Για το μυαλό που δεν βάλαμε ποτέ..

Καλημέρα σας!

Το να θέλει κάποιος να συμμετέχει στα αυτοδιοικητικά δρώμενα του τόπου του είναι κάτι εξόχως ενθαρρυντικό και σημαντικό, το επικροτούμε και το θέλουμε. Το να θέλει κάποιος να συμμετέχει στην αυτοδιοίκηση ως υποψήφιος και μετά τις εκλογές μην τον είδατε τον Παναή μας κάνει να γελάμε. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και ο “πολιτικαντισμός” σε ετούτη τη χώρα δεν λέει να μας εγκαταλείψει. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα μας απαντάει.

Οι εκλογές για τους Δήμους και τις Περιφέρειες πλησιάζουν γοργά και το σκηνικό μοιάζει πιο cult από ποτέ. Θα περίμενε κανείς αυτό το ρημάδι το ιντερνετ να έχει κάνει δουλίτσα, να έχει εξευγενίσει καταστάσεις όμως δεν. Τα ίδια και τα ίδια. Βιογραφικά επί βιογραφικών, αγώνας δρόμου για να κλείσουν οι συμμετοχές, εκλογοπατέρες, σταυροί και υπολογισμοί, τσακωμοί της τελευταίας στιγμής για προσέλκυση ψήφων, τραγικό επίπεδο πολιτικού λόγου στα social media, προτάσεις ελάχιστες ως ανύπαρκτες ή ουτοπικές.

Οι παλιοί δεν θα παραδεχτούν τα λάθη τους, ενώ οι νέοι είναι οι σωτήρες. Το πανηγυράκι θα συνεχιστεί μέχρι τον Μάη έτσι κι έπειτα, για μια ολόκληρη πενταετία μούγκα. Δεν έχω τα ματάκια μου, δεν έχω τα αυτάκια μου ένα πράγμα. Ενώ όλοι θα βλέπουν και όλοι θα ακούν.

Υπάρχουν άνθρωποι και δημότες που αγαπούν πραγματικά τον τόπο τους και τον συνάνθρωπο. Προσφέρουν αθόρυβα, είτε συμμετέχοντας σε συλλογικότητες είτε ατομικά. Καθαρίζουν κανένα παρτέρι που και που, πετούν τα σκουπίδια τους με φειδώ τις ώρες που πρέπει, προσέχουν να μην παράγουν πολλά από αυτά, δεν πετούν όπου να’ναι τα απομεινάρια του καταναλωτισμού τους, ενδιαφέρονται για όλα. Είναι οι ίδιοι διαφημιστές της περιοχής τους χωρίς να περιμένουν τίποτα από πουθενά, χωρίς ψήφους, χωρίς ανταλλάγματα. Και είναι συνήθως αυτοί οι άνθρωποι που κάνουν τη γη να γυρίζει ακόμη. Δεν τους βλέπουμε, όμως υπάρχουν.

Θα ήθελα η περίοδος που διανύουμε να είναι ουσιαστική προτάσεων, να αρθώνεται ορθός πολιτικός λόγος, να γίνεται συζήτηση. Πίστευα ότι ύστερα από όσα έχουμε περάσει σαν λαός την τελευταία δεκαετία θα είχαμε βάλει λιγάκι μυαλό. Αλλά ρε γαμώτο, ρε γαμώτο…

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας

Αλλος με την βάρκα μας;! Δύο λόγια για το προεκλογικό πανηγυράκι..

Εδώ είμαστε λοιπόν! Κάπου στο μέσον μιας εντελώς κατεστραμένης χώρας, με ξεχαρβαλωμένο τον κοινωνικό ιστό, με τον εθνικισμό να χτυπάει κόκκινα, με τον λαϊκισμό να στήνει πανηγύρια, με την οικονομία (αλήθεια τι είναι αυτό;) σε αθλία κατάσταση και την υπομονή τελειωμένη σε κάθε σόφρωνα άνθρωπο που κατοικεί σε τούτα τα χώματα.

