Επιστρέφοντας εκεί..

Επιστρέφοντας συχνά εκεί που ξεκίνησαν όλα. Ο παλιός σταθμός, τα τζάμια που έτριζαν κάθε που περνούσε η αμαξοστοιχία, μια για Πάτρα, την άλλη για Αθήνα. Κάτι αμαξοστοιχίες απόκοσμες πια, μοιάζουν όπως εκείνες από τις παλιές ταινίες που όταν τις βλέπεις, νιώθεις την ψυχή σου να είναι 1000 χρόνων. Πέρασαν αλήθεια τόσα χρόνια; Πέρασαν. Μπορεί να μην είναι πολλά όμως είναι, σχεδόν, ολόκληρη η ζωή σου. Δεν είσαι παιδάκι και αυτό είναι που σε πληγώνει περισσότερο από όλα. Ότι θα ήθελες να είσαι.

Κάπου υπήρχε μια μικρή τύπου πισίνα που μαζευόσασταν οι πιτσιρικάδες και πηδάγατε μέσα, παίζατε κρυφτό, κυνηγητό και όλα εκείνα τα ωραία. Στη θέση της τώρα δεν βρίσκεται τίποτα, παρά μόνο εκείνος ο θεόρατος ευκάλιπτος. Κοσμοσυρροή, επιβατικό κοινό πήγαινε κι έρχονταν, όλες οι εποχές μπροστά σου. Ένας παππούλης εκεί παρά πέρα μαζεύει και δένει στο ποδήλατό του κάτι ξύλα για την σόμπα, ψάχνει μανιωδώς με παράξενες αργές κινήσεις. Κάποιος κύριος περπατά πιο πίσω μα η ησυχία δεν διαταράσσεται. Δεν σου αρέσει η τόση ησυχία, είχες μάθει αλλιώς και δεν μπορείς να τη διαχειριστείς. Η ησυχία άλλωστε είναι για δυνατούς παίκτες και αυτή τη φορά είσαι εσύ ο αδύναμος.

Οι πόλεις και οι γωνιές τους είναι οι ψυχές. Οι άνθρωποι δεν είναι ορισμένοι να μένουν για πάντα, φεύγουν μακριά και κάποια στιγμή δεν θυμάσαι ούτε τα πρόσωπά τους. Σε εκείνη την τσιμεντένια υποδοχή περίμενες να έρθει η αμαξοστοιχία για να σε πάει στην φοιτητούπολη μαζί με τους φίλους σου, εκεί περίμενες για να ταξιδέψεις στο κορίτσι σου, εκεί ξεκίνησες ταξίδια χωρίς κανένα νόημα η σκοπό. Απλά να ταξιδέψεις για κάπου, να βλέπεις τις πόλεις και τα βουνά, τις θάλασσες να τρέχουν πίσω. Κι έπειτα γυρνούσες, πάντα στην ίδια αφετηρία, στον σταθμό.

Οι άνθρωποι εξιδανικεύουμε το παρελθόν. Είναι όμως αυτό μια ορθή διαπίστωση, ή πρόκειται για κάτι δίκαιο; Μήπως όσο περνούν τα χρόνια όλα γίνονται τόσο αναπάντεχα διαφορετικά; Τόσο που να μην δέχονται εκείνα τα πράγματα, εκείνους που “παλιώνουν”; Μπορεί να είναι κι έτσι. Πονάει αλλά μάλλον δεν γίνεται αλλιώς.

Στέκομαι και ανάβω ένα τσιγάρο κρατώντας το ποδήλατο μου από το άλλο χέρι. Ανάμεσα στον καπνό διακρίνω πιο μακριά στην είσοδο ένα παιδάκι με φουντωτά μαλλιά, είναι κατάξανθο, τρέχει τριγύρω και γελάει χωρίς λόγο, μαζεύει κίτρινα λουλούδια, μιλάει με τους ταξιδιώτες, ενθουσιάζεται με τα μεγάλα τραίνα, βάζει πέτρες στις ράγες, στήνει το αυτί του να ακούσει αν έρχεται το επόμενο δρομολόγιο, περπατάει πάνω και κρατάει την ισορροπία του επιστρέφοντας από το σχολείο τα μεσημέρια.

Το τσιγάρο τελείωσε. Το παιδάκι εξαφανίστηκε. Έμεινα πάλι εγώ, εδώ, στον παλιό σταθμό της ζωής. Με το ποδήλατο στο χέρι ξεκινώ αργά χωρίς να ενοχλώ την ησυχία του χώρου. Φεύγω, κάθε ημέρα φεύγω, όχι πια για μακρινά ταξίδια. Κάθε τόσο και πιο μόνος, πιο “εκτός εποχής”. Το παιδάκι αγνοείται.

Γράφει ο Στάθης..

Tom Waits : “Ελπίζω μόνο να μη σε ερωτευτώ”

Ελπίζω μόνο να μη σ’ ερωτευτώ
Γιατί όποτε ερωτεύομαι με πνίγει ο μαύρος πόνος
Ξεχύνεται η μουσική κι εσύ μπροστά στα μάτια μου
Γυμνώνεις την καρδιά σου
Τελείωσα την μπύρα μου κι ακούω
να φωνάζεις τ’ όνομά μου
Κι ελπίζω μόνο να μη σ’ ερωτευτώ.

Κόσμος παντού, το μαγαζί γεμάτο
Να σου προσφέρω άραγε τη διπλανή μου θέση;
Μα αν κάτσεις με τούτο τον γέρο παλιάτσο
σβησ’ του απ’ το πρόσωπο τη μάσκα αυτή της θλίψης,
Πριν φύγει η νύχτα και περάσει
νομίζω οι δυο μας θα τα έχουμε ταιριάξει
Κι ελπίζω μόνο να μη σ’ ερωτευτώ.

Η νύχτα παίζει τα παιχνίδια της μες στο μυαλό ενός άντρα
Κείνα τα δονζουανικά αισθήματα που δεν καταλαβαίνεις
Γυρίζω πάλι να σε δω
που ανάβεις το τσιγάρο σου,
Να ‘χα το θάρρος να σου έκανα τράκα ένα για μένα,
μα δεν σε έχω ξαναδεί
Κι ελπίζω μόνο να μη σ’ ερωτευτώ.

Είσαι μόνη σου όπως είμαι κι εγώ
κι η ώρα είναι περασμένη, θα ‘θελες κι εσύ λίγη παρέα,
Γυρίζω πάλι να σε δω
και συναντώ το βλέμμα σου που με κοιτάζει,
Ο τύπος που ήταν δίπλα σου σηκώθηκε και έφυγε,
η θέση του είναι κενή
Κι ελπίζω μόνο να μη μ’ ερωτευτείς.

