Στην άκρη του δρόμου..

Είναι μεσημέρι και ο ήλιος καυτός στον επαρχιακό δρόμο. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου ανοιχτά χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς έχεις γίνει “κουδούνι” από την όλη ατμόσφαιρα. Σε κάποιο σημείο από όπου θα περάσεις, έξω από κάποιο χωριό και πάντα στον επαρχιακό δρόμο, εκεί στην άκρη κάτι στέκεται ακίνητο. Χρώμα καφέ με κόκκινο. Πλησιάζεις λίγο πιο αργά αφού έχεις κόψει ταχύτητα και παρατηρείς καθαρά. Ένας σκύλος νεκρός, με καφέ τρίχωμα και κατακόκκινες αποχρώσεις αίματος πάνω τους. Το δικό του αίμα είναι προφανώς. Ο δύσμοιρος ζαλίστηκε φαίνεται κι εκείνος από τον καυτό ήλιο στο τέλος του καλοκαιριού, ίσως να ήταν πεινασμένος, αποκαρδιωμένος, δεν έβλεπε καθαρά. Κάποια “λαμαρίνα” τον πήρε σβάρνα και νάτος τώρα εδώ να στέκεται ανήμπορος στην άκρη του δρόμου. Ανήμπορος γιατί ποτέ πια δεν θα έχει την ικανότητα να ζαλιστεί, να πεινάσει, να τρέξει ή να απελπιστεί. Ανήμπορος γενικότερα… νεκρός.

Είναι πρώτη φορά που κάνεις τόσες πολλές σκέψεις μέσα σε λίγες στιγμές. Όσο διαρκεί δηλαδή ένα σύντομο πέρασμα δευτερολέπτων με το αυτοκίνητό σου από κάποιο σημείο ενός επαρχιακού δρόμου. Σημείο μοναχικό όσο και ο δρόμος που είχε πια πάρει να βαδίζει ο σκυλάκος. Τα χρόνια έχουν περάσει κι εσύ έχεις αρχίσει να καταλαβαίνεις καλά, να το νιώθεις στο πετσί σου κάθε τόσο πως ζωή, είναι πράγμα σπάνιο, μοναδικό και σύντομο. Δεν γνωρίζω αν και τα ζώα διαθέτουν την ικανότητα να κάνουν τέτοιες σκέψεις όμως δεν το αποκλείω κιόλας. Είναι η πρώτη φορά που η εικόνα ενός καφέ σκυλάκου που χτυπήθηκε “παράπλευρα” κι εντελώς μοιραία στη γωνία ενός ασήμαντου δρόμου με στοιχειώνει. Απόκοσμη αίσθηση. Η ασημαντότητα της ύπαρξης βρίσκεται καμία φορά ολοφάνερη μπροστά τα μάτια μας. Κι έτσι έρχονται στο νου μου τα λόγια ενός αγνώστου συγγραφέα που έγραφε το εξής: “Είναι μικρή η απόσταση από το εδώ ως το τίποτα φίλε.”

Του Στάθη Ντάγκα

Sócrates : Κάτι παραπάνω από ποδοσφαιρικός θρύλος

Ήταν 19 Φλεβάρη του 1954 όταν ήρθε στην ζωή ένα μωρό το οποίο θα ξεχώριζε αργότερα ως μια από τις πιο συναρπαστικές προσωπικότητες στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Και γενικά του αθλητισμού. Ο Σώκρατες (Socrates Brasileiro Sampaio de Sousa Vieira de Oliveira το πλήρες όνομα) δεν άφησε μόνο ιστορία στα γήπεδα όντας παικταράς, άφησε ιστορία και σαν άνθρωπος. Δεν βγαίνουν κάθε μέρα ποδοσφαιριστές που σπούδασαν ιατρική, που πήραν διδακτορικό στην φιλοσοφία (γι’αυτό και το παρατσούκλι «Doctor») και εξέφραζαν πολιτική και κοινωνική άποψη όπου και να βρίσκονταν. Ως πολυδιάστατη προσωπικότητα που ήταν, καλύτερα να μιλούσαμε για την κάθε ιδιότητα του Σώκρατες ξεχωριστά.