Εδώ είμαστε και αφού πέρασαν οι γιορτές του Δεκεμβρίου και του Γενάρη, αφού νομοθετήθηκαν ονόματα γεωγραφικών εδαφών με “αμοιβαίες υποχωρήσεις”, αφού τα ληγμένα χημικά “ξεστοκαρίστηκαν”, αφού κάθε πικραμένος αιλινας που το μόνο που ξέρει από ιστορία είναι τίποτα έκανε το κομμάτι του, φθάνουμε σιγά – σιγά στο επόμενο επίπεδο. Η πίστα που έρχεται έχει τον κωδικό – όνομα : “Έθνικές και αυτοδιοικητές εκλογές”!

Μάλιστα! Μας είχανε λείψει τόσο που νόμιζα πως δεν μπορώ να περιμένω μέχρι τον Μάϊο μήνα. Ξεκίνησε λοιπόν το γνωστό ιστοριάκι με τους συνδυασμούς και τις υποψηφιότητες. Πάλι τα ίδια. Πάλι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Προφίλ ξεπρόβαλαν στα μέσα κοιωνικής δικτύωσης. Άνθρωποι που είναι να απορεί κανείς που βρισκόντουσαν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Είτε διοικούν ήδη είτε θέλουν να διοικήσουν. Ο καθένας από αυτούς θα κάνει τα πράγματα διαφορετικά. ΘΑ! Ο καθένας παρουσιάζει την πραγματικότητα με τον δικό του τρόπο. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως αυτό που μένει είναι πως.. αν εκλεγεί, θα κάνει μέχρι και τα κοκόρια να γεννήσουν!

Ο λόγος αγαπητοί αναγνώστες που παρουσιάζομαι διαχρονικά απαισιόδοξος για την χώρα μας είναι ο παραπάνω. Στην πολιτική (και η αυτοδιοίκηση πολιτική είναι στην Ελλάδα), πασχίζει κανείς να αναδείξει μια σταγόνα αλήθειας και δεν βρίσκει ούτε ίχνος. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο χειρότερα γίνεται το πράγμα. Μένω μακριά από όλο αυτό το πανηγυράκι λοιπόν, απέχω από κάθε λογής εκλογική διαδικασία. Ετσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα.

Ήμουνα νιός και γέρασα που λέει και η γιαγιά μου..

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας

Kursk (2018) ~ Κριτική ταινίας

Έτος: 2018

Σκηνοθεσία: Thomas Vinterberg

Πρωταγωνιστούν: Mathias Schoenaerts, Lea Seydoux, Colin Firth, Max Von Sydow

Διάρκεια: 1ω 57λ

Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του Ρώσικου υποβρυχίου Kursk όταν, κατά τη διάρκεια μιας ναυτικής άσκησης, εσωτερικές εκρήξεις οδήγησαν στην βύθισή του, παρασέρνοντας στο χαμό όλο το πλήρωμα πλην 23 ατόμων, που βρήκαν καταφύγιο στο πίσω μέρος του υποβρυχίου περιμένοντας τη διάσωσή τους.Δομικά είναι ένα κλασικό δράμα επιβίωσης.

Εισαγωγή των βασικών προσώπων και κάποιων γεγονότων από τη ζωή τους ώστε ο θεατής να αναπτύξει έναν συναισθηματικό δεσμό μαζί τους έτσι ώστε ο χαμός τους ή η προσπάθειά τους να κρατηθούν στη ζωή να τουδημιουργήσει τα αντίστοιχα συναισθήματα, αντιδράσεις των συγγενών όταν μαθαίνουν γιατην τραγωδία και η κορύφωση των αντιδράσεών τους όταν τα διοικητικά στελέχη τους κρατούν στο σκοτάδι και κάποια σημαντικά πρόσωπα με εξουσία τα οποία χωρίζονται σε αυτούς με συνείδηση, που θέλουν να βοηθήσουν και στους ‘σκληροπυρηνικούς γραφειοκράτες’, που βάζουν πάνω από όλα την πολιτική διπλωματία. Χωρίς να ξεφεύγει από αυτό το πρότυπο η ταινία γίνεται προβλέψιμη και αποτυγχάνει να φτάσει κάποια έντονη συναισθηματική κορύφωση.