Είν’ ώρα πια το μπαρ να κλείσει, η μουσική χαμήλωσε,
Τα τελευταία ποτά σερβίρονται, θα πιω μια μπύρα ακόμα.
Γυρίζω πάλι να σε δω,
μα δεν σε βλέπω πουθενά,
Και ψάχνω γύρω μου για τη χαμένη σου μορφή,
θα πιω λιγάκι ακόμα απ’ ό,τι φαίνεται
Και νομίζω πως μόλις σ’ ερωτεύτηκα.

| Ελπίζω Μόνο Να Μη Σ’ Ερωτευτώ | μτφρ.: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος |
post#μικρόκαραβι

Το να είσαι μόνος

Πρόσφατα άκουσα πως η μεγαλύτερη επιδημία της εποχής μας είναι η μοναξιά. Έκτοτε αναρωτιέμαι: είναι αρρώστια το να είσαι μόνος; Και αν ναι, γιατρεύεται; Και τι γίνεται αν δεν την προλάβεις; Εξαπλώνεται, σαν καρκίνωμα;

Πολλοί μπορεί να βρουν τα ερωτήματα αφελή, καθώς ποιος μπορεί να είναι σε θέση να ξέρει για τις επιλογές των άλλων. Άλλοι πάλι ενδέχεται να μην έχουν υπάρξει ποτέ τους μόνοι και συνεπώς να μην καταλαβαίνουν καν το λόγο ύπαρξης του συγκεκριμένου κειμένου.

Εξακολουθώ όμως και αναρωτιέμαι. Επιλέγεις τη μοναξιά; Καταλήγεις μόνος έπειτα από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις; Είναι η εποχή που την ευνοεί;

Γύρω σου υπάρχουν άνθρωποι, αγόρια και κορίτσια, που ψάχνουν, βρίσκουν για λίγο. Δεν ικανοποιούνται. Και μένουν πάλι μόνοι. Και αυτό μπορεί να κρατήσει καιρό, πολύ καιρό. Και μία μέρα ίσως ξυπνήσεις και πεις στον εαυτό σου: «Μπορεί και να μείνω μόνος».

surreal-photographs-george-christakis05

Σκέφτεσαι εκείνους που είναι μόνοι. Τους φέρνεις στο μυαλό σου. Σκέφτεσαι τις εκφράσεις τους. Τους φαντάζεσαι όταν μένουν μόνοι, όταν μαγειρεύουν, πλένουν, κοιτάζουν τηλεόραση ή κοιμούνται μόνοι. Σκέφτεσαι: Είναι ευτυχισμένοι; Γιατί έμειναν μόνοι; Δεν πήγε κάτι καλά;

Είναι τελικά επιλογή η μοναξιά; Η συντροφικότητα; Η συντροφικότητα είναι επιλογή; Και αν υπάρχουν διαδρομές στη ζωή, ποιος ο δρόμος που σε οδηγεί στη μία ή την άλλη;

«Η ζωή αποκτά νόημα όταν δημιουργείς ζωή», μου είπαν πρόσφατα. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει να μην μείνεις μόνος, τουλάχιστον να μην μείνεις μόνος για ένα διάστημα. Αλλά και να αποφασίσεις ότι ενδεχομένως, φέρνοντας στον κόσμο μία νέα ύπαρξη, ποτέ δεν θα παραμείνεις μόνος στο εξής. Αλλά είναι για όλους η συγκεκριμένη εξέλιξη; Μήπως για μερικούς η ζωή αποκτά νόημα και όταν προσπαθούν να της το δώσουν μόνοι τους; Μήπως όλοι μας να το οφείλουμε στον εαυτό μας;

Χωρίς να έχω διάθεση να μπω σε φράσεις κλισέ, τύπου «μόνος γεννιέσαι, μόνος πεθαίνεις», όσο την έχω ζήσει και ο ίδιος, μπορώ να δηλώσω ότι πάνω μου λειτουργεί και ως ευχή και ως κατάρα.

___________

  *O Σταύρος Σαμουηλίδης (@ssamouilidis) είναι δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός στον ΣΚΑΪ.

   Πηγή: protagon.gr

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

“Τα σταφύλια της οργής” του Τζων Στάινμπεκ

Στη Δύση υπήρξε πανικός, όταν οι μετανάστες πολλαπλασιάστηκαν στις εθνικές οδούς. Οι κατέχοντες ιδιοκτησία ήταν τρομοκρατημένοι για την ιδιοκτησία τους. Άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν πεινάσει είδαν τα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που ποτέ δεν τους έλειψε κάτι πολύ, είδαν την αναλαμπή της στέρησης στα μάτια των μεταναστών. Και οι άντρες των πόλεων και των ήπιων προαστιακών περιοχών, συγκεντρώθηκαν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· και διαβεβαίωσαν τους εαυτούς τους ότι αυτοί ήταν οι καλοί και οι εισβολείς κακοί, όπως πρέπει να κάνει ένας άντρας πριν πολεμήσει. Είπαν, ότι αυτοί οι καταραμένοι Okies (οι καταγόμενοι από την Οκλαχόμα) είναι βρώμικοι και ανίδεοι. Είναι εκφυλισμένοι και μανιακοί σεξουαλικά. Οι καταραμένοι Okies είναι κλέφτες. Θα κλέψουν τα πάντα. Δεν έχουν καμία αίσθηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.

Και το τελευταίο ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος χωρίς ιδιοκτησία να ξέρει τον πόνο της ιδιοκτησίας; Και οι υπερασπιζόμενοι, είπαν, φέρνουν ασθένεια, είναι βρώμικοι. Δεν μπορούμε να τους έχουμε στα σχολεία. Είναι ξένοι. Πως θα σου φαινόταν να έχεις την αδερφή σου να βγαίνει με έναν από αυτούς;
Οι ντόπιοι μπήκαν γρήγορα στο καλούπι της σκληρότητας. Έπειτα σχημάτισαν μονάδες, αποσπάσματα και τα όπλισαν –με ρόπαλα, με βενζίνη, με όπλα. Μας ανήκει η περιοχή. Δεν μπορούμε να αφήσουμε αυτούς τους Okies να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Και οι άνδρες που ήταν οπλισμένοι δεν κατείχαν τη γη, αλλά νόμιζαν ότι την κατείχαν.
Και οι μετανάστες ξεχύνονταν στις εθνικές οδούς και η πείνα τους, ήταν στα μάτια τους, και η ανάγκη τους ήταν στα μάτια τους. Δεν είχαν κανένα επιχείρημα, κανένα σύστημα, παρά μόνο τον αριθμό τους και τις ανάγκες τους. Όταν υπήρχε δουλειά για έναν άνθρωπο, δέκα άνδρες πολεμούσαν γι αυτήν – πολεμούσαν με το χαμηλό μεροκάματο. Αν αυτός ο τύπος δουλεύει για τριάντα σεντς, θα δουλέψω για είκοσι πέντε. Αν θα πάρει είκοσι πέντε, θα το κάνω για είκοσι.

