Ο Σ.Ν. "Chinaski" επιθυμεί να διατηρήσει το τετράδιο του γεμάτο με διάφορες ιστορίες. Λογοτεχνία, προσπάθεια έκφρασης, φωτογραφίες, μουσική και διάφορα άλλα που κάνουν τη ζωή να κυλάει πιο ανάλαφρα. Στείλτε κι εσείς τις δικές σας ιδέες, με χαρά του να τις φιλοξενήσει.
“Συχνά τα πιο ωραία διαστήματα στη ζωή είναι όταν δεν κάνεις τίποτε απολύτως, όταν απλώς συλλογιέσαι, όταν μονάχα χάνεσαι γιατί ρεμβάζεις. Πες, για παράδειγμα, ότι λες πως όλα είναι δίχως νόημα, και μετά λες ότι δεν μπορεί να είναι απολύτως δίχως νόημα αφού γνωρίζεις ότι όλα είναι δίχως νόημα, και συνεπώς το γεγονός οτι το γνωρίζεις πως όλα είναι δίχως νόημα σχεδόν τους δίνει ένα νόημα. Με πιάνεις που το πάω, ο δικός σου. Σ’ έναν οπτιμιστικό πεσιμισμό, εκεί το πάω. “
Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία που βιώνουμε με τον επικίνδυνο και αόρατο εχθρό που φέρει το όνομα ενός ιού, και συγκεκριμένα την πρώτη νύχτα που θεωρήθηκε “νύχτα καραντίνας”, τυχαία, χωρίς να το έχω προγραμματίσει, παρακολούθησα για πρώτη φορά την ταινία “Into the wild”. Αν έχουμε κάνει πάλι παρέα μέσα από τα γραπτά μου τα προηγούμενα χρόνια, σίγουρα όλο και κάπου θα έχετε δει να σημειώνω πως αφήνω εντέχνως κάποια φιλμ να παλαιώνουν αρκετά πριν τα δω. Αναφέρομαι φυσικά σε φιλμ που έχουν περγαμηνές και που πιθανότατα να έχουν πράγματα να σου δώσουν από την πρώτη τους προβολή. Δεν έχει να κάνει με το αν είναι πολυδιαφημισμένα ή όχι γιατί συνήθως τα αριστουργήματα δεν διαφημίζονται πάντα αναλόγως.
Την πρώτη βραδιά της καραντίνας έτυχε λοιπόν να δω την έξοχη μεταφορά της ζωής του 22 χρονου ιδεαλιστή Κρίστοφερ Μακάντελς, την οποία κατάφερε ο Σον Πεν το μακρινό πια 2008 να μεταφέρει εξαίσια στο μεγάλο πανί. Η ιστορία του νέου θα μπορούσε για τους περισσότερους να είναι μια τρέλα ή κάτι που δεν μπορούν να κατανοήσουν. Ο ιδεαλιστής νέος, από εύπορη οικογένεια, αφού αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο έριξε ένα τεράστιο Χ στην προδιαγεγραμμένη εύπορη ζωή που θα ακολουθούσε, σχεδόν σίγουρα, και επέλεξε να κάνει πράξη το όνειρό του. Δεν ήταν τίποτε άλλο από το να ψάξει να βρει τον εαυτό του, μόνος, ταξιδεύοντας την τεράστια πατρίδα του για να φθάσει στην Αλάσκα, βιώνοντας τα πάντα με τη συντροφιά της φύσης και μερικές φορές με κάποιους ασυνήθιστους ανθρώπους. Έτσι και έγινε. Ο νέος πριν πεθάνει όπως ακριβώς είχε επιλέξει, κατάφερε να μάθει τον εαυτό του, κατάφερε να αποκωδικοποιήσει τα συστατικά της ευτυχίας. Το μάθημα ήταν πως η ευτυχία ίσως να μην υπάρχει όταν δεν τη μοιράζεσαι, μα δεν μπορεί σίγουρα να υπάρξει αν δεν μπορείς να τη μοιραστείς πρώτα με τον εαυτό σου. Η ευτυχία επίσης δεν έχει να κάνει σχεδόν ποτέ με υλικά αγαθά, κατακτήσεις υλικές, ακριβά γούστα. Είναι μια ιδιαίτερη έννοια και ένας αυτοσκοπός μάλλον του κάθε ανθρώπου, της οποίας η κατάκτηση μοιάζει μάλλον με το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο.