Σκηνοθετικά έχει κάποια πανέμορφα πλάνα όπου σε συνδυασμό με μια πολύ ωραία μουσική κερδίζει το θεατή αλλά αυτό δυστυχώς γίνεται μόνο σε λίγα σημεία. Επίσης τη στιγμή που δείχνει το ατύχημα υπάρχει έντονη κίνηση της κάμερας με κοντινή εστίαση σε κάποια πρόσωπα και πολύ μοντάζ. Αυτό θεωρητικά χρησιμοποιείται προκειμένου να προκαλέσει στο κοινό αγωνία και ένταση. Είναι όμως πολύ εύκολο να κουράσει και δυστυχώς αυτό συνέβη στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Οι ερμηνείες των Mathias Schoenaerts και Lea Seydoux είναι πολύ καλές. Ο Colin Firth, ένας εξαιρετικός ηθοποιός, δεν έχει πολλά να πει διότι ο ρόλος που του ανατέθηκε δεν είχε απαιτήσεις και η συμμετοχή του πρέπει να έγινε περισσότερο για να τραβήξει κόσμο στις αίθουσες. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον σπουδαίο Max Von Sydow.

Η πρωτοτυπία σε αυτό το κινηματογραφικό είδος είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Η επιτυχία πλέον μιας τέτοιας ταινίας βασίζεται στον τρόπο αφήγησης. Το Kursk δεν καινοτομεί σε αυτό το κομμάτι και σε συνδυασμό με τα αδύναμα σημεία του θα περάσει ως μια ακόμα ταινία η οποία σίγουρα δεν είναι χάσιμο χρόνου.

Κριτική: 6,5/10

Γράφει ο Δημήτρης Αδαλάκης

Το τέλος του πολιτισμού..

Το τέλος του πολιτισμού είναι σίγουρα εδώ, διανύει τις τελευταίες ημέρες της καταστροφής του και μοιάζει τρομακτικά δυνατό, είναι τουλάχιστον δύσκολο να καταφέρει κάποιος να του αντισταθεί.

Χριστούγεννα έξω, η γιορτή του καπιταλισμού για μερικούς, η οικογενειακή χαρά για άλλους, ότι κι αν είναι, δεν έχει σχέση με το όχι πολύ μακρινό παρελθόν. Κάποτε αυτή την εποχή, γινόντουσαν σπουδαία πράγματα, εξαιρετικές παραστάσεις, εξαιρετικές μουσικές συναντήσεις κάθε είδους, ποιητικές βραδιές, ανταλλαγή δώρων, συζήτηση..

Σήμερα το μόνο που συμβαίνει στον πλανήτη των “πιθήκων” είναι ένας χορός τεράτων. Η φτώχεια πλήττει όλο και περισσότερους, ενώ οι υπόλοιποι πετάνε όσα θα μπορούσαν να αποτρέψουν αυτή τη φτώχεια, χωρίς αιδώ. Καμία τέχνη δεν παρουσιάζει τίποτα, κανείς δεν μιλάει για ιδέες, ακόμη και η διασκέδαση είναι άγριο και απόκοσμο πράγμα.

Το τέλος του πολιτισμού έχει πια συντελεστεί. Αυτή η παραδοχή δεν μπορεί να βοηθήσει πουθενά, όμως καλό είναι να τονιστεί για να το πάρουμε απόφαση.

Αργύρης Χιόνης: “Σήμερα που η ανθρώπινη ζωή…”

Σήμερα που η ανθρώπινη ζωή δεν κοστίζει, πάλι, μια δεκάρα,

που η φύση υφίσταται τη μεγαλύτερη στην ιστορία της καταστροφή,

που πλήθη ολόκληρα τρέχουν σαν σκυλιά πίσω απ’ τον αφέντη τους,

τον εύκολο πλουτισμό, ενώ άλλα πλήθη, ακόμα μεγαλύτερα,

πεθαίνουν μέσα στην ανέχεια,

είναι παρήγορο να βλέπεις στα γραπτά νέων παιδιών, προβληματισμό για τα μέλλον αυτού του κόσμου.

[…] Ωστόσο, ποιήματα δε γράφουμε μόνο για να γίνουμε ποιητές, αλλά για να φωτίσουμε τον μέσα μας κόσμο και,

κατά συνέπεια, τον κόσμο που μας περιβάλλει.

Όσο υπάρχουν άνθρωποι που συγκινούνται, αγαπούν και συμπάσχουν,

υπάρχει ελπίδα.

Ερημα βουνά, σας ακούω συχνά…

Στην πρωτεύουσα δεν πηγαίνω συχνά. Για να ακριβολογώ πηγαίνω εντελώς σπάνια ως καθόλου. Όσες φορές το κάνω είναι για να επισκεφθώ κάποιο μουσείο ή όταν μου έχει λείψει αρκετά η Ακρόπολη κι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά. Πρόσφατα επισκέφθηκα λοιπόν την Αθήνα. Μέσα σε λίγες ώρες ήθελα να επιστρέψω πίσω, πράγμα που έκανα τελικά χωρίς να το πολυσκεφτώ. Δεν το μετάνιωσα στιγμή.

Στην Αθήνα η αστυφιλία οδήγησε εκαταμμύρια κόσμου να την πυκνοκατοικήσουν, δεν αναπνέεις πια, δεν είναι εύκολο ούτε καν να περπατήσεις σε κάπως πιο πολυσύχναστους δρόμους. Άνθρωποι έντρομοι από την καθημερινότητα σε προσπέρνούν, πέφτουν πάνω σου χωρίς να το καταλάβουν. Το βλέπεις στο βλέμμα τους ότι είναι χαμένοι. Όχι ότι εμείς εδώ στην επαρχία πηγαίνουμε πίσω. Όμως ακόμη δεν έχει χαθεί οριστικά το παιχνίδι. Στην πρωτεύουσα ναι, μοιάζει το παιχνίδι να είναι χαμένο.

Οι μεγάλες πόλεις πικονοκατοικήθηκαν, οι μεγάλες επιχειρήσεις και το εθνικό εμπόριο στεγάζεται σε αυτές, η πολιτική και τα κέντρα λήψης αποφάσεων επίσης. Εκατομμύρια τόνοι τσιμέντου, εκατομμύρια ψυχές. Εμειναν έτσι τα βουνά στην επαρχία στης χώρας έρημα. Έμειναν τα χωριά να βουλιάζουν στον χρόνο και να μην έχουν ούτε έναν κάτοικο. Ακόμη και τα πιο ηρωϊκά που βαστούνε, βλέπουν τον πληθυσμό τους να μειώνεται χρόνο με το χρόνο.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί συνέβη όλη αυτή η ιστορία. Σίγουρα υπάρχουν αρκετές εξηγήσεις και οι επιστήμονες τις έχουν θέσει στη διάθεσή μας, όπως και οι κοινωνικοί μελετητές. Όμως δεν το κατάλαβα.

Δεν θα πάψω να μιλάω για τα βουνά, δεν θα πάψω να τα επισκέπτομαι και να γράφω για εκείνα. Κάποτε σε αυτά αναπτύχθηκαν μοναδικοί πολιτισμοί. Από την αρχαιότητα ακόμη, οι ιστορικοί όπως ο Παυσανίας μας είχαν προϊδεάσει. Κάποια στιγμή θα πάρουν το αίμα τους πίσω όλα εκείνα τα πανέμορφα χωριά, τα εγκαταλελημένα. Ο κόσμος θα καταλάβει πως ο τρόπος ζωής που μας πλασάρανε είναι ένα τίποτα. Ο κόσμος στο τέλος πάντα καταλαβαίνει, έστω κι αν καθυστερεί.

 

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας 

ΑΟ Λαύκας: Ορεινές ποδοσφαιρικές κατακτήσεις!

Στην Ελλάδα το να κάνεις αθλητισμό δεν είναι αυτονόητο πράγμα. Ας υποθέσουμε όμως πως οκ, στις μεγάλες πόλεις και γενικότερα στις πόλεις, το να κάνεις αθλητισμό είναι σχετικά εύκολο παρόλα τα εμπόδια. Στα χωριά όμως; Και συγκεκριμένα τα ορεινά κάθε Νομού; Εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο. Είναι δύσκολα δηλαδή σε πιο σημαντικούς τομείς όπως η υγεία και η εκπαίδευση, δεν θα ήταν στον αθλητισμό;

Η Λαύκα είναι ένα από τα ορεινά και πανέμορφα χωριά της Κορινθίας (Δήμος Σικυωνίων). Άλλωστε όλες οι περιοχές μας στον ορεινό όγκο είναι όμορφες και σε αυτό δεν χωράει αμφιβολία. Σε ένα ορεινό χωριό (σχεδόν 700 μέτρα υψόμετρο) λοιπόν υπάρχουν άνθρωποι που ακόμη ονειρεύονται και πασχίζουν για το ποδόσφαιρο. Ο ΑΟ Λαύκας αγωνίζεται στην Γ’ κατηγορία της ΕΠΣ Κορινθίας την φετινή σεζόν. Εχει λοιπόν καταφέρει κάτι μοναδικό και αξιέπαινο, κάτι που αξίζει να αναφερθεί και να αποτελέσει φάρο και παράδειγμα για πολλούς.

Στο ξερό γήπεδο με το χώμα που θυμίζει άλλες εποχές, μαζεύονται σε κάθε προπόνηση 24 νέα παιδιά που απαρτίζουν το ρόστερ του συλλόγου. Φέτος παλαιότεροι αθλητές που φόρεσαν την φανέλα της ομάδας, αλλά και άλλοι με μεράκι για τον αθλητισμό, κατάφεραν να χτίσουν κάτι πολύ όμορφο σαν διοίκηση. Με προπονητή τον κύριο Μπεκιάρη από τη Νεμέα και μέσο όρο ηλικίας τα 21 έτη των αθλητών, μπήκαν στο νέο πρωτάθλημα με ισοπαλία απέναντι στα Ταρσινά ’97.

Σίγουρα το Τσάμπιονς Λίγκ δεν πρόκειται να το κατακτήσουν. Όμως τι σημασία έχει; Μερικές φορές υπάρχουν κατακτήσεις υψηλότερες από τις πολυδιαφημισμένες. Καλή συνέχεια ευχόμαστε εδώ από το revista και συγχαρητήρια για το μεράκι σας!

 

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας

Halloween ~ Κριτική ταινίας

Έτος: 2018
Σκηνοθεσία: David Gordon Green
Πρωταγωνιστούν: Jamie Lee Curtis, Judy Greer, Andi Matichak
Διάρκεια: 1ω 46λ

Το παρών Halloween είναι η 11η ταινία του ομότιτλου κινηματογραφικού franchise. Επίσης είναι μια slasher ταινία τρόμου (υποκατηγορία των ταινιών τρόμου όπου ένας ψυχοπαθής παρακολουθεί και σκοτώνει χρησιμοποιώντας κυρίως αιχμηρά εργαλεία). Με λίγα λόγια είναι κάτι πολύ κορεσμένο που θα έπρεπε να περάσει αδιάφορο. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, ίσα ίσα συνέβη το αντίθετο. Ο λόγος είναι απλός. Το συγκεκριμένο Halloween, σε σχέση με όλα τα προηγούμενα sequel/remake του κλασικού πλέον Halloween του 1978 του σπουδαίου κινηματογραφιστή John Carpenter, έχει λόγο ύπαρξης.