Όχι, εγώ, είμαι πεινασμένος. Δουλεύω για δεκαπέντε. Δουλεύω για φαγητό. Τα παιδιά. Θα ’πρεπε να τα δείτε. Όλο βγάζουν σπυριά, και δεν μπορούν να τρέξουν. Δώστους κάποια απροσδόκητα φρούτα, και φουσκώνουν. Εγώ, θα δουλέψω για ένα μικρό κομμάτι κρέας.

Και αυτό ήταν καλό, γιατί οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές έμεναν ψηλά. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες ήταν ευτυχείς και έστελναν περισσότερα φεϊγβολάν για να φέρουν περισσότερους ανθρώπους και οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές παρέμεναν πάνω. Και πολύ σύντομα τώρα θα έχουμε και πάλι δουλοπάροικους.
Και τώρα οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι εταιρείες εφεύραν μια νέα μέθοδο. Ένας μεγαλοϊδιοκτήτης αγόραζε ένα κονσερβοποιείο. Και όταν τα ροδάκινα και τα αχλάδια ήταν ώριμα, έκοβε την τιμή των φρούτων κάτω από το κόστος παραγωγής τους. Και ως ιδιοκτήτης κονσερβοποιείου πλήρωνε ο ίδιος μια χαμηλή τιμή για τα φρούτα και διατηρούσε την τιμή των κονσερβοποιημένων προϊόντων ψηλά και έπαιρνε το κέρδος του. Και οι μικροί αγρότες οι οποίοι δεν είχαν κονσερβοποιεία έχαναν τα χωράφια τους, και τους τα έπαιρναν οι μεγαλοϊδιοκτήτες, οι τράπεζες και οι εταιρείες οι οποίες, επίσης, είχαν τις κονσερβοποιείες. Καθώς περνούσε ο καιρός, υπήρχαν λιγότερες φάρμες. Οι μικροί αγρότες μετακόμιζαν στην πόλη για λίγο και εξαντλούσαν το βερεσέ τους, εξαντλούσαν τους φίλους τους, τους συγγενείς τους. Κι ύστερα κι αυτοί πήγαιναν στις εθνικές οδούς. Και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με άνδρες λιμασμένους για δουλειά, δολοφονικούς για δουλειά.

Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. Οι σιταποθήκες ήταν γεμάτες και τα παιδιά των φτωχών μεγάλωναν ραχιτικά, και τα σπυριά της πελλάγρας διογκώνονταν στα πλευρά τους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή. Και χρήματα που θα μπορούσαν να έχουν πάει σε μεροκάματα πήγαιναν για βενζίνη, για όπλα, για πράκτορες και κατασκόπους, για μαύρες λίστες, για περιπολίες. Στις εθνικές οδούς οι άνθρωποι κινούνταν σαν τα μυρμήγκια και έψαχναν για δουλειά, για φαΐ. Και η οργή άρχισε να αναβράζει.

Πηγή: 3pointmagazine.gr

Ονειρεύομαι τους φίλους μου, του Σαράντου Φράγκου

Τους ονειρεύομαι συχνά, μα πιο πολύ τις μέρες τις γιορτινές. Πρώτους απ’ όλους τους παιδικούς και ξαναζωγραφίζω το τότε, όταν με τα αυτοσχέδια τρίγωνα από λαμαρίνα και οργανέτο με χορδές από μεσινέζα και ηχείο από φλασκί κομμένο στη μέση ξεφαντώναμε στα κάλαντα. Τους ονειρεύομαι όταν είμαι μόνος στην άδεια κάμαρα πίσω από μια σελίδα προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω το μέλλον καθώς περπατάω στο παρελθόν.

Τους νιώθω πλάι μου όταν η ανομβρία απειλεί να στεγνώσει τη σκέψη μου και η ανυπόφορη καθημερινότητα να δέσει τα πόδια μου.

Τους βλέπω όταν κρατώ το σφυρί και τον κασμά, όταν σκάβω τη γη, εκεί που κοπιάζω να δαμάσω την άνυδρη πέτρα καθώς με παροτρύνουν χλευάζοντας εγκάρδια τις αδόκιμες δυνάμεις μου.

Τους καλώ συχνά, εγώ που διαθέτω ένα μόνο στόμα κι ένα ζευγάρι χέρια για τόσα χαμένα πράγματα. Τους καλώ όλους ανεξαιρέτως, πότε με φοβέρες και πότε με παινέματα και τους πιστούς και τους εγκάρδιους και τους ξεχασμένους και τους ”καταραμένους”, ακόμα και τους άσπονδους. Όμως πιο πολύ, εκείνους που έχουν φύγει οριστικά και η σκιά τους εξακολουθεί να με χαρακώνει.

Οι φίλοι μου οι πεζοί ιππότες με τις οργισμένες φωνές που υπόσχονται την πένθιμη ανάσταση.

Οι σύντροφοί μου οι θεράποντες που με καλούν να ξαναοδοιπορήσουμε κι ας μην υπάρχουν έτοιμες οι λύσεις, σε κουτάκια οι απαντήσεις.

“Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,

ούτε έχω απαντήσεις για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου

όμως μπορώ να σ’ ακούσω και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω το παρελθόν ή το μέλλον σου,

όμως όταν με χρειάζεσαι θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματά σου.

Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου να κρατηθείς

και να μην πέσεις”.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ποίημα σε φίλους»

Συμβαίνει κάποτε να βλέπω το χέρι τους το φιλικό, το ανιδιοτελές που απλώνεται να κρατηθώ για να μην πέσω. Άλλοτε το πιάνω και σηκώνομαι, άλλοτε όχι, ίσως από περηφάνια και εγωισμό και προτιμώ να τσακιστώ και να ματώσω. Γιατί συμβαίνει αυτό, επειδή ακόμα δεν έχω προλάβει να τους γνωρίσω καλά-καλά ή μήπως γιατί εκείνοι δε με γνωρίζουν όσο πρέπει;

Τι είναι ο φίλος, είναι ο σύντροφος ή κάτι παραπάνω ή κάτι λιγότερο; Είναι το γιοφύρι ανάμεσα στο σπίτι και τον κόσμο, είναι ο ελευθερωτής των συναισθημάτων που γεννιούνται έξω από την οικογενειακή εστία;

Η φιλία και η συντροφικότητα δε γεννιούνται κατά παραγγελία, γιατί έτσι πρέπει. Τις χτίζουν οι χτίστες στις σκαλωσιές, τις θερμαίνουν στα καράβια οι θερμαστές, τις κουβεντιάζουνε τα βράδια οι πλύστρες όταν χαϊδεύουν τα πρησμένα τους δάχτυλα. Τις γράφουνε οι ποιητές για τα μικρά και τα μεγάλα παιδιά, για να μη φοβούνται το σκοτάδι, για να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο.