«Η ομορφιά είναι πάνω απ’όλα. Η νίκη έρχεται μετά. Η χαρά είναι αυτή που μετράει»: Ο αθλητής Σώκρατες

Ξεκίνησε στην Μποταφόγκο (1974) και μετά πήγε στην μεγάλη του αγάπη, Κορίνθιανς (1978), σκοράροντας 172 γκολ σε 297 αγώνες. Αυτά έφεραν και 3 τίτλους πρωταθλήματος (1979, 1982, 1983). Ένα σύντομο πέρασμα από την Φιορεντίνα και μετά η επιστροφή του στην Βραζιλία για την Φλαμένγκο και την Σάντος ήταν οι τελευταίοι σταθμοί της καριέρας του (τυπικά γύρισε πάλι στην Μποταφόνγκο αλλά είχε 0 συμμετοχές). Ο θεός γύρισε στα 50 του το 2004 για να παίξει με την Γκάρφορθ για 10 λεπτά.

Ένας από τους πιο ρομαντικούς αρτίστες με φανταστική τεχνική κατάρτιση, αντίληψη του παιχνιδιού με την τυφλή πάσα με το τακουνάκι να είναι σήμα κατατεθέν του. Οργανωτής, ομαδικός, άνετος, με χειρουργική ακρίβεια στις πάσες και με τρομερή επίσης ευχέρεια και φαντασία στο σκοράρισμα, έχοντας και τα δύο πόδια εξίσου δυνατά. Tόσο κλασάτος και άνετος με κινήσεις που έδειχναν ευκολία σε όλα,  σαν να μην υπήρχε προσπάθεια και να φλέρταρε με την οκνηρία και την έλλειψη ενδιαφέροντος. Μια φιγούρα που ξεχώριζε στο γήπεδο όχι μόνο της κλάσης του, αλλά και του ύψους (1,93 μ) και του χαρακτηριστικού γενιού και τoυ επίδεσμου στα μαλλιά του.

Ο αρχικός τίτλος της παραγράφου ήταν «Ο ποδοσφαιριστής – παικταράς Σώκρατες» αλλά θα ήταν ελλιπής, καθώς δεν γίνεται να μην σταθούμε και στην ζωή που έκανε εκτός γηπέδων. Μανιώδης καπνιστής, λάτρης του ποτού και των γυναικών, δεν δέχθηκε ποτέ καμία συμβουλή και υπερασπίστηκε τα πάθη του με κάθε ευκαιρία που του δίνονταν. «Είμαι αντιαθλητής. Δεν μπορώ να αρνηθώ σε παραστρατήματα που ξεφεύγουν από τα αυστηρά συστήματα που χαρακτηρίζουν τους αθλητές. Θα πρέπει να με δεχθεί κάποιος όπως είμαι». Η αλήθεια ήταν ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ στις προτεραιότητές του. Όσο ήταν φοιτητής στην Ιατρική, θα πήγαινε σε μάθημα αν είχε προπόνηση την ίδια ώρα. Tέλειωσε την σχολή και μετά έγινε επαγγελματίας, στα 25 του χρόνια. Το αλκοόλ δεν το έβλεπε σαν πάθος αλλά σαν συνοδοιπόρο. Στην Φιορεντίνα το είπε ξεκάθαρα: «Ήμουν ένα χρόνο στην Φλωρεντία και αρκετές φορές δεν ήθελα να πάω να προπονηθώ αλλά ήθελα να βγω έξω, να καπνίσω, να παρτάρω με τους φίλους μου. Υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα στην ζωή από το ποδόσφαιρο«.

«Πίνω για να ζω», «Δεν ήμουν ποτέ εξαρτημένος στο αλκοόλ . Το έβλεπα πάντα σαν σύντροφο και ποτέ δεν είχα στερητικό σύνδρομο όταν δεν έπινα» μερικές από τις διάσημες δηλώσεις του για την αδυναμία που συνέβαλε στον θάνατό του.