Ο Michael Myers, μετά τα γεγονότα της ημέρας του Halloween 40 χρόνια πριν, βρίσκεται φυλακισμένος σε ένα ίδρυμα, ενώ πρόκειται να μεταφερθεί σε νέες εγκαταστάσεις. Η Laurie Strode, που επιβίωσε εκείνη τη νύχτα του 1978, έχει γίνει ψυχωτική με τον Michael και προετοιμάζεται για να τον αντιμετωπίσει στην περίπτωση που επιστρέψει. Η ψύχωσή της όμως έχει δημιουργήσει ρήξη με την κόρη της. Κατά την μεταφορά του στις νέες εγκαταστάσεις ο Michael δραπετεύει.

Η πλοκή συνεχίζεται από την πρώτη ταινία καταργώντας θεματικά όλες τις υπόλοιπες που μεσολάβησαν. Σενάριο cliché, αλλά καλογραμμένο με συνοχή, χωρίς το περιθώριο ιδιαίτερων εκπλήξεων, διηγείται μια ιστορία ανάμεσα σε δύο ‘τέρατα’. Το ένα είναι ο δολοφόνος Michael και το άλλο η ψυχωτική Laurie. Ο όρος τέρας είναι κατανοητός για τον πρώτο, αλλά για την δεύτερη είναι πιο μεταφορικός, καθώς η εμμονή της με τον Myers την έχει μεταμορφώσει σε ένα αντικοινωνικό άτομο, με τις συνέπειες να είναι εμφανείς στις οικογενειακές της σχέσεις. Το θύμα που γίνεται κυνηγός, αναμένοντας μονίμως τον κίνδυνο, ανίκανο να ξεχάσει το πλάσμα που σκόρπισε τον τρόμο και τον θάνατο 40 χρόνια πριν. Αυτή είναι και η ιδέα που επικρατεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και την κάνει ενδιαφέρουσα. Δεν εστιάζει μόνο σε jump scares και σκηνές σφαγής αλλά σε κάτι βαθύτερο με περισσότερο νόημα.

Οι χαρακτήρες, πλην των δύο βασικών, δηλαδή των Myers και Laurie, δεν παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον αλλά δεν χρειάζεται και κάτι τέτοιο μιας και είναι ‘κομπάρσοι’ στο παιχνίδι των δύο πρωταγωνιστών. Ο Dr. Sartain όμως χρειαζόταν λίγο περαιτέρω ανάπτυξη.

Οι ερμηνεία των Jamie Lee Curtis και Andi Matichak (της εγγονής της Laurie) είναι πολύ καλές και το υπόλοιπο καστ καταφέρνει και αυτό μια χαρά να αποδώσει τους χαρακτήρες του, χωρίς να έχει βέβαια να ανταποκριθεί σε κάποιες ιδιαίτερες απαιτήσεις.

Ένα όμως από τα καλύτερα σημεία της ταινίας είναι η ατμόσφαιρα, αποτέλεσμα συνδυασμού σωστής σκηνοθεσίας, με κάποια όμορφα (στα πλαίσια ταινίας τρόμου)και ενδιαφέροντα πλάνα και μιας σκοτεινής και μουντής φωτογραφίας. Το κερασάκι όμως στην τούρτα είναι η μουσική. Με θεμέλιο το κλασικό soundtrack που έγραψε ο Carpenter για το πρώτο Halloween, στην συγκεκριμένη ταινία ο ίδιος, που συμμετέχει πάλι στην σύνθεση μαζί με τον γιο του Cody Carpenter και τον Daniel Davis (Βρετανο-Αμερικάνος μουσικός και συνθέτης που έχει συμμετάσχει στα προσωπικά μουσικά άλμπουμ του John Carpenter), την απογειώνει κάνοντας την ακόμα πιο ατμοσφαιρική και βαριά αλλά και ιδανική για την ταινία.