Έγινε η πρώτη προβολή όπως προείπα αν θυμάμαι καλά την πρώτη βραδιά της καραντίνας. Σκεφτόμουν έπειτα όσα είδα σχεδόν για μια εβδομάδα και για να σας γράφω απόψε σημαίνει πως ακόμη τα σκέπτομαι. Δεν είναι ότι προσπάθω να ωραιοποιήσω μια κατάσταση που βιώνουμε και αύριο θα είναι ακόμη πιο δύσκολη (οικονομικά σίγουρη), ούτε θέλω να το παίξω ιδεαλιστής. Μπορεί να είμαι μπορεί και όχι. Οι ανάγκες θα παραμένουν ίδιες για τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων σε αυτό τον πλανήτη. Ανάγκες ουσιαστικές και άλλες λιγότερο ουσιαστικές και άλλες εντελώς περιττές. Αυτό που σκέφτομαι όλο και περισσότερο όμως ετούτο τον καιρό, μέσα στις συνθήκες “εγκλεισμού”, είναι το αν πραγματικά ο κόσμος εκεί έξω που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης (γιατί αυτή είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα), είναι ευτυχισμένος; Κατά πόσο είμαστε ευτυχισμένοι; Οι συνήθειές μας προσφέρουν ικανοποίηση στην ψυχή και το μυαλό; Ο πλούτος που επιδιώκουμε είναι ικανός όταν αποκτηθεί να γεμίσει όλα τα κενά; Μπορούμε να ζούμε για πάντα έτσι; Κι αν ναί, γιατί εγώ δεν το βλέπω; Γιατί στα πρόσωπα των ανθρώπων αυτό που παρατηρώ είναι σκοτεινιά;
Δεν είμαι πια 22 χρόνων ούτε θα προσποιηθώ τον ιδεαλιστή. Όμως ακόμη δεν γνωρίζω αν βρήκα τον εαυτό μου σε αυτή την πορεία της ζωής. Ίσως να είμαστε πολλοί που το αισθανόμαστε. Δεν ξέρω πως μπορεί να αλλάξει αυτό το συναίσθημα μα είμαι σίγουρος πως όταν τελειώσει αυτή η ιστορία, θα είμαστε αρκετά διαφορετικοί. Ελπίζω προς το καλύτερο. Θα πρέπει να θυμόμαστε μόνο πως η χαρά υπάρχει μόνο όταν τη μοιραζόμαστε. Πρώτα με τον εαυτό μας και ύστερα με τους άλλους. Ίσως να μην είναι τόσο κοπιαστικό τελικά..
Τις τελευταίες ημέρες επιχειρώ τακτικά ένα διαχωρισμό. Έχει να κάνει με την εποχή προ virus από τη μια πλευρά και με την εποχή που διανύουμε right now από την άλλη. Ξέρετε, για τις συνήθειες που είχε το σύνολο της κοινωνίας, για τα πράγματα που έκανε, για τη συμπεριφορά του, για τα social media, για την οικονομία και για πολλά ακόμη. Θα σας απογητεύσω όπως απογοητεύτηκα κι εγώ, που ενώ στην αρχή της καραντίνας πίστευα πως θα βγει σε καλό (δεν αναφέρομαι στο κομμάτι της υγείας αυτό καθαυτό), τώρα, με την εμπειρία αυτής, θεωρώ πως χάθηκε τσάμπα χρόνος.
Διορθώστε με μα υγεία δεν είναι μόνο τα νοσοκομεία και η παρεμπόδιση ενός φονικού ιού που απειλεί την ανθρωπότητα. Υγεία είναι το να μη σμπαραλιάζεται το δημόσιο σύστημα υγείας και την κρίσιμη στιγμή να μη “φορτώνεται” η ευθύνη στους πολίτες. Υγεία δεν είναι μόνο η σωματική. Ξεκινά πολλές φορές από το μυαλό και καταλήγει στο υπόλοιπο σώμα. Ε λοιπόν στο μυαλό αυτή η χώρα και οι άνθρωποί της νοσούν χρόνια ολόκληρα. Πιθανώς κι άλλες πολλές χώρες και οι ανθρώποι τους να νοσούν το ίδιο, όμως εγώ αναφέρομαι στη δική μας, λόγω “εμπειρίας”.
Νομίζω πως υπήρξαν στιγμές τις περασμένες εβδομάδες που καραντινιαζόμαστε, που είδα κόσμο να συμπεριφέρεται στον διπλανό του (με απόσταση ασφαλείας πάντοτε βάση των οδηγιών) όπως θα συμπεριφέρονταν στην εποχή της εξάπλωσης της λέπρας. Τρόμος. Και ο τρόμος ήταν ανέκαθεν ο χειρότερος σύμβουλος.
Διάβαζα ένα αρθρο χθες περί μετριότητας σε κάθε επίπεδο, η οποία απειλεί ή μάλλον έχει καταφέρει να επικρατήσει. Μετριότητα στη σκέψη, στη ζωή, στις σχέσεις, στην εργασία, στην προσφορά, στην τέχνη, στα πάντα. Ο αιώνας μας θα μπορούσε πολύ ωραία να περιγραφεί ως ο “αιώνας της μετριότητας”. Δεν ξέρω αλήθεια γιατί ξεκίνησα να γράφω αυτές τις γραμμές και γνωρίζω πως κινδινεύω να χαρακτηριστώ γραφικός, το λιγότερο. Όμως, με συγχωρείτε, κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα.