Σύντροφος και συντροφικότητα, μια ιδιαίτερη σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεγγύης. Προϋποθέτουν κοινή αφετηρία στο ιστορικό και ιδεολογικό επίπεδο, ταύτιση στόχων και μέσων, κοινή πορεία. Όμως η συντροφικότητα όταν δένεται και με την φιλία γίνεται ακαταμάχητη, βιωματική, πιο αποτελεσματική.

Για το σύντροφο η αλληλεγγύη είναι υποχρέωση, για το φίλο προς το φίλο αυτονόητη πράξη. Για τον επαναστάτη το στεφάνι της αγχόνης σημαίνει ”αγιοσύνη”, για το φίλο ευκαιρία να μπει στη θέση του φίλου. Ο φίλος αγαπά, ο σύντροφος κατανοεί, ο φίλος σε θέλει στο τραπέζι, ο σύντροφος στην κουζίνα. Ο πρώτος σε θέλει στην παρέα, ο δεύτερος και στο πεζοδρόμιο.

Οι φίλοι συνδράμουν για να χτίσουν το σπίτι του φίλου, ο σύντροφος συνδράμει στο να χτιστούν όλα τα σπίτια εκτός απ’ το δικό του. Για το δικό του ίσα-ίσα μια κασόπορτα προφταίνει να φτιάξει όπως μας ιστορεί ο Μπρεχτ στις ”Ιστορίες” του.

Η φιλία και η συντροφικότητα είναι μια διαδικασία μύησης, μια ορφική δοκιμασία. Κοιτώντας γύρω μας βλέπουμε πολλούς- τους περισσότερους- να μην έχουν φίλους όπως δεν έχουν και οχτρούς. Να είναι μόνοι και αποκομμένοι, τμηματικοί, φυλακισμένοι σε σπιρτόκουτα, σπαράγματα του ανελέητου φόβου και της δυσπιστίας προς τον άλλον. Βλέπουμε φιλίες να μετατρέπονται σε έρωτες αλλά σπάνια και το αντίστροφο, χαμένες φιλίες με τον κυνισμό και τον πόνο να πρυτανεύουν.

Την ώρα της περισυλλογής θυμόμαστε τις παλιές φιλίες του χαβαλέ και της βαβούρας, της παρέας, τότε που η φιλία μοίραζε συναισθήματα χωρίς να τα ιδιοποιείται κανένας. Τότε στα νεανικά χρόνια που άνοιγε για πρώτη φορά η φιλία και κατέγραφε ονόματα και πρόσωπα, λόγια και πράξεις. Και όσο περνάνε τα χρόνια, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, έχουμε προδώσει ή έχουμε προδοθεί από φίλους. Βλέπουμε παρέες να διαλύονται και τους καλύτερους νεανικούς φίλους να μεταστρέφονται σε μακρινά φαντάσματα της ενήλικης ζωής.

Ο Γ. Σεφέρης επιμένει. «Δεν τους γνωρίσαμε» τους φίλους.

Δεν τους γνωρίσαμε

ήταν η ελπίδα στο βάθος που

έλεγε

πως τους είχαμε γνωρίσει από

μικρά παιδιά.

Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι

έπειτα πήραν τα καράβια,

φορτία κάρβουνο, φορτία

γεννήματα, κι οι φίλοι μας

χαμένοι πίσω από τον ωκεανό

παντοτινά.

Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην

κουρασμένη λάμπα

να γράφουμε αδέξια και με

προσπάθεια στο χαρτί,

πλεούμενα, γοργόνες ή κοχύλια

το απόβραδο κατεβαίνουμε στο

ποτάμι

γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη

θάλασσα,

και περνούμε τις νύχτες σε

υπόγεια που μυρίζουν κατράμι .

Γ. Σεφέρης, «Δεν τους γνωρίσαμε»

Τι είναι εκείνο που διαλύει τη φιλία, η αδιαφορία, ο ανταγωνισμός; Γιατί εγκαταλείπουμε φίλους, γιατί φίλοι μας εγκαταλείπουν; Γιατί υπάρχει τόσο λίγη φιλία στον κόσμο; Ίσως γιατί η φιλία είναι εξάρτηση μα και διαθεσιμότητα, γενναιοδωρία μα και στέρηση. Ένας σπουδαίος καλλιτέχνης έχει πει. ” Κάθε φορά που φτιάχνω ένα έργο τέχνης, χάνω και έναν φίλο.”

Ο Γ. Ιωάννου είναι ακόμα πιο απαισιόδοξος.

Όσο να δέσει κάποιος μέσα μου

έχει πεθάνει.

Αλλάζω τις φιλίες σαν πουκάμισα,

αλλάζω δουλειές, αλλάζω γνώμες.

Πάντα το μάτι μου αλλού

μόλις ακούσω ναι- έτοιμος να σαλπάρω.

Κι η μοναξιά μου πάντα μοναξιά

κι ο πανικός ρεύμα που με τινάζει.

Γ. Ιωάννου, «Γύρω μου νύχτα μέρα»

Να μην υπάρχουν πλέον φιλίες και δυνατά πάθη, να τα κονιορτοποίησε και αυτά η πλανητική καπιταλιστική κυριαρχία, να τα κατακερμάτισε η μεταμοντέρνα συνθήκη; Ή μήπως κάπου βαθιά σιγοβράζουν; Γιατί το πάθος που συνοδεύει τη φιλία και τη συντροφικότητα είναι ένα από τα εσωτερικά συστατικά μας, δεν είναι ο εκφυλισμός του σε βία, αλλά η αναγνώριση και ο σεβασμός της ανθρώπινης συγκίνησης.

Πάθος στη φιλία και τη συντροφικότητα σημαίνει ψυχικό σθένος που το εκδηλώνουν πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουν οι παρίες της ανθρώπινης πολιτείας, όλοι εκείνοι οι καρτερικοί προσκυνητές της δικαιοσύνης που υπερβαίνουν τα ημέτερα θέλω τους και μοιράζονται την κοινότητα και το εμείς.

Η φιλία εμπλουτίζει και εξισορροπεί το πάθος και την εμπειρία και μας ναυτολογεί στο καράβι του χρόνου που ταξιδεύει στο σύμπαν το άπειρο, το ατελεύτητο.