Ωστόσο πριν το Παγκόσμιο του 1982, είχε κόψει το κάπνισμα και γυμνάζονταν σκληρά. Αποτέλεσμα ήταν να δει ο κόσμος μια υπέροχη ομάδα με τον μετρονόμο της σε φανταστική κατάσταση, μια ομάδα που σε πολλές ψηφοφορίες φιγουράρει στις πρώτες θέσεις της λίστας με τις καλύτερες ομάδες που δεν κατέκτησαν ποτέ το Μουντιάλ  Εκείνο το φανταστικό παιχνίδι με την Ιταλία (3-2 υπέρ της Ιταλίας και με την διάσημη γκολάρα του Doctor) ήταν ο επίλογος της φανταστικής εκείνης ομάδας. Στο 1986 δεν ήταν ο ίδιος, μετά τις καταχρήσεις των προηγούμενων χρόνων αλλά η κλάση, όπως λένε, μένει για πάντα (2 γκολ, ένα χαμένο πέναλτι). Ο αδερφός του Ράι, ωστόσο, ήταν στην αποστολή της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Εθνικής Βραζιλίας το 1994.

Για εκείνη την φανταστική Βραζιλία μια ατάκα του τα λέει όλα:

«Μετράω την επιτυχία από τις εμπειρίες που ζούμε. Και το να παίζω σε μια ομάδα σαν εκείνη ήταν σαν να βγαίνεις ραντεβού με την γυναίκα που αγαπάς». 

Δύο ακόμη ατάκες του για το ποδόσφαιρο:

«Κανείς παίκτης δεν εγκαταλείπει το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο εγκαταλείπει τους παίκτες».

«Το ποδόσφαιρο είναι τέχνη και πρέπει να εμφανίζει δημιουργικότητα. Αν οι Βαν Γκογκ και Ντεγκά ήξεραν ότι θα λάμβαναν τέτοιας αναγνώρισης δεν θα είχαν δημιουργήσει αυτά που έκαναν. Θα πρέπει να απολαμβάνεις την τέχνη και να μην σκέφτεσαι πως θα κερδίσεις».

«Ανταλλάζω τα γκολ μου για μια καλύτερη χώρα»: Ο ακτιβιστής Σώκρατες

Πέρα από την απαράμιλλη ποδοσφαιρική κλάση του, ο Σώκρατες έμεινε στην ιστορία για την πολιτική και κοινωνική του δράση. Δεν φοβόνταν ποτέ και δεν κρύβονταν από κανέναν στον αγώνα του για τα ίσα δικαιώματα και την δημοκρατία. Η πιο χαρακτηριστική του κίνηση που άφησε ιστορία ήταν όταν ίδρυσε το κίνημα της Δημοκρατίας της Κορίνθιανς, μια ρομαντική και τολμηρή κίνηση που είχε στόχο να μαχηθεί εναντίον του απολυταρχικού ελέγχου που επέβαλε τότε ο σύλλογος στους παίκτες. Ήταν τα χρόνια όπου η Βραζιλία κυβερνούνταν από χούντα και οι σύλλογοι αποτελούσαν έναν μικρόκοσμο της κοινωνίας. Ο Σώκρατες ζητούσε να έχουν όλοι στον σύλλογο άποψη για τα θέματά του και ειδικά οι ποδοσφαιριστές θα αποφάσιζαν για τα ζητήματα που τους αφορούσαν μέσω του διαλόγου και της ψηφοφορίας. Από το γεύμα μέχρι την διάρκεια της προπόνησης. Δεν τελείωνε όμως μόνο εκεί η δράση του κινήματος: έπεισε τους συμπαίκτες ότι άλλοι σημαντικοί άνθρωποι όπως οι επιστάτες, οι καθαρίστριες αξίζουν κάτι παραπάνω από τα ψίχουλα που έπαιρναν και ψηφίστηκε ένα μέρος των μπόνους να πηγαίνει σε αυτούς. Μια κλασική απόφαση που πάρθηκε επίσης ήταν να περιοριστούν οι μέρες του concentraçao (συγκέντρωση ομάδας μια μερα πριν τους αγώνες σε ξενοδοχείο), συνήθεια που μισούσε ο Σώκρατες γιατί Παρασκευές και Σάββατα ήθελε να είναι σπίτι του να πίνει την μπύρα του.