Μένουμε σπίτι, οκ. Με ασφάλεια, με συνείδηση. Γιατί δεν μπορούμε λοιπόν μέσα από το σπίτι μας να κλείσουμε την πόρτα σε μερικές αθλιότητες που αποδεδειγμένα χρόνια τώρα δρουν σαν ιός φονικός στην ίδια μας την ύπαρξη; Γιατί ας πούμε να μη κλείσουμε την πόρτα στις ειδήσεις των 8 και μισή; Γιατί είναι δύσκολο να κλείσουμε την πόρτα στις γελοίες “ειδήσεις” του διαδικτύου; Γιατό αδυνατούμε να κλείσουμε οριστικά την πόρτα στο αποτυχημένο πολιτικό σύστημα και τους αδίστακτους εκφραστές του; Είναι τόσο δύσκολο να κλείσουμε την πόρτα στην υποκουλτούρα που βαπτίζεται τέχνη; Σίγουρα θα είναι δύσκολο να διαβάσουμε ένα ωραίο βιβλίο του τάδε συγγραφέα από τα 1800. Πιθανώς να μας είναι δύσκολο να μην ξεβρακωνόμαστε στο instagram γιατί “τι θα γίνει τότε με τους followers μας και την υπέρμετρη αυταρέσκεια μας”; Πως θα ήταν άραγε αν δοκιμάζαμε να είμαστε άνθρωποι, να αγαπούσαμε αληθινά, να μην ψάχναμε για αρπαχτές, να μέναμε πιστοί σε μια ιδέα ή μια αγάπη; Πως θα ήταν ένα πιάτο φαγητό χωρίς upload κάπου που θα έπιανε πραγματικά τόπο αν το προσφέραμε. Χωρίς φανφάρες, έτσι απλά, ένα πιάτο φαγητό, ένα ποτήρι νερό, μια γαμημένη τσίχλα. Πως θα ήταν ένας κόσμος με περισσότερη ανθρωπιά ρε; Έχουμε τελικά εικόνα; Η συνηθίσαμε στη μαλακία που μας έμαθαν και οκ προχωράμε, όποιος μείνει έμεινε;
Κάτι τέτοιες σκέψεις κάνω συνέχεια και έρχομαι να υποθέσω πως με έχει πειράξει ο εγκλεισμός. Σε λίγο να δεις που θα πάθω και κανέναν ιδρυματισμό και δεν θα μπορώ να κυκλοφορήσω καθόλου εκεί έξω. Ευτυχώς όμως που η εργασία μου είναι τέτοια που δεν μου επιτρέπει να μένω σπίτι. Ίσως να ανήκω κι εγώ στους ήρωες της πρώτης γραμμής που λένε τελευταία. Ει, μανατζερ, τι λες να το διαφημίσουμε λιγάκι;
Πάνε δέκα χρόνια κρίσης πια και θα μου επιτρέψετε να μη διαχωρίσω την παρούσα κατάσταση από αυτά τα χρόνια. Δέκα γαμημένα χρόνια, από τη ζωή μας, ίσως τα πιο δημιουργικά για μερικές γενιές όπως η δική μου. Νούμερα, ποσοστά, faκε news, ρατσισμός, πόλεμοι κάθε είδους, φτώχεια ατελείωτη και από την άλλη πλούτος και ιλουστρασιόν φωτογραφίες στο insta. Φτώχεια και θλίψη, ξεριζωμός και από την άλλη μπουκάλια σε οικτρά ξενυχτάδικα. Θάλασσες με φουρτούνες και να μην έχουμε ακόμη καταλάβει τίποτα. Αν όχι ούτε τώρα, τότε πότε;
Γι’ αυτό δεν θα γράψω τίποτε άλλο απόψε. Θα αφήσω ένα τραγουδάκι για καληνύχτα εδώ και θα φύγω. Όνειρα γλυκά και είθε μια ημέρα να έρθει η ομορφιά και να βασιλέψει τον κόσμο. Δημοκρατικά, για να μην παρεξηγούμαστε κιόλας.
Ζούμε στην εποχή όπου η μετριότητα σε κάθετης μορφή και χρήση βασιλεύει όσο ποτέ άλλοτε. Είναι μια διαρκής πλύση εγκεφάλου που δέχεται ο μοντέρνος άνθρωπος στη δυτική κοινωνία στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Μας μάθανε να αποδεχόμαστε,να θαυμάζουμε και να εξυμνούμε την πάσης φύσεως μετριότητα ως το κοινά αποδεκτό και ιδανικό.Η ικανότητα κριτικής σκέψης ήταν ανέκαθεν ο δύσβατος δρόμος,εξαιρετικά δύσκολο να αναπτυχθεί σε έναν άνθρωπο. Η δύναμη , ειδικά στις μέρες μας , που χρειάζεται να έχει κανείς για να απομονωθεί από τον κυκεώνα της σαβούρας που μας περιτριγυρίζει, είναι τεράστια.Όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο κωμικός George Carlin περί μετριότητας, ”οι περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουν τόσο όσο χρειάζεται για να μην απολυθούν,και πληρώνονται τόσο όσο χρειάζεται για να μην παραιτηθούν” Τα μίνιμουμ,τίποτα λιγότερο και σίγουρα τίποτα περισσότερο.Είναι τρομακτικά μεγάλο το ποσοστό μετριότητας που κατακλύζει την κοινωνία. Ειδικότερα αυτής των social. Πλανάται πλάνην οικτρά όποιος αρνηθεί πως πλέον,με πάνω από δεκαετία που έχουν μπει στη καθημερινότητα μας, είναι καθρέφτης του εν γένει κοινωνικού ιστού. Στις ηλικίες 18 – 50, αυτοί που πλέον δεν έχουν έστω την παραμικρή ενασχόληση με τα κοινωνικά δίκτυα είναι μειονότητα,είναι ελάχιστοι.