Αυτό το ανιδιοτελές πάρε-δώσε, δεν ισχύει στην περίπτωση της πολιτικής και της διπλωματίας. Η εξουσία δε γνωρίζει από φιλίες. Εκείνο που γνωρίζει είναι προδοσίες, μεταμέλειες και αποσκιρτήσεις. Εκείνο που γνωρίζει είναι μόνο πτώματα που γεννά η κατάχρηση και εγκαταλειμμένα οδοφράγματα που σκορπά η κτηνώδης δύναμη.

Ορφανεύουμε όταν χάνουμε φίλους, γιατί χάνουμε χρώματα και αισθήματα, νοήματα και ουσίες. Γιατί χάνουμε χρόνο απολεσθέντα και μη αναπληρούμενο.

Η φιλία νομιμοποιείται μόνον όταν αποδίδει καρπούς, συμπάθειες και συνάφειες, όταν γίνεται η αιτία για να γίνεσαι αποδεκτός και συνάμα να αποδέχεσαι τη μοναδικότητα του άλλου. Τότε που σου λέει πως συμφωνείς ότι διαφωνείς με φαντασία και γενναιοδωρία.

Το πανηγύρι της είναι ο διάλογος, η κουβέντα, μα άλλο τόσο και η σιωπή. Αυτό που συμβαίνει συχνά όταν είμαστε μαζί χωρίς να λέμε τίποτα. Αυτό το προσκύνημα που βιώνουμε, αυτόν το σεβασμό όταν μιλάνε τα μάτια. Όχι στην πάρλα για την πάρλα, όχι στείρες λέξεις για τις λέξεις, όχι παρλαπίπες και παπαγάλοι μα φιλόσοφοι της σιωπής. Γιατί η φιλία και η συντροφικότητα, αυτό το κανάλι ανάμεσα στην κοινή και την ατομική ζωή, διεκδικούν φορές τη μοναξιά τους για να κερδηθεί αυτό το κάτι παραπάνω απ’ το συνηθισμένο.

Παρ’ ότι αδύναμοι και ατελείς, ανοργάνωτοι και ηττημένοι, πιστεύουμε χωρίς αιδώ σε μια κοινωνία όπου μια άλλη μορφή φιλίας θα ανήκει στην κοινή ζωή μας, θα μας λυτρώνει και απελευθερώνει. Τότε που θα αναγνωρίζουμε τα όριά μας και ταυτόχρονα θα τα μοιραζόμαστε. Τότε που θα μπορούμε να είμαστε και μόνοι και πλούσιοι από φίλους.

Όσο κι αν τα χρόνια περνάνε, η φιλία παραμένει βράχος κι ας διαπιστώνουμε την παρακμή παλαιών φίλων , την ενσωμάτωση πρώην αγαπημένων συντρόφων. Όσο κι αν τρεμοφέγγει στο λυκόφως η πρώτη μας νιότη, μας καλεί και πάλι, παρ’ ότι οι ώριμες δεκαετίες βαραίνουν την πλάτη, έστω και μέσα στην καταχνιά, να θυμηθούμε συνάφειες και συντροφικότητες, να ξαναγίνουμε παρέα, ομάδα, φουρνιά, συλλογικότητα. Για να δρέψουμε και πάλι πάθη, να ξαναθερίσουμε εξεγέρσεις.

Φιλία και συντροφικότητα, αυτό το δίχτυ προστασίας που λείπει, καθώς μοιάζουμε φορές με θερισμένα χορτάρια, με ξεριζωμένα λιθάρια, με πέλαγο από παράπονα που μας πνίγουν. Όμως ακόμα κι έτσι, ακόμα και με σκουριασμένες τις άγκυρες στα σπλάχνα μας, οι φίλοι οι γκαρδιακοί, οι μπιστικοί σύντροφοι, όλοι, παρόντες και απόντες υπόσχονται το βαπόρι, εκείνο το μεθυσμένο, το χαρωπό, το στολισμένο με τις σημαίες μας.

Η φιλία παραμένει ακριβή γι’ αυτό και ποθητή, είναι μέρες που κρύβεται και δεν ομολογεί, είναι ο φύλακας-άγγελός μας επί γης που τραγουδάει μια νότα μαγική όπως η καρδερίνα. Καμιά φορά κυλάει σαν μοιρολόι όπως της θλίψης το κρασί όταν η νύχτα μας κάνει δικούς της, εκεί που ξαγρυπνούμε για έρωτα ή και για θάνατο.

Μέρες γιορτινές τούτες οι μέρες, ανάμεσα σε πραιτοριανούς και κόλακες που ολοένα και φτηναίνουν τη χαρά και τη σάρκα που παράγουν ντροπές και ατιμώσεις. Μέρες γιορτινές που σέρνονται βαρετά όπως τα ζώα που νυστάζουν στο λιοπύρι. Όμως η φιλία και η συντροφικότητα, όπως το λυχνάρι, τις ομορφαίνουν. Ομορφαίνουν τα τραγούδια μας κι ας εξακολουθούν να στάζουν αίμα και βαρύν ιδρώτα, ομορφαίνουν τα παιδιά τα προσφυγόπουλα που ψάχνουν στα σκουπίδια την άνοιξη την πετροβολημένη.

Φιλία και συντροφικότητα, ολόκληρες, όχι σε δόσεις και αναλόγως περιστάσεων, ολόκληρες γιατί ολόκληρος είναι ο κόσμος που λείπει, ο κόσμος ο μπροστά, ο κόσμος μας.

Τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο δεν είναι φόβος,

τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,

και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός

γιορτάζοντας τα μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του…

Από την «Ειρήνη» του Γ. Ρίτσου.

Πηγή: https://www.kommon.gr

40 συμβουλές ζωής του Χόρχε Μπουκάι για την αυτοεκτίμηση και τον εγωισμό

«Αποδίδω στον εαυτό μου την αξία του»

-Αν αφού έχω βάλει τα όριά μου, έχω επιμείνει, σου το έχω πει με χίλιους τρόπους κι έχω παρακαλέσει και κάποιον τρίτο να με βοηθήσει να σου το πω- αν, λοιπόν, εσύ εξακολουθείς να μην καταλαβαίνεις, τότε σε προειδοποιώ μ΄ένα Θ&Φ:«Θα Φύγω!»

-…να βρίσκεις σ΄εσένα ό,τι αξιόλογο και πολύτιμο έχεις.

-Και τί είναι αυτό το ιδεώδες Εγώ; » Η ιδέα που έχω για το πως θα έπρεπε να είμαι, ή το αποτέλεσμα της διαπαιδαγώγησής μου, ή πως θέλει η κοινωνία να είμαι…

–Αν βγάλω από το μυαλό μου την ιδέα ότι πρέπει να είμαι κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο, απομένει μόνο το πραγματικό Εγώ.

–Πρέπει να αντιληφθεί, δηλαδή, πως το γεγονός ότι είναι ο εαυτός του έχει μια αξία από μόνο του, και αυτό θα προκύψει μόνο αν πάρει απόφαση να γίνει verda dero (Αληθινός) παντού και πάντα, σε οποιαδήποτε κατάσταση.

-(Autonomia) Αυτόνομος λέγεται ένας άνθρωπος ικανός να καθορίζει τους δικούς του κανόνες, και αυτόνομοι όσοι αποφασίζουν μόνοι τους τι είναι καλό και τι είναι κακό, τί είναι σωστό και τι δεν είναι, όχι όμως άναρχα, αλλά ελέγχοντας …

-(Limites, Όρια)Είναι οι χώροι μου και μπορώ να τους μοιραστώ, αλλά μόνο με όποιον και όποτε θέλω.

–(Orgullo. Υπερηφάνια)…μπορώ να νιώσω υπερήφανος γι΄αυτόν τον ιδιαίτερο συνδυασμό των καλών των κακών πλευρών μου.

-(Recibir. Δέχομαι)…δεχόμαστε πως αξίζουμε – και με το παραπάνω – όσα καλά μας συμβαίνουν

-(Valar. αξία)…πάει να πει πως είμαι αληθινά αυτός που είμαι, αυτόνομος, ικανός να οριοθετώ, περήφανος που είμαι αυτός που είμαι και, τέλος, απολύτως ανοιχτός να δεχτώ από το σύμπαν αυτά που έχω κερδίσει.

-…το να είμαι τεμπέλης δεν αποτελεί μέρος της δομής της προσωπικότητάς μου, είναι απλώς ένας τρόπος συμπεριφοράς…

-…το δύσκολο είναι πάντα πιθανότερο από το αδύνατον.

-…όταν δύο άνθρωποι συναντούνται, επιδρούν ο ένας στον άλλον ανάλογα με τον τρόπο ύπαρξής τους, κι όχι ανάλογα με τη δομή της προσωπικότητάς τους.

-…χρησιμοποιούν τη θλιβερή παιδική τους ηλικία με τους φριχτούς γονείς, βρίσκοντας σ΄αυτή τη σύγχηση ένα ακόμη επιχείρημα για να δικαιολογήσουν την απάισια συμπεριφορά τους προς τον έξω κόσμο.

–Αλλά όμως -κι αυτό το «αλλά όμως», είναι θεμελιώδες-, αν κάποιος δεν πήρε όλα αυτά τα μηνύματα από τους γονείς του, μπορεί να τα πάρει από κάποιον άλλο, σε κάποια άλλη στιγμή της ζωής του.

-…καθώς δεν είναι πια παιδί, θα πρέπει να ψάξει μόνος του τους τομείς στους οποίους υπερισχύει και είναι αποδεκτός, σεβαστός, υπερήφανος και αναγνωρισμένος.

-Είναι πολύ σκληρό να ζεις σ΄ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου δεν παίρνεις τίποτ΄απ΄όλα αυτά, κι όμως συνεχίζεις να ζεις μες στο ίδιο περιβάλλον.

–Μαθαίνω την αυτοεκτίμηση όχι μόνο επειδή κάποιος μου δείχνει ότι με εκτιμά, αλλά επειδή αυτός που εκτιμά, εκτιμά πρώτα τον εαυτό του και ξέρει ότι είναι αξιόλογος.

-…όταν ο γιος του παίρνει ένα βραβείο κατά την αποφοίτησή του, είναι πραγματική υπερηφάνεια. Αν πιστεύει πως πρέπει να καυχιέται γι΄αυτό στους φίλους του, τότε είναι υπεροψία.

–Η φαντασία τροφοδοτεί τον φόβο όπως η αντίληψη τροφοδοτεί τον τρόμο.

-» Και τι γίνεται αν μια κατάσταση πραγματικού εξωτερικού κινδύνου διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα; » «Δυο πράγματα μπορεί να συμβούν: το πρώτο είναι να κορυφωθεί η Αντίδραση Συναγερμού σε τέτοιο βαθμό, ώστε το άτομο να δηλητηριαστεί από τις τοξίνες του, όπως είπαμε πριν, και το δεύτερο, αυτή η ίδια αντίδραση να μειωθεί σταδιακά, συνεπεία της εξασθένησης των οργάνων που παράγουν τις τοξίνες.

-… το να ζει μονίμως υπό καθεστώς κινδύνου θα τον οδηγήσει αναπόδραστα σε μια κατάσταση που είναι γνωστή ως «στρες», και στα εγχειρίδια ψυχιατρικής μελετάται με το όνομα «νεύρωση πολέμου»…

– Πρέπει κάποιος να υποβληθεί σ΄αυτόν το φόβο για να τον μετατρέψει σε τρόμο, για να τον σύρει, δηλαδή προς την πλευρά της υγείας.

-Αυτός που σου λέει «διασκέδασε«, στην ουσία σου λέει «ο κόσμος είναι  ένας τόπος χαράς«. Ποιός σε αγαπάει καλύτερα;

-…στην κατάθλιψη(και όχι στη θλίψη), καθώς δεν εγγράφω το ερέθισμα δεν εγγράφω ούτε και την εμπειρία του συναισθήματος. Και αφού έχω χάσει και τις δυο εγγραφές, χάνω και την ανάγκη μου για αντίδραση και μισο-παρόν, μισο-απών- πέφτω σ΄έναν λήθαργο που με προστατεύει.

-Πρόκειται συχνά για άτομα που πέρασαν χρόνια υπόδουλοι ενός μοντέλου που δεν είχαν διαλέξει αλλά που τους επιβλήθηκε από το περιβάλλον τους, και ν΄αναστέλλουν τις πιο γνήσιες αντιδράσεις τους. Εύκολα καταλαβαίνεις πως αυτό απαιτεί μεγάλη δαπάνη ενέργειας και, αν δεν αλλάξει κάτι στο μεταξύ, εξουθενώνει ολοκληρωτικά τον άνθρωπο και τον οδηγεί ακόμα και στην κατάθλιψη.

-Πρέπει να καταλάβουμε πώς πέρασε από την αποφασιστικότητα και το άγχος,- κατάσταση προφανώς αδιέξοδη-, στην παράλυση και την αγωνία, κι έπειτα να δούμε γιατί, αντί να αντιδράσει, τρομοκρατήθηκε κι έπεσε στην κατάθλιψη. Πρέπει να βρεθεί ο τρόπος να τον κάνουμε να γυρίσει πίσω, για να μπορέσει να πάρει τον δρόμο αντίστροφα και να ξαναβγεί στην επιφάνεια.

ΔΡΑΣΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ                                                               ΔΙΕΓΕΡΣΗ

 ΑΝΑΓΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ    ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ                                           ΑΓΧΟΣ

ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ                                       ΑΓΩΝΙΑ

ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ                                                  ΠΑΡΑΛΥΣΗ

ΦΟΒΟΣ

-…ο φόβος είναι το άλλο άκρο της δράσης.

-Όταν τελικά αποφασίσουμε να δράσουμε, μπορεί και να τρομάξουμε στην ιδέα αυτού που πρόκειται να κάνουμε, ωστόσο, δεν θα φοβόμαστε πια.

-…να μη ζούμε αναπτύσσοντας μόνο τον εαυτό μας, αλλά να κάνουμε κάτι για ν΄αναπτυχθούν και οι άλλοι…

-Αν η ενοχή είναι μετατροπή των γνήσιων συναισθημάτων σ΄ένα συναίσθημα ψεύτικο, ο οίκτος είναι κάτι χειρότερο, γιατί δεν είναι καν συναίσθημα. Ο οίκτος είναι, απλώς μια ποταπή σκέψη.

–Η ενοχή είναι μια έννοια βαρύτερη από την ευθύνη, τουλάχιστον με όρους του πολιτισμού μας. Αυτό το συν που έχει η ενοχή έγκειται στο ότι ο ένοχος θα μπορούσε να έχει κάνει κι αλλιώς, εντούτοις επέλεξε να κάνει κάτι βλαπτικό για τον άλλον.»

-Κατά κάποιον τρόπο ο ενοχικός δεν είναι μόνο απαιτητικός, αλλά και μνησίκακος.

–Εκείνη αισθάνεται – ό,τι αισθάνεται- μαζί μου. Δεν είμαι εγώ που την κάνω να αισθάνεται.

–Το να νομίζω ότι είμαι ικανός, να κάνω τον άλλον να αισθανθεί κάτι, είναι ένα ζήτημα εξουσίας.

ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΚΙ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ

ΕΓΩ ΔΕΝ ΗΡΘΑ Σ΄ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΓΙΑ ΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΩ ΤΙΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΣΟΥ
ΚΙ ΕΣΥ ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΓΙΑ ΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙΣ  ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ
ΓΙΑΤΙ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ

-…αν χαίρομαι για κάτι που κατέχω και μπορώ να μοιραστώ μαζί σου, τότε μπορώ και να λυπάμαι για τον δικό σου πόνο χωρίς να νιώθω ενοχές. Αυτή είναι η συμπόνια: η ικανότητα να νιώθω τον ξένο πόνο, σύμφωνα με τον ίδιο.

–Η ενοχή είναι φίμωτρο που το φοράμε μόνο σ αυτούς που δεν δαγκώνουν

***

Χόρχε Μπουκάι – Από την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό

ΠηγήSearchingTheMeaningOfLife

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Ονειρεύτηκα το καλοκαίρι..

Η ταινία μόλις είχε τελειώσει όπως και η δεύτερη μπυρίτσα μου και αφού είχα καπνίσει κάμποσα τσιγαράκια, ιδρωμένος από τον ζεστό εξώστη, περίμενα σχεδόν όλους να βγουν και βγήκα μάλλον τελευταίος. Βγαίνοντας παρατήρησα τριγύρω το ρετρό σκηνικό με τις φωτογραφίες από φιλμ μιας άλλης εποχής, με πρωταγωνιστές κάτι ανθρώπους όπως ο Κάρι Γκράντ, Γιουλ Μπρύνερ, Στηβ Μακ Κουήν, Ορσον Ουέλς και λοιπούς. Σκέφτηκα πως ίσως να είμαι από τους ελάχιστους που είχαν το προνόμιο από μικρή ηλικία να μάθουν όλες αυτές τις ταινίες, που τελικά επηρρέασαν όσο τίποτα, μάλλον, ολόκληρη την ιδιοσυγκρασία του. Από την άλλη μια θλιβερή σκέψη για το ποιος θα θυμάται πια τους αστέρες εκείνου του μακρινού παρελθόντος με κυρίεψε προς στιγμήν και σχεδόν βούρκωσα. Οι άνθρωποι ξεχνούν γρήγορα άλλωστε και με ποιον να μοιραστείς αυτή την γνώση; Ας είναι, βγήκα στο δρόμο και καβάλησα τη μηχανή..

Ήμουν ιδρωμένος και φορούσα εκείνο το αγαπημένο μου πουκάμισο το λινό, έφθασα στον παραλιακό δρόμο χωρίς κράνος και με ένα τσιγάρο αναμένο στο χέρι. Δεν έτρεχα, δεν μου αρέσει να τρέχω με τη μηχανή το καλοκαίρι. Μόνο μου αρέσουν οι μεγάλες βόλτες και να νιώθω το αεράκι δροσερό στο πρόσωπο μου, στο στήθος κι εγώ να ονειρεύομαι πως είμαι κάποιος άλλος, κάπου αλλού, μέσα σε μια ταινία του 1960 σε ένα μέρος μακρινό αλλά οικείο.

Καθώς λοιπόν με χτυπούσε το αεράκι κι ένα χαμόγελο με βρήκε ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου, ίσως και από την 2η μπυρίτσα που είπα παραπάνω, σε ονειρεύτηκα. Ονειρεύτηκα πως εκείνο το καλοκαίρι ήμασταν μαζί. Είχες υπέροχο κορμί και μια ψυχή κρεμασμένη στα χείλη, καθαρή και πανέμορφη, ανεξερεύνητο τοπίο από παλιό σινεμά. Ξαπλώναμε μαζί στην παραλία που ο Μπαρτ Λάνκαστερ γύρισε κάποτε μια από τις κορυφαίες ερωτικές σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου, δεν θα επεκταθώ, ίσως την ξέρεις. Σου φιλούσα τα μάτια στην ακτή, έχεις μοναδικά μάτια, και δεν μπορούσα να φανταστώ μεγαλύτερη ευτυχία. Επειτα γυρίζαμε τις νύχτες πάνω σε ανοιχτά αυτοκίνητα και μηχανές με στρογγυλά φανάρια, τα μαλλιά σου ήταν ακόμη βρεγμένα κι έτσι μακριά ανέμιζαν και μοσχοβολούσε ο τόπος. Καθόμασταν μέχρι το πρωί και πίναμε κοκτέιλ και σου μάθαινα όλα όσα ήξερα για τη ζωή, για το σινεμά, για τους ανθρώπους και τις αδικίες τις ιστορικές, για τις σπουδαίες προσωπικότητες, για τα βιβλία του Μπουκόβσκι και τα φιλμ του Μασάκι Κομπαγιάσι, για όλα όσα είμαι, για όλα όσα έχω υποφέρει στη ζωή, για τον αέρα που θέλω να μου χτυπά το πρόσωπο τα βράδια του καλοκαιριού για να ονειρεύομαι.