Η  συνεχής δράση του κινήματος σταδιακά έφεραν τα μπλουζάκια με την επιγραφή «Θα ψηφίσω στις 15 του μήνα», τον Νοέμβρη του 1982, φορεμένα από τους παίκτες της Κορίνθιανς. Η δημοτικότητά τους προέτρεψε το κοινό να ψηφίσει στις πρώτες εκλογές μετά από 21 χρόνια και να είναι μια από τις πρώτες κινήσεις που θα κατάφερνε ώστε να διώξει το καθεστώς.

Στο τέλος εκείνης της χρονιάς ο Σώκρατες και οι υπόλοιποι παίκτες της Κορίνθιανς φόρεσαν τα μπλουζάκια με την λέξη «Δημοκρατία» στους πανηγυρισμούς του πρωταθλήματος που κατέκτησαν. Ο ίδιος τότε δήλωσε: «Ήταν μάλλον η πιο όμορφη στιγμή της ζωής μου. Και είμαι σίγουρος για το 95% των συμπαικτών μου».

Στους τελικούς με την Σάο Πάολο (1984) , οι παίκτες μπήκαν στο γήπεδο κρατώντας ένα πανό που έγραφε «Νίκη ή ήττα, αλλά πάντα με δημοκρατία».

Tην ίδια χρονιά είχε εμφανιστεί σε ομιλία μπροστά σε 2 εκατομμύρια ανθρώπους, τονίζοντας ότι θα πήγαινε στην Ιταλία αν το καθεστώς δεν αποδέχονταν τις εκλογές. Τελικά το καθεστώς δεν δέχθηκε τις εκλογές και ο Σώκρατες έφυγε στην Ιταλία για την Φιορεντίνα (1984).

«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ήταν η πιο πλούσια περίοδος της ζωής μου, που με οδήγησε σε αυτό που είμαι σήμερα, άνθρωπο, ακτιβιστή ή ό,τι είμαι τέλος πάντων».

Μεγαλωμένος σε μια χώρα που αναπνέει από το ποδόσφαιρο, ο ίδιος πάντα έθετε ως προτεραιότητα την βελτίωση του τρόπου ζωής. Το βιβλίο που ξεκίνησε να γράφει δεν ολοκληρώθηκε ποτέ: είχε θέμα την ετοιμασία της Βραζιλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, την οικονομική κατάχρηση, την εκμετάλευση και τα παρασκήνια πίσω από την γκλαμουριά των σταρ και των χορηγών. Πάντα κριτίκαρε τις διοικήσεις και τους χορηγούς και η πρώτη του χαρά μετά θάνατον θα ήταν να ακούει μια άκρως τυπική ευχή συλληπητηρίων από τον πρόεδρο της Κορίνθιανς. Θα απογοητεύονταν αν έλεγε περισσότερα ένας άνθρωπος που του είχε ασκήσει τόση κριτική ο ίδιος στο παρελθόν. Σημασία έχει ότι 40 χιλιάδες φίλαθλοι της Κορίνθιανς ύψωσαν την γροθιά ψηλά κατά το ενός λεπτού σιγής πριν την έναρξη του πρώτου αγώνα μετά τον θάνατό του, συμβολική κίνηση που παρέπεμπε στον πανηγυρισμό του Σώκρατες μετά από κάθε γκολ του. Ο οποίος παρεπιπτόντως δεν είχε πολιτική χροιά, τον είχε δει από δύο Ολυμπιονίκες και τον είχε υιοθετήσει. Η επιθυμία του για να πεθάνει Κυριακή και να δει την Κορίνθιανς να κατακτάει το πρωτάθλημα πάντως πραγματοποιήθηκε!

Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε τα μηνύματα που φορούσε και στον θρυλικό κεφαλόδεσμο που φορούσε σχεδόν πάντα. Το 1986, στο Παγκόσμιο του Μεξικού, στο μήνυμά του έγραφε «Mexico, sigue en pie»  (το Μεξικό είναι ακόμη εδώ), με αφορμή τον φονικό σεισμό που είχε συμβεί 9 μήνες πριν την έναρξη της διοργάνωσης. Σε άλλο μήνυμα έγραφε «Yes to Love, No to Terror» με αφορμή τον βομβαρδισμό της Λιβύης από τους Αμερικάνους. Είχε επισκεφτεί τον Καντάφι ο ίδιος στο παρελθόν και ο δεύτερος τον είχε προτρέψει να κατέβει για Πρόεδρος της Βραζιλίας.

Όταν η μητέρα του βρήκε υπερβολικά δυνατό το όνομα Φιντέλ για τον νεογέννητο γιο του (προς τιμήν του ηγέτη της Κούβας) ο ίδιος απάντησε απλά: ‘Μητέρα, δες τι έχεις κάνει μαζί μου».

«Πίνω, καπνίζω και σκέφτομαι»: Ο φιλόσοφος Σώκρατες

Μεγάλωσε σε μια οικογένεια στην οποία ο πατέρας έδωσε ονόματα Ελλήνων φιλοσόφων στους γιους του (Σωσθένης και Σοφοκλής ήταν τα ονόματα δύο αδερφών του). Ο πατέρας του ήταν κάτι σαν τοπικός ήρωας, όντας υπεύθυνος για την διαχείριση οικονομικών της περιοχής και βοήθησε στην ανάπλασή της. Αρκετά ευκατάστατος, βοήθησε τους γιους του να λάβουν μια καλή μόρφωση και το σπίτι του ήταν πάντοτε γεμάτο με βιβλία. Το 1964 ωστόσο, με την άνοδο της δικτατορίας, με τον κίνδυνο αρκετά από αυτά τα βιβλία να χαρακτηριστούν απαγορευτικά και να μπλέξει ο πατέρας του, τον είδε να τα σκίζει, σε ηλικία 10 ετών. «Κατάλαβα ότι δεν ήταν σωστό και κάτι πήγαινε στραβά, καθώς ο πατέρας μου λάτρευε την βιβλιοθήκη του. Κατάλαβα ακριβώς τι γίνονταν όταν πήγα στο πανεπιστήμιο». Μικρός μεγάλωσε έχοντας είδωλα τους Τζον Λένον, Φιντέλ Κάστρο και Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Ας αφήσουμε τον ίδιο πάλι να μιλήσει.

Όταν πήγε στην Φιορεντίνα και τον ρώτησαν αν προτιμάει τον Σάντρο Ματσόλα ή τον Τζιάνι Ριβέρα απάντησε αφοπλιστικά:

«Δεν τους ξέρω. Ήρθα εδώ να μελετήσω τα αυθεντικά κείμενα του Αντόνιο Γκράμσι και να διαβάσω για την ιστορία του κινήματος των εργατών».

Στην Φιορεντίνα είναι η αλήθεια δεν κόλλησε ποτέ. Στο κορυφαίο πρωτάθλημα τότε του κόσμου, δεν μπορούσαν να ανεχτούν οι συμπαίκτες και ο προπονητής του ότι έκανε τέτοια εξωαγωνιστική ζωή. Ο ίδιος απορούσε γιατί ήταν όλα τόσο αυστηρά και αρκετές φορές βάλθηκε εναντίον συμπαικτών του για θέματα στησίματος αγώνων. Απέτυχε να οργανώσει μια αντίστοιχη Δημοκρατία σαν αυτή της Κορίνθιανς.

«Το καλύτερο που μου έδωσε το ποδόσφαιρο ήταν να γνωρίσω ανθρώπους, ανθρώπους που υπέφεραν πολύ και αυτούς από την άλλη πλευρά που τα είχαν όλα».

Για το αν έχει δοκιμάσει κοκαϊνη:
«Όχι. Έχω τρεις απολαύσεις: τις γυναίκες, το ποτό και το τσιγάρο. Αν αποκτήσω ακόμη μια σημαίνει ότι θα πρέπει να αντικαταστήσω μια από αυτές».