Στα κοινωνικά δίκτυα διακρίνεται και κάνει κουμάντο η μετριότητα και τα χαμηλά στάνταρ που έχουν οι άνθρωποι. Πάρτε παράδειγμα το ζεύγος ”Μπομπανίδη” όπως εύστοχα άκουσα να τους αποκαλούν. Απομίμηση της έννοιας celebrity, που πλέον έχει χάσει κάθε κύρος και αξία που είχε κάποτε αυτή η ταμπέλα. Όπως αρκετοί άλλοι έτσι και εκείνοι προέβησαν στο να εκμεταλλευτούν χωρίς ίχνος ντροπής την κατάσταση με τον Κορωνοϊό για προσωπικό όφελος και παροδική δημοσιότητα. Ξευτελίζοντας την κοινή λογική όταν ο ένας από τους δύο βγήκε να δηλώσει πως κόλλησε τον ιό και έλαβαν τα στοιχειώδη μέτρα για προστασία. Δεν είναι καλλιτέχνες, ούτε διανοούμενοι, το μοναδικό που έχουν να προσφέρουν στους ακόλουθους τους είναι εικόνα. Τίποτα δημιουργικό, τίποτα χρήσιμο. Και όμως σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό της κοινωνίας , έχουν επίδραση και απήχηση. Γιατί αυτή η μερίδα έχει συνηθίσει στο να αποδέχεται το τίποτα,ως κάτι.
Όταν η, κατά τα άλλα συμπαθής, Dua Lipa φτάνει το ένα εκατομμύριο ακροάσεις του νέου της τραγουδιού σε τρεις ώρες και ο Bob Dylan με το επίκαιρο, λυρικό έπος με κοινωνικές, πολιτικές και καλλιτεχνικές αναφορές και προεκτάσεις ”Murder Most Foul” όχι, είναι ξεκάθαρο πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Είναι η δικτατορία της μετριότητας. Μου έρχεται στο μυαλό κάθε φορά που το δημοτικό σχολείο δίπλα στο σπίτι μου κάνει χοροεσπερίδα και πάρτι. Με κατακλύζει οργή. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι αθλιότητες ακούγονται. Μέτριες και κακές μουσικές που το περιεχόμενο των στίχων αφορά ναρκωτικά, ακραίο μισογυνισμό, σεξισμό και την εικόνα της ζωής που διαλέγει τον εύκολο δρόμο των παροδικών ηδονών έναντι της ηθικής. Και μιλάω για ελληνικά τραγούδια που τα μηνύματα τους περνούν έστω και υποσυνείδητα σε όλα αυτές τις υπό κατασκευή προσωπικότητες.
Νιώθω ντροπή κάθε φορά για αυτόν τον άθλιο DJ που πάει σε παιδικό πάρτι και επιλέγει να παίζει τέτοιες μουσικές χωρίς να αντιλαμβάνεται το κακό που κάνει. Το ποσό τους δηλητηριάζει με την δικτατορία της μετριότητας που αύριο μεθαύριο πολλά από αυτά τα παιδιά θα γίνουν πνευματικά απαίδευτοι ενήλικες ανίκανοι στο να εκτιμούν την τέχνη. Θα μπολιαστούν στη πορεία και με τα ευτελή σκυλάδικα κάνοντας σημαία τους την μιζεροξεφτίλα ενός είδους και μιας νοοτροπίας που συμβάλει καταλυτικά στη διαμόρφωση τους. Τα σκυλάδικα, τα μίζερα ελαφρολαϊκά, η αναμασημένη χωρίς ουσία ποπ μουσική, όλο αυτό το κύμα αλαζονικών, κουφιοκέφαλων rapper, trapper που νομίζουν ότι ζουν σε αμερικανικό γκέτο και ξεφτιλίζουν ακραία την πλούσια κληρονομιά της χιπ-χοπ,και η θεοποίηση όλων αυτών είναι ο απόλυτος καθρέφτης της δικτατορίας της μετριότητας.Όταν η μετριότητα εξαπλωθεί στην δημιουργία της προσωπικότητας του, σαν νοητός καρκίνος, τείνει ο άνθρωπος να απορρίπτει οποιαδήποτε δυνατότητα ανύψωσης των στάνταρ.
Διότι φοβάται την αριστεία, γιατί έχει μπολιαστεί στην μιζέρια, την φτήνια και ζει στον δικό του πνευματικό ”Κυνόδοντα”, και οποιοδήποτε βήμα προς την αρετή του φαίνεται τρομακτικό.Υπάρχει στο διαδίκτυο πλειάδα ιστοσελίδων που διαδίδουν ψευδείς, διαστρεβλωμένες ειδήσεις, θεωρίες συνωμοσίας και αποσκοπούν στον απόλυτο βαθμό στο εύκολο κλικ με τίτλους που έχουν ως target group, ποιούς άλλους, τους είλωτες στην δικτατορία της μετριότητας. Διότι δεν έμαθαν ποτέ να αμφισβητούν σωστά. Μαθαίνουμε στα παιδιά να αποστηθίζουν, να παπαγαλίζουν και να δέχονται, ξεχνώντας όμως να τους μαθαίνουμε και να αμφισβητούν τα πάντα. Διότι έτσι θαρρώ μας έμαθαν και οι Αρχαίοι φιλόσοφοι αυτού του τόπου, η αμφισβήτηση είναι ένας από τους καλύτερους οδηγούς για τον ενάρετο άνθρωπο.