Το Halloween δικαιώνει ένα αποτυχημένο franchise ταινιών με το να κάνει τις αποτυχίες που μεσολάβησαν να ξεχαστούν ακόμα περισσότερο και ταυτόχρονα ξυπνάει μνήμες στους φαν του original, άσχετα με το αν ακολούθησαν τις υπόλοιπες ταινίες ή όχι, ενώ εύκολα μπορεί να δημιουργήσει και καινούργιο κοινό, κάνοντας το να κοιτάξει πίσω στο 1978 και να βρει ένα κινηματογραφικό διαμαντάκι. Με λίγα λόγια η ταινία είναι μια απολαυστική cliché ουσιώδης νοσταλγία με καθηλωτική ατμόσφαιρα που σίγουρα αξίζει την προσοχή που επιζητά.

Κριτική: 7,5/10

Γράφει ο Δημήτρης Αδαλάκης

Διαδρομές, δόσεις ελευθερίας..

Διαδρομές. Μικρές ή μεγάλες. Ανάμεσα σε δουλειά και γυναίκα, παιδιά, ερωμένη, μοναξιά. Ανάμεσα σε χρέη και «χρέη», ανάμεσα σε άγχη επαγγελματικά και προσωπικά. Ανάμεσα στο “δε γαμιεται” και μερικά ακόμα ποτά. Ανάμεσα σε πόλεις γνωστές και άγνωστες ή πατρίδες χτισμένες και ξενικές. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους μανιακούς απομονωμένους στα δικά τους κουβούκλια και τα δικά τους προβλήματα. Όμως η διαδρομή είναι πάντα μια γρήγορη νότα φευγιού. Και απ’ τα καλά και απ’ τα κακά. Είναι μια γρήγορη δόση ελευθερίας, που μοιάζει με το ρίσκο της ζωής.

Του Κωνσταντίνου Μίχου

«Οι ψευτομορφωμένοι»: Ένα υπέροχο κείμενο του Ντίνου Χριστιανόπουλου για την ημιμάθεια και την υποκρισία

Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος γράφει ένα κείμενο για την ημιμάθεια και την υποκρισί
ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ό,τι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι` αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ` όλες τις εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα τούς κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση.

ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ, ΟΤΑΝ ΛΕΓΑΜΕ «ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων», νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι.

ΣΕ ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ, ΟΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ κατά βάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν τη χρησιμοποιεί σωστά.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕ γλώσσα των κουλτουριάρηδων είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξειςκαι από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ` ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δεν βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»;

ΡΩΤΗΘΗΚΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΑ ΤΙΣ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση; Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ` αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δεν λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»;

ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙ και γι` αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε. Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται.

ΒΕΒΑΙΑ ΤΟ ΜΠΕΡΔΕΜΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΩΤΑ στο μυαλό. Πάντως μ` αυτά και μ` αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΝΑΡΩΤΗΘΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πώς είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν;

ΒΕΒΑΙΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΟΤΙ γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξήλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλλας, που γράφουν ό,τι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.

ΚΑΠΟΙΟΙ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΠΩΣ ΕΤΣΙ ΕΜΠΛΟΥΤΙΖΕΤΑΙ η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές της Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;

Η ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΑΥΤΟΥ οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους.Δεν θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ` όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ` όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης.

ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΑΥΤΟ, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΣ, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη» και τα συναφή. Μέσα σ` αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (20 Μαρτίου 1931). Είναι Έλληνας ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός. Το πραγματικό όνομά του είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Το 2011 αρνήθηκε να παραλάβει το Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2011. «Δεν θέλω ούτε τα βραβεία ούτε τα λεφτά τους». Η απάντησή του έκανε μεγαλύτερο θόρυβο από το ίδιο το βραβείο σε μια κοινωνία που δεν ακούει πια τους ποιητές της.

www.stroumfaki.gr