Η βόλτα τελείωσε σύντομα. Κράτησε όσο ο μικρός παραλιακός δρόμος μιας επαρχιακής ελληνικής πόλης. Όσο η παραπάνω ιστοριούλα. Κατέβηκα από τη μηχανή και έστριψα το κλειδί. Ησυχία. Το όνειρο έσβησε, δεν ήσουν πλεόν μπροστά μου, ούτε με αγκάλιαζες από τη μέση σφιχτά όπως τότε που σε γυρνούσα μεθυσμένη σπίτι και να, ξέχασα να το σημειώσω στην προηγούμενη παράγραφο. Το όνειρο κρατάει πάντα μια στιγμή έτσι κι αλλιώς και όλες οι άλλες οι στιγμές είναι απελπισία, έγραφε κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις και απήγγειλε ο Χορν, με εκείνη την εξαίσια φωνή, την θεατρική, στο “πάρτυ”. Μια ολόκληρη εποχή τελείωσε με το γύρισμα ενός κλειδιού.

Στο επόμενο όνειρο θα έρθεις πια μόνη καθώς το ταξίδι ήταν κοπιαστικό και το ονείρεμα όσο σημαντικό κι αν είναι πληγώνει. Φρόντισε να μην αργείς, η κοινωνία δεν γουστάρω να με ταξινομήσει στα μέτρα της. Εγώ θέλω να ζήσω. Μην καθυστερήσεις να επιβιβαστείς στο επόμενο όνειρο..

  • Η ταινία του Κουεντίν Ταραντίνο “κάποτε στο Χόλλυγουντ” φαίνεται πως με τάραξε και ήταν αναμενόμενο. Οι χαρακτήρες της παραπάνω ιστορίας είναι φανταστικοί και ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Τα όνειρα ήταν ανέκαθεν εξόχως ομορφότερα..

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας (κατά κόσμον Χένρι Τσινάσκι).

Η χαμογελαστή καρδιά..

η ζωή σου είναι η δικιά σου ζωή
μην την αφήνεις να ενωθεί σε μια υγρή υποταγή.

να παραφυλάς.

υπάρχουν έξοδοι.

υπάρχει ένα φως κάπου.
μπορεί να μην είναι πολύ φωτεινό αλλά
διώχνει το σκοτάδι.

να παραφυλάς.

οι θεοί θα σου προσφέρουν ευκαιρίες.
να τις μάθεις. 
να τις αρπάξεις.

δεν μπορείς να νικήσεις το θάνατο αλλά
μπορείς να νικήσεις το θάνατο στη ζωή, μερικές φορές.

και όσο πιο συχνά μάθεις να το κάνεις,
τόσο περισσότερο φως θα υπάρχει.

η ζωή σου είναι η δικιά σου ζωή
μάθε τήν όσο την έχεις.

είσαι υπέροχος
οι θεοί περιμένουν να πάρουν μεγάλη ευχαρίστηση
από εσένα.

Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι

Η πρωτόγνωρη εμπειρία του Kafka..

“Ένα χρόνο πριν πεθάνει ο Franz Kafka έζησε μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Καθώς περπατούσε στο πάρκο Steglitz στο Βερολίνο συνάντησε ένα κοριτσάκι που έκλαιγε απαρηγόρητο…είχε χάσει την κούκλα της.
Ο Kafka προσφέρθηκε να το βοηθήσει να βρει την κούκλα της…μην μπορώντας να την βρει έγραψε ένα γράμμα που θα έδινε στο κοριτσάκι.
“Σε παρακαλώ μην κλαις, έφυγα σε ταξίδι για να γνωρίσω τον κόσμο, θα σου ξαναγράψω για να σου διηγηθώ τις εμπειρίες μου”.
…έτσι άρχιζε το γράμμα.
Όταν εκείνος και το κοριτσάκι συναντήθηκαν της διάβασε προσεκτικά το γράμμα περιγράφοντας τις φανταστικές ιστορίες της κούκλας.
Το κοριτσάκι παρηγορήθηκε πάρα πολύ και όταν ήρθε η στιγμή να αποχωριστούν ο Kafka δώρισε μια κούκλα στο κοριτσάκι – που ήταν διαφορετική από την αρχική – με ένα συνοδευτικό σημείωμα εξηγούσε…”τα ταξίδια μου με άλλαξαν.”
Μετά από πολλά χρόνια το κοριτσάκι που είχε γίνει πια μεγάλη βρήκε ένα κρυμμένο σημείωμα μέσα στην κούκλα που της είχε δωρίσει ο Kafka.
“Κάθε τι που αγαπάς είναι πολύ πιθανόν να το χάσεις κάποια μέρα, όμως στο τέλος η αγάπη θα αλλάξει σε μια διαφορετική μορφή”.

Σκοτώστε τη μνήμη, ξεκινήστε από την αρχή..

Οι εφημερίδες αναγγέλλουνε το θάνατό μου
Λεν, όμως, από «αμεροληψία» πως μπορεί και να μην πέθανα ακόμη
Κι ακόμη, από εξυπνάδα, πως ίσως γλιτώσω οριστικά
Αποσιωπούν, όμως, τη μόνη αλήθεια
Ότι ποτέ μου δεν υπήρξα άρρωστος
κι ότι θα ζήσω στους αιώνες
να ψάλλω το τραγούδι μου
Για σένα που δεν ξέρεις να διαβάζεις
Για σένα που δεν με ξέρεις
Για να μ’ αγαπάς.

Πρέπει να πω ότι δεν μ’ αρέσει η αναμνησιολογία. Την απεχθάνομαι. Είναι χειρότερη και από μνημόσυνο. Τι πάει να πει μνημόσυνο; Κάποιον που δεν θυμάμαι και μια δεδομένη στιγμή, καθορισμένη, οφείλω να τον θυμηθώ. Τους ανθρώπους που έχουν φύγει, αλλά παραμένουν ζωντανοί, τους έχουμε τοποθετημένους καθημερινά μέσα μας και τους κουβαλάμε σε όλη μας τη ζωή. Η αναμνησιολογία σχετίζεται με το θάνατο και τον απεχθάνομαι.
Σκοτώστε τη μνήμη! Ξεκινείστε απ’ την αρχή! 
Άλλα δεν έχω να σας πω, προς το παρόν. Ίσως ξαναβρεθούμε, αν δεν βυθιστώ κι εγώ ζαλισμένος σε κάποιο κίτρινο ποτάμι, προσπαθώντας ν’ αγκαλιάσω ένα φεγγάρι.

Photo © Αρχείο Μάνου Χατζιδάκι