Πόσοι αλήθεια σήμερα αμφισβητούν όσα βλέπουν μπροστά τους;Έχουμε συνηθίσει στο ”σκρολάρισμα” τόσο πλέον οι άνθρωποι και στην γρήγορη λήψη πληροφορίας, που στέλνεις σε κάποιον ένα αξιόλογο άρθρο 2 χιλιάδων λέξεων και δυσανασχετεί. Η αντίδραση είναι ”σιγά μη κάτσω να διαβάσω το σεντόνι”. Φανταστείτε πόσο τραγικά είναι τα πράγματα που θεωρούν πολλοί , τα 10-15 λεπτά διαβάσματος πολύ. Ευθύνη σε αυτό φυσικά έχει το Facebook και η συνήθεια για γρήγορα περάσματα, για τίτλους και η ψευδαίσθηση του χρόνου που πρέπει να κυλάει γρήγορα για να μην χάσουμε το νέο post.Δείτε το επίπεδο της κωμωδίας που έχει μαζική απήχηση στην χώρα μας. Έχω την πεποίθηση πως ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, φαίνεται από που θεωρεί αστείο ή όχι.
Δε θέλω να αναφερθώ ονομαστικά γιατί ο σκοπός δεν είναι να κουνήσω το δάχτυλο ή να επιτεθώ επικριτικά σε κάποιον δημιουργό ή το κοινό του. Αλλά προβληματίζομαι πάρα πολύ όταν ο θεσμός του stand up comedy στην Ελλάδα είναι ακόμη σε ρηχά νερά και ο θεσμός της μετριότητας, του κιτς και της κακογουστιάς γεμίζει μεγάλα θέατρα και κόβει χιλιάδες εισιτήρια στη μεγάλη οθόνη. Προβληματίζομαι όταν στην Αμερική και την Αγγλία όλοι οι παρουσιαστές των ”Late Night Shows” διακατέχονται από πραγματικό ταλέντο, κοφτερό χιούμορ και πλούσιο βιογραφικό στο χώρο της κωμωδίας , και εδώ οι τηλεθεατές έχουν συμβιβαστεί με την δικτατορία της τηλεοπτικής μετριότητας που έχει για παρουσιαστές εκπομπών που απαιτούν χιούμορ και ευστροφία, ανίκανους και γλοιώδεις τύπους που δε μπορούν να κάνουν ούτε έναν ουσιαστικό διάλογο και συνέντευξη.
Είναι βολικό να επικρατεί η μετριότητα. Βολικό για το συστηματοποιημένο καθεστώς σε κάθε έκφανση της κοινωνίας που θέλει να έχει για βιτρίνα τους μέτριους καθώς αυτό εξυπηρετεί ανώδυνα την κυριαρχία στις μάζες. Όταν έχεις μάθει έναν σκύλο να τρώει το φτηνό κακό φαγητό, θα το συνηθίσει και θα του φαίνεται και τέλειο. Άμα μάθει στις μπριζόλες θα αποκτήσει την ικανότητα να ξεχωρίζει και αυτό θα οδηγήσει στο να προβάλλει άρνηση να δεχτεί το κακό φαγητό. Δεν βολεύει να υπάρχουν υψηλά στάνταρ, γιατί είναι ο δύσκολος δρόμος που εξαπλώνει το εύρος της σκέψης. Αν η κοινή γνώμη μάθει να εκτιμά την αξιοπρέπεια, την ηθική , το ταλέντο, την καλαισθησία και την ποιότητα, πως θα μπορέσει να επικρατήσει και να πλουτίσει το status quo της λαμογιάς, της διαπλοκής και του φτηνού κενού εντυπωσιασμού;
Πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη φτώχεια κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη φήμη κι αν δεν σπάσεις με κανένα από τα δύο υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι όπως οι κοινές ασθένειες που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο θάνατο οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν απ’ αυτό όπως ήταν κανονισμένο εξάλλου από σεισμό κατακλυσμό πείνα οργή αυτοκτονία απελπισία ή απλά από σοβαρό έγκαυμα στη μύτη την ώρα που ανάβεις το τσιγάρο σου.
Είμαστε εδώ Χωρίς να είμαστε Αναπνέουμε Περπατάμε Μισούμε Αγαπάμε Αγοράζουμε Πουλάμε Μόνο και μόνο Για να δικαιολογούμε Την απουσία μας Πώς μπορεί να ονομάζεται Ένας κόσμος Φτιαγμένος από σκιές Ανύπαρκτων σωμάτων Οι καθρέφτες αποτυπώνουν Εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου Είμαστε όλοι Ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα Μάταια προσπαθούμε ν’ αφήσουμε τα χνάρια μας Για την εποχή των πραγμάτων Που θα ακολουθήσει Τη δικιά μας εποχή των σκιών
Γιάννης Αγγελάκας
Το «Πως τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε;» κυκλοφόρησε το 1999. Περιέχει ποιήματα, σχέδια, μικρά κείμενα και διαλόγους, αποφθέγματα, σκόρπιες σκέψεις και στίχους – κάποιοι είχαν ήδη γίνει ή έγιναν τραγούδια σε προσωπικούς του δίσκους, όπως τα «Ποιος Καίγεται Απόψε», «Είδα Έναν Άντρα Να Πέφτει».