Ο άνθρωπος Σώκρατες

Μια φανταστική ιστορία που τον περιγράφει στα πρώτα του βήματα είναι αυτή που συνέβη όταν έπαιζε στην Μποταφόγκο. 1975 λοιπόν και ο σοφέρ της Μποταφόγκο πάει να πάρει τον Σώκρατες από την σχολή του για να τον πάει στον αγώνα , και τον βλέπει να περιμένει απαθής καπνίζοντας. Ο νεαρός ήταν ο ανερχόμενος σταρ και ο σύλλογος σέβονταν την προτεραιότητά του για να τελειώσει τις σπουδές του και έστελνε τον σοφέρ να τον μαζεύει για τις υποχρεώσεις του. Ο σύλλογος θα έπαιζε με την Κορίνθιανς και ο δρόμος ήταν περίπου 4 ωρών. Οι άνθρωποι της Μποταφόγκο θα περίμεναν 30′ πριν την έναρξη του αγώνα τον ποδοσφαιριστή τους αλλά εκείνος εμφανίστηκε μόλις 15′ πριν την έναρξη. Ο οδηγός και ο νεαρός δεν ξέρουν που πέφτουν τα αποδυτήρια και ο παίκτης, ντυμένος σαν γιατρός κανονικά, αγόρασε εισιτήριο για να μπει μέσα. Ρωτώντας έναν φρουρό που είναι τα αποδυτήρια και τονίζοντας ότι είναι παίκτης της Μποταφόγκο, λάμβανε μόνο ειρωνεία. Για καλή του τύχη ένας από το προσωπικό της Μποταφόγκο τον είδε και άρον άρον άλλαξε και εισέβαλε στο στάδιο με τους 33 χιλιάδες φίλους της Κορίνθιανς να περιμένουν. Η Μποταφόγκο έχασε 4-1 αλλά εκείνος που ήταν ο καλύτερος ήταν ο Σώκρατες.

Αναμφίβολα από τους κορυφαίους της Βραζιλίας σαν ποδοσφαιριστής, όχι ο καλύτερος αλλά ο πιο ξεχωριστός: έμεινε στην ιστορία για την τεράστια περσόνα του. Σαν άνθρωπος ήταν λάτρης της καλής ζωής, με 4 γυναίκες και 6 παιδιά («μου αρέσει η αναπαραγωγή» όπως δήλωσε) να το επιβεβαιώνουν. Η αναζήτηση στο ίντερνετ από πηγές δημοσιογράφων που ασχολήθηκαν μαζί του δείχνουν ότι βαρέθηκε τον πρώτο γάμο του και δεν μπορούσε να ασχοληθεί με μελλοντικά σχέδια και μακρυπρόθεσμες ανάγκες κατά τον δεύτερο γάμο του. Στους δύο τελευταίους γάμους του έπινε από το πρωί μέχρι το βράδυ σε μπαρ, τόσο μέχρι που σε ένα μπαρ τον άφηναν να πίνει και τσάμπα γιατί προσέλκυε πελάτες. Έπινε χωρίς να μεθάει, μάγευε στο γήπεδο χωρίς να προσπαθεί, κάπνιζε χωρίς να λογαριάζει το αντικείμενο των σπουδών του. O αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος ήταν εναντίον των απολαύσεων, αυτός ήταν υπέρμαχος. Καλλιτέχνης εντός και εκτός γηπέδων (έπαιζε και μουσική και έγραφε ποίηση) αλλά κατέστρεψε την ζωή του.  Αλλά ο γιατρός ήταν ειλικρινής, πιστός (όχι στις γυναίκες του αλλά στις αξίες του), ρομαντικός και με μια λέξη: μοναδικός. Η ιστορία του αξίζει να γίνει ταινία.

Πηγή κειμένου: cult24.gr

Όμορφες ποδοσφαιρικές ιστορίες..

Το ποδόσφαιρο που αλλάζει διαρκώς μα που κάπου στο βάθος, εκείνο που μένει είