάπως κοινά, λέγοντας αρχικά πως όταν το σώμα πονάει μάλλον πρώτα φταίει το μυαλό. Αλλά αυτό το γνωρίζετε νομίζω ήδη. Κατά δεύτερο και κλείνω με αυτό, θα πω ότι ένας χαλασμένος κατά τα φαινόμενα και τις μετρήσεις θυροειδής, όσο επικίνδυνος κι αν μπορεί να εξελιχθεί, τόσο καλός δάσκαλος μπορεί να γίνει. Το γιατί θα το αφήσω να το σκεφθεί ο καθένας από το δικό του μετερίζι, από τη δική του σκοπιά και διάθεση. Κι επειδή δάσκαλοι δεν υπάρχουν πια, όπως έλεγε κάποτε ο μεγάλος Λιαντίνης, ας μην ψάχνουμε άσκοπα τριγύρω να τους βρούμε. Καλύτερα να παρατηρήσουμε με μεγαλύτερη προσοχή το σώμα μας, το περιβάλλον, τα πράγματα….
Οι απαντήσεις, η γνώση και όλα τα γιατί του κόσμου βρίσκονται σε αφθονία εκεί.
Σ.Ν. “Chinaski”
Υ.Γ.: Μπόνους ένα τραγουδάκι. Σήμερα φορέσαμε ζακέτα ή νομίζω;
Είπα στη μάνα μου αν ήθελε να μου φτιάξει μια ομελέτα και κάθισα εκεί δίπλα από το γκάζι να ακούω τους ήχους. Ο μικρός έπαιζε με τη ζιζελ τη σκυλίτσα και όλο γελούσε μόνος του. Το φθινόπωρο, έστω και στην εποχή της “κλιματικής αλλαγής”, φαίνεται τώρα τα βράδια πως έχει αρχίσει να κάνει τη δουλειά του. Ψύχρανε στη γειτονιά και “βουίζει” μια ησυχία που σε τίποτα δεν θυμίζει το καλοκαίρι. Μα, μόλις πριν λίγο καιρό δεν ήταν που μέχρι εδώ άκουγες τις φωνές των παιδιών; Κι όμως δεν έχει περάσει καιρός. Είναι βράδυ μα ο γουαδεφρύγος το καναρίνι μου καθόλου δεν νοιάζεται. Ξαφνικά, άρχισε να κελαηδάει μια δική του, εντελώς δική του συμφωνία. Έχει σπουδαία φωνή και το ξέρει, γι ‘ αυτό επιδίδεται σε αυτά τα τσαλιμάκια. Έτσι λοιπόν, καθισμένος στη βεράντα του πατρικού σπιτιού, μακριά από τα φώτα της πόλης όπως πάντα, σκέφτομαι πως η ζωή είναι κάτι ανάμεσα στις φωνές του πιτσιρικά ανιψιού μου, του τραγουδιού από το καναρίνι, των γαβγισμάτων της Ζιζέλ, του ήχου που κάνει μια ομελέτα όταν ψήνεται στο γκάζι, και της φθινοπωρινής νύχτας. Ίσως κάπου εκεί ανάμεσα πάλι να βρίσκεται και η ευτυχία ή ένα νόημα στη ζωή, όμως ετούτη τη στιγμή, τ’ ομολογώ, ότι διόλου δεν το σκέφτηκα…
Κρατώ τον εαυτό μου να μη γράψει. Βγάζω φωτογραφίες, πήγα διακοπές μετά από πολλά πολλά χρόνια, εννοώ διακοπές σχεδόν καλοκαιρινές κι ας είναι Σεπτέμβρης, ακούω μουσική, διαβάζω, κι έτσι κρατώ τον εαυτό μου μακριά από το πληκτρολόγιο. Γιατί; Γιατί πολύ απλά με ξέρω. Αν ξεκινήσω να γράφω θα γίνω πάλι δυσάρεστος, θα αραδιάζεται η αλήθεια με τις λέξεις και οι λέξεις μερικές φορές είναι βέλη που σκάνε και πληγώνουν βαθιά. Καλά, σε μερικές περιπτώσεις δεν πληγώνουν. Εξαρτάται από τον αναγνώστη δηλαδή.
Δεν θέλω λοιπόν πλέον να γράψω για εκείνα που έλεγα κάποτε. Πάνε τόσα χρόνια άλλωστε μου τα σημειώνουμε και άντε πάλι από την αρχή. Τι είναι αυτό που δεν αναπτύξαμε επαρκώς; Τι είναι εκείνο που να είναι άγνωστο ακόμη; Νομίζω πως τίποτα. Όλα ξεκάθαρα στα μάτια των ανθρώπων που έχουν την ικανότητα να βλέπουν. Όλα ξεκάθαρα στα μάτια των ανθρώπων που δεν τους τυφλώνει το φως. Κι έτσι πήγα μερικές διακοπές, με ησυχία, σε μέρη όχι πολυσύχναστα αλλά μαγικά.
Κι αν με ρωτάς τι μου έμεινε από αυτή μου την σύντομη περιπλάνηση, τότε θα σου πω μόνο πως η αλήθεια, σαν το φως, κάνει τους κύκλους της και είναι μια πολύτιμη και δύσκολη ερωμένη. Αυτό το είχε πει πρώτος με κάποια παραλλαγή ο Καμύ βέβαια, όμως θα συμπληρώσω, πως… δεν γίνεται παρά στο τέλος πάντα να λάμπουν. Η αλήθεια, το φως και οι σπουδαίες γυναίκες.
Εδώ είμαστε λοιπόν! Το καλοκαίρι για ακόμη μια φορά έχει πάρει την άγουσα για τα αποδυτήρια κι εμείς είμαστε εδώ. Ακόμη. Οι εποχές να περνούν γύρω μας, πάνω από τα κεφάλια, να τις βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας και να τις νιώθουμε στο πετσί μας. Όμως είμαστε εδώ, ακόμη!
Ξέρεις, τελικά, το να βρίσκεσαι γενικώς έχει τη δική του χάρη. Δεν θα σου πω για εκείνα να ρομαντικά για τη ζωή και την ύπαρξη, γιατί είναι στιγμές που φαντάζουν εντελώς περιττά. Απλά, μερικές φορές, το να βρίσκεσαι, το να στέκεσαι σαν ένας παρατηρητής εικόνων ή ερεθισμάτων, είναι ωραίο πράγμα. Άλλοτε κοπιαστικό και άλλοτε ανάλαφρο. Αλλά ωραίο.
Το τι έχουμε περάσει για να φθάσουμε ως εδώ δεν έχει πια και τόση σημασία. Έτσι κι αλλιώς η ιστορία σπαταλήθηκε όπως ο χρόνος κάποιων ανδρών που παίζουν ζάρια στις πίσω τουαλέτες ενός βρωμερού και άθλιου μπαρ. Έτσι λοιπόν δεν ωφελεί να μιλήσουμε για το παρελθόν, άφησε το εκείνο, τη δουλειά του την έκανε.
Τώρα τι κάνουμε; Αυτό είναι που έχει σημασία. Όπως έγραφε και ο Μανόλης κάποτε πολύ εύστοχα: “Το θέμα είναι τώρα τις λες; Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. Το θέμα είναι τώρα τι λες..”
Όλα καλά κι όλα ωραία που έλεγε κι εκείνο το παλιό τραγούδι. Πες μου όμως τι γίνεται με εκείνες τις ημέρες που στ’ αληθινά σιχαίνεσαι -κυριολεκτικά- τον κόσμο; Πες μου, σου έχει τύχει κι εσένα έτσι δεν είναι; Να σιχαίνεσαι του πάντες και τα πάντα, να λες ναι στη φαιδρότητα που σου προκαλούν, να το σκας. Υπάρχει εκεί έξω τόση τοξικότητα, σε τέτοιο βαθμό και με τέτοια ένταση, που σου είναι εξαιρετικά δύσκολο να την αντιπαρέλθεις. Δεν πάει να είσαι και ο πιο δυνατός μασίστας, εκείνη σε γονατίζει. Καυτό σίδερο μερικές ημέρες η τοξικότητα που πηγάζει από ετούτο τον καλά τακτοποιημένο κόσμο.
Οι ημέρες έγιναν για να κυλούν και τα χρόνια για να σβήνονται. Βέβαια αν με ρωτήσεις απόψε θα σου πω ότι μου μοιάζει σαν να σβήνονται με γραμμές, στους τοίχους μιας φυλακής κάπου στον μεσαίωνα. Με κάρβουνο. Αν με ρωτούσες χθες θα σου έλεγα για μαγικά ταξίδια και πως η ζωή ξέρει και πως εγώ την εμπιστεύομαι, όπως έλεγε η ατάκα στα “φθηνά τσιγάρα”. Είπαμε όμως, χθες…
Κι όλα αυτά ίσως γιατί όσο ραγδαία κι αν αλλάζει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σε ένα κόσμο που συνεχίζει να γυρίζει όταν όλοι κυνηγάνε την ουρά τους, η μεγάλη αλήθεια της ζωής, ήταν, είναι και θα είναι, ότι οι καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα και οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες.
Κάποτε έρχεται μια στιγμή ή μπορεί να είναι και παραπάνω στιγμές… γάμησε το. Πάμε από την αρχή.
Κάποτε, μια ημέρα ή μπορεί να είναι και πολλές ημέρες, έρχονται στιγμές που ενώ θα περίμενες να γράψω ότι αντιλαμβάνεσαι κάποια πράγματα, εγώ θα σημειώσω ότι συνεχίζεις να μην αντιλαμβάνεσαι πολλά από όσα συμβαίνουν σε εσένα εκεί έξω. Όταν γράφω σε εσένα, εννοώ σε εμένα.
Δεν αντιλαμβάνεσαι, γιατί αν ήσουν τυχερός και ανεξάρτητα από την ηλικία σου είχες καταφέρει να αντιληφθείς, θα είχες γλιτώσει από κάμποσο πόνο, από κάμποση τρέλα και μοναδικές τραυματικές στιγμές.
Διάβασα πρόσφατα ένα υπέροχο βιβλίο ενός διάσημου ψυχολόγου – συγγραφέα, με τίτλο: “Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος”. Ομολογώ ότι μερικά μόνο -ελάχιστα- πράγματα είναι τυχερά στη ζωή και πως θα ήθελα να έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο νωρίτερα.
Κεντρικό θέμα δεν είναι άλλο από την ανάληψη της ευθύνης. Σύντομη έκφραση που αναλύεται σε κάτι παραπάνω από 450 σελίδες. Ανάληψη της ευθύνης για τον εαυτό μας. Για τις πράξεις, τα λόγια, τη συμπεριφορά, τα θέλω, τις σχέσεις, την αγάπη, τους ανθρώπους… τις σχέσεις με τους ανθρώπους και με τον εαυτό μας.
Ε λοιπόν έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή που φανερώνονται αλήθειες με διάφορους τρόπους. Μπορεί να γίνει διαβάζοντας ένα βιβλίο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Πάντως έρχεται κάποια στιγμή, αλήθεια. Αναλαμβάνοντας την ευθύνη για εκείνη την στιγμή λοιπόν, αποδέχεσαι πως εσύ, συνετέλεσες, θέλησες, εσύ, να έρθει εκείνη η στιγμή.
Δεν υπάρχει τίποτε πιο βαθύ και πιο δαιδαλώδες από τον ανθρώπινο νου. Είναι το όργανο στο οποίο οφείλονται όλα τα καλά και κακά αυτού του κόσμου. Είναι μια απίθανη παγίδα και ένα υπέροχο δώρο. Είμαστε 100% υπεύθυνοι σε ποια μεριά θα τοποθετήσουμε το δικό μας μυαλό. Είμαστε υπεύθυνοι σχεδόν για κάθε στιγμή μας. Είμαστε υπεύθυνοι και μπορούμε το καλύτερο και το χειρότερο. Όχι εσύ, αλλά εγώ. Όχι εσύ και εγώ, αλλά εμείς.