Επιστρέφοντας συχνά εκεί που ξεκίνησαν όλα. Ο παλιός σταθμός, τα τζάμια που έτριζαν κάθε που περνούσε η αμαξοστοιχία, μια για Πάτρα, την άλλη για Αθήνα. Κάτι αμαξοστοιχίες απόκοσμες πια, μοιάζουν όπως εκείνες από τις παλιές ταινίες που όταν τις βλέπεις, νιώθεις την ψυχή σου να είναι 1000 χρόνων. Πέρασαν αλήθεια τόσα χρόνια; Πέρασαν. Μπορεί να μην είναι πολλά όμως είναι, σχεδόν, ολόκληρη η ζωή σου. Δεν είσαι παιδάκι και αυτό είναι που σε πληγώνει περισσότερο από όλα. Ότι θα ήθελες να είσαι.
Κάπου υπήρχε μια μικρή τύπου πισίνα που μαζευόσασταν οι πιτσιρικάδες και πηδάγατε μέσα, παίζατε κρυφτό, κυνηγητό και όλα εκείνα τα ωραία. Στη θέση της τώρα δεν βρίσκεται τίποτα, παρά μόνο εκείνος ο θεόρατος ευκάλιπτος. Κοσμοσυρροή, επιβατικό κοινό πήγαινε κι έρχονταν, όλες οι εποχές μπροστά σου. Ένας παππούλης εκεί παρά πέρα μαζεύει και δένει στο ποδήλατό του κάτι ξύλα για την σόμπα, ψάχνει μανιωδώς με παράξενες αργές κινήσεις. Κάποιος κύριος περπατά πιο πίσω μα η ησυχία δεν διαταράσσεται. Δεν σου αρέσει η τόση ησυχία, είχες μάθει αλλιώς και δεν μπορείς να τη διαχειριστείς. Η ησυχία άλλωστε είναι για δυνατούς παίκτες και αυτή τη φορά είσαι εσύ ο αδύναμος.
Οι πόλεις και οι γωνιές τους είναι οι ψυχές. Οι άνθρωποι δεν είναι ορισμένοι να μένουν για πάντα, φεύγουν μακριά και κάποια στιγμή δεν θυμάσαι ούτε τα πρόσωπά τους. Σε εκείνη την τσιμεντένια υποδοχή περίμενες να έρθει η αμαξοστοιχία για να σε πάει στην φοιτητούπολη μαζί με τους φίλους σου, εκεί περίμενες για να ταξιδέψεις στο κορίτσι σου, εκεί ξεκίνησες ταξίδια χωρίς κανένα νόημα η σκοπό. Απλά να ταξιδέψεις για κάπου, να βλέπεις τις πόλεις και τα βουνά, τις θάλασσες να τρέχουν πίσω. Κι έπειτα γυρνούσες, πάντα στην ίδια αφετηρία, στον σταθμό.
Οι άνθρωποι εξιδανικεύουμε το παρελθόν. Είναι όμως αυτό μια ορθή διαπίστωση, ή πρόκειται για κάτι δίκαιο; Μήπως όσο περνούν τα χρόνια όλα γίνονται τόσο αναπάντεχα διαφορετικά; Τόσο που να μην δέχονται εκείνα τα πράγματα, εκείνους που “παλιώνουν”; Μπορεί να είναι κι έτσι. Πονάει αλλά μάλλον δεν γίνεται αλλιώς.
Στέκομαι και ανάβω ένα τσιγάρο κρατώντας το ποδήλατο μου από το άλλο χέρι. Ανάμεσα στον καπνό διακρίνω πιο μακριά στην είσοδο ένα παιδάκι με φουντωτά μαλλιά, είναι κατάξανθο, τρέχει τριγύρω και γελάει χωρίς λόγο, μαζεύει κίτρινα λουλούδια, μιλάει με τους ταξιδιώτες, ενθουσιάζεται με τα μεγάλα τραίνα, βάζει πέτρες στις ράγες, στήνει το αυτί του να ακούσει αν έρχεται το επόμενο δρομολόγιο, περπατάει πάνω και κρατάει την ισορροπία του επιστρέφοντας από το σχολείο τα μεσημέρια.
Το τσιγάρο τελείωσε. Το παιδάκι εξαφανίστηκε. Έμεινα πάλι εγώ, εδώ, στον παλιό σταθμό της ζωής. Με το ποδήλατο στο χέρι ξεκινώ αργά χωρίς να ενοχλώ την ησυχία του χώρου. Φεύγω, κάθε ημέρα φεύγω, όχι πια για μακρινά ταξίδια. Κάθε τόσο και πιο μόνος, πιο “εκτός εποχής”. Το παιδάκι αγνοείται.
Ελπίζω μόνο να μη σ’ ερωτευτώ Γιατί όποτε ερωτεύομαι με πνίγει ο μαύρος πόνος Ξεχύνεται η μουσική κι εσύ μπροστά στα μάτια μου Γυμνώνεις την καρδιά σου Τελείωσα την μπύρα μου κι ακούω να φωνάζεις τ’ όνομά μου Κι ελπίζω μόνο να μη σ’ ερωτευτώ.
Κόσμος παντού, το μαγαζί γεμάτο Να σου προσφέρω άραγε τη διπλανή μου θέση; Μα αν κάτσεις με τούτο τον γέρο παλιάτσο σβησ’ του απ’ το πρόσωπο τη μάσκα αυτή της θλίψης, Πριν φύγει η νύχτα και περάσει νομίζω οι δυο μας θα τα έχουμε ταιριάξει Κι ελπίζω μόνο να μη σ’ ερωτευτώ.
Η νύχτα παίζει τα παιχνίδια της μες στο μυαλό ενός άντρα Κείνα τα δονζουανικά αισθήματα που δεν καταλαβαίνεις Γυρίζω πάλι να σε δω που ανάβεις το τσιγάρο σου, Να ‘χα το θάρρος να σου έκανα τράκα ένα για μένα, μα δεν σε έχω ξαναδεί Κι ελπίζω μόνο να μη σ’ ερωτευτώ.
Είσαι μόνη σου όπως είμαι κι εγώ κι η ώρα είναι περασμένη, θα ‘θελες κι εσύ λίγη παρέα, Γυρίζω πάλι να σε δω και συναντώ το βλέμμα σου που με κοιτάζει, Ο τύπος που ήταν δίπλα σου σηκώθηκε και έφυγε, η θέση του είναι κενή Κι ελπίζω μόνο να μη μ’ ερωτευτείς.
Είν’ ώρα πια το μπαρ να κλείσει, η μουσική χαμήλωσε, Τα τελευταία ποτά σερβίρονται, θα πιω μια μπύρα ακόμα. Γυρίζω πάλι να σε δω, μα δεν σε βλέπω πουθενά, Και ψάχνω γύρω μου για τη χαμένη σου μορφή, θα πιω λιγάκι ακόμα απ’ ό,τι φαίνεται Και νομίζω πως μόλις σ’ ερωτεύτηκα.
| Ελπίζω Μόνο Να Μη Σ’ Ερωτευτώ | μτφρ.: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος | post#μικρόκαραβι
Πρόσφατα άκουσα πως η μεγαλύτερη επιδημία της εποχής μας είναι η μοναξιά. Έκτοτε αναρωτιέμαι: είναι αρρώστια το να είσαι μόνος; Και αν ναι, γιατρεύεται; Και τι γίνεται αν δεν την προλάβεις; Εξαπλώνεται, σαν καρκίνωμα;
Πολλοί μπορεί να βρουν τα ερωτήματα αφελή, καθώς ποιος μπορεί να είναι σε θέση να ξέρει για τις επιλογές των άλλων. Άλλοι πάλι ενδέχεται να μην έχουν υπάρξει ποτέ τους μόνοι και συνεπώς να μην καταλαβαίνουν καν το λόγο ύπαρξης του συγκεκριμένου κειμένου.
Εξακολουθώ όμως και αναρωτιέμαι. Επιλέγεις τη μοναξιά; Καταλήγεις μόνος έπειτα από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις; Είναι η εποχή που την ευνοεί;
Γύρω σου υπάρχουν άνθρωποι, αγόρια και κορίτσια, που ψάχνουν, βρίσκουν για λίγο. Δεν ικανοποιούνται. Και μένουν πάλι μόνοι. Και αυτό μπορεί να κρατήσει καιρό, πολύ καιρό. Και μία μέρα ίσως ξυπνήσεις και πεις στον εαυτό σου: «Μπορεί και να μείνω μόνος».
Σκέφτεσαι εκείνους που είναι μόνοι. Τους φέρνεις στο μυαλό σου. Σκέφτεσαι τις εκφράσεις τους. Τους φαντάζεσαι όταν μένουν μόνοι, όταν μαγειρεύουν, πλένουν, κοιτάζουν τηλεόραση ή κοιμούνται μόνοι. Σκέφτεσαι: Είναι ευτυχισμένοι; Γιατί έμειναν μόνοι; Δεν πήγε κάτι καλά;
Είναι τελικά επιλογή η μοναξιά; Η συντροφικότητα; Η συντροφικότητα είναι επιλογή; Και αν υπάρχουν διαδρομές στη ζωή, ποιος ο δρόμος που σε οδηγεί στη μία ή την άλλη;
«Η ζωή αποκτά νόημα όταν δημιουργείς ζωή», μου είπαν πρόσφατα. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει να μην μείνεις μόνος, τουλάχιστον να μην μείνεις μόνος για ένα διάστημα. Αλλά και να αποφασίσεις ότι ενδεχομένως, φέρνοντας στον κόσμο μία νέα ύπαρξη, ποτέ δεν θα παραμείνεις μόνος στο εξής. Αλλά είναι για όλους η συγκεκριμένη εξέλιξη; Μήπως για μερικούς η ζωή αποκτά νόημα και όταν προσπαθούν να της το δώσουν μόνοι τους; Μήπως όλοι μας να το οφείλουμε στον εαυτό μας;
Χωρίς να έχω διάθεση να μπω σε φράσεις κλισέ, τύπου «μόνος γεννιέσαι, μόνος πεθαίνεις», όσο την έχω ζήσει και ο ίδιος, μπορώ να δηλώσω ότι πάνω μου λειτουργεί και ως ευχή και ως κατάρα.
___________
*O Σταύρος Σαμουηλίδης (@ssamouilidis) είναι δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός στον ΣΚΑΪ.
Στη Δύση υπήρξε πανικός, όταν οι μετανάστες πολλαπλασιάστηκαν στις εθνικές οδούς. Οι κατέχοντες ιδιοκτησία ήταν τρομοκρατημένοι για την ιδιοκτησία τους. Άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν πεινάσει είδαν τα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που ποτέ δεν τους έλειψε κάτι πολύ, είδαν την αναλαμπή της στέρησης στα μάτια των μεταναστών. Και οι άντρες των πόλεων και των ήπιων προαστιακών περιοχών, συγκεντρώθηκαν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· και διαβεβαίωσαν τους εαυτούς τους ότι αυτοί ήταν οι καλοί και οι εισβολείς κακοί, όπως πρέπει να κάνει ένας άντρας πριν πολεμήσει. Είπαν, ότι αυτοί οι καταραμένοι Okies (οι καταγόμενοι από την Οκλαχόμα) είναι βρώμικοι και ανίδεοι. Είναι εκφυλισμένοι και μανιακοί σεξουαλικά. Οι καταραμένοι Okies είναι κλέφτες. Θα κλέψουν τα πάντα. Δεν έχουν καμία αίσθηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Και το τελευταίο ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος χωρίς ιδιοκτησία να ξέρει τον πόνο της ιδιοκτησίας; Και οι υπερασπιζόμενοι, είπαν, φέρνουν ασθένεια, είναι βρώμικοι. Δεν μπορούμε να τους έχουμε στα σχολεία. Είναι ξένοι. Πως θα σου φαινόταν να έχεις την αδερφή σου να βγαίνει με έναν από αυτούς; Οι ντόπιοι μπήκαν γρήγορα στο καλούπι της σκληρότητας. Έπειτα σχημάτισαν μονάδες, αποσπάσματα και τα όπλισαν –με ρόπαλα, με βενζίνη, με όπλα. Μας ανήκει η περιοχή. Δεν μπορούμε να αφήσουμε αυτούς τους Okies να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Και οι άνδρες που ήταν οπλισμένοι δεν κατείχαν τη γη, αλλά νόμιζαν ότι την κατείχαν. Και οι μετανάστες ξεχύνονταν στις εθνικές οδούς και η πείνα τους, ήταν στα μάτια τους, και η ανάγκη τους ήταν στα μάτια τους. Δεν είχαν κανένα επιχείρημα, κανένα σύστημα, παρά μόνο τον αριθμό τους και τις ανάγκες τους. Όταν υπήρχε δουλειά για έναν άνθρωπο, δέκα άνδρες πολεμούσαν γι αυτήν – πολεμούσαν με το χαμηλό μεροκάματο. Αν αυτός ο τύπος δουλεύει για τριάντα σεντς, θα δουλέψω για είκοσι πέντε. Αν θα πάρει είκοσι πέντε, θα το κάνω για είκοσι.
Όχι, εγώ, είμαι πεινασμένος. Δουλεύω για δεκαπέντε. Δουλεύω για φαγητό. Τα παιδιά. Θα ’πρεπε να τα δείτε. Όλο βγάζουν σπυριά, και δεν μπορούν να τρέξουν. Δώστους κάποια απροσδόκητα φρούτα, και φουσκώνουν. Εγώ, θα δουλέψω για ένα μικρό κομμάτι κρέας.
Και αυτό ήταν καλό, γιατί οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές έμεναν ψηλά. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες ήταν ευτυχείς και έστελναν περισσότερα φεϊγβολάν για να φέρουν περισσότερους ανθρώπους και οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές παρέμεναν πάνω. Και πολύ σύντομα τώρα θα έχουμε και πάλι δουλοπάροικους. Και τώρα οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι εταιρείες εφεύραν μια νέα μέθοδο. Ένας μεγαλοϊδιοκτήτης αγόραζε ένα κονσερβοποιείο. Και όταν τα ροδάκινα και τα αχλάδια ήταν ώριμα, έκοβε την τιμή των φρούτων κάτω από το κόστος παραγωγής τους. Και ως ιδιοκτήτης κονσερβοποιείου πλήρωνε ο ίδιος μια χαμηλή τιμή για τα φρούτα και διατηρούσε την τιμή των κονσερβοποιημένων προϊόντων ψηλά και έπαιρνε το κέρδος του. Και οι μικροί αγρότες οι οποίοι δεν είχαν κονσερβοποιεία έχαναν τα χωράφια τους, και τους τα έπαιρναν οι μεγαλοϊδιοκτήτες, οι τράπεζες και οι εταιρείες οι οποίες, επίσης, είχαν τις κονσερβοποιείες. Καθώς περνούσε ο καιρός, υπήρχαν λιγότερες φάρμες. Οι μικροί αγρότες μετακόμιζαν στην πόλη για λίγο και εξαντλούσαν το βερεσέ τους, εξαντλούσαν τους φίλους τους, τους συγγενείς τους. Κι ύστερα κι αυτοί πήγαιναν στις εθνικές οδούς. Και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με άνδρες λιμασμένους για δουλειά, δολοφονικούς για δουλειά.
Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. Οι σιταποθήκες ήταν γεμάτες και τα παιδιά των φτωχών μεγάλωναν ραχιτικά, και τα σπυριά της πελλάγρας διογκώνονταν στα πλευρά τους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή. Και χρήματα που θα μπορούσαν να έχουν πάει σε μεροκάματα πήγαιναν για βενζίνη, για όπλα, για πράκτορες και κατασκόπους, για μαύρες λίστες, για περιπολίες. Στις εθνικές οδούς οι άνθρωποι κινούνταν σαν τα μυρμήγκια και έψαχναν για δουλειά, για φαΐ. Και η οργή άρχισε να αναβράζει.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.