Είμαστε υπεύθυνοι για την εικόνα ετούτου του κόσμου με τον τρόπο που αποτυπώνεται στο πρόσωπό μας.
Είμαι υπεύθυνος..
ΥΓ.: Η καλύτερη συγνώμη είναι πάντα το μάθημα να το λαμβάνεις.
Ελευθερία έκφρασης, ελευθερία γνώμης και άποψης, ελευθερία χρόνου, ελευθερία κινήσεων ,ελευθερία του νού, του λόγου, ελευθερία του πνεύματος, ελευθερία του συναισθήματος, ελευθερία του σώματος και του χώρου, ατομική ελευθερία, συλλογική ελευθερία, οικονομική ελευθερία, ελευθερία επιλογής, ελευθερία της ζωής…Πως ορίζεται σήμερα η ελευθερία ;Είμαστε πραγματικά ελεύθεροι ή μήπως έχουμε προσαρμοστεί σε μια ψευδαίσθηση ελευθερίας μόνο και μόνο για να νιώθουμε ασφαλείς; Έχω την αίσθηση ότι η ελευθερία, απο υπέρτατο αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης έχει μετατραπεί σε κάτι μετρήσιμο , σε κάτι που εξαρτάται μόνο απο αριθμούς. Από αριθμούς εμβολιασμενων ή μη εμβολιασμενων, απο αριθμούς κρουσμάτων, μεταλλάξεων, selt-test, μασκών, αποστάσεων, προνομιούχων ή μη προνομιούχων και σε λίγο καιρό απο αριθμούς Αθλίων. Ποιο είναι τελικά το μέγεθος αυτής της ελευθερίας; Αυτή είναι μια εξίσωση που ο καθένας μας καλείται να την λύσει μόνος του. Χωρίς λυσαρι, χωρίς κρυφοκοιταγμα στον διπλανό του. Αυτή τη στιγμή μόνο μετράμε…Μέτρα λοιπόν, μέτρα μέχρι να μην υπάρχουν αριθμοί. Μέτρα απλά….1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8…Φτου ξελευθερια μην περιμένεις ν’ ακουσεις!
Όταν φθάνει το πράγμα στο «ανθρώπινο ενδιαφέρον» να φεύγετε μακριά. Το “ανθρώπινο ενδιαφέρον’ έχει σκοτώσει περισσότερους μέσα στους αιώνες από όλους τους πολέμους. Το «ανθρώπινο ενδιαφέρον» είναι η υποκρισία που γεννάται μέσα από τις τύψεις για όλα όσα δεν κάναμε για τους ανθρώπους τη στιγμή που έπρεπε. Γιατί τις στιγμές που πρέπει να κάνουμε το σωστό τις αναγνωρίζουμε, όμως δεν το κάνουμε. Μένουν μετά τα δακρύβρεχτα και υποκριτικά της συνείδησης μας να μιλάνε για «ανθρώπινο ενδιαφέρον».
Κάθε ημέρα εκεί έξω είναι μια μάχη, μια μάχη για να βγει κανείς ζωντανός από το πολύ «ενδιαφέρον». Αν τα καταφέρνεις κάπου κάπου, μοιάζει σαν να έχεις βγει ζωντανός από μια χούφτα πολέμους. Μόνο που όλο και σπανιότερα πια η κοινωνία μας τα καταφέρνει, όλο και σπανιότερα πια εμείς ως μονάδες της τα καταφέρνουμε.. Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε να αλλάξει αυτό και όλα να τεθούν υπό νέες βάσεις, ουσιαστικά ανθρώπινες. Ως τότε, μου έρχεται στο νου ένα βιβλίο του Λουντέμη που είχε τίτλο : «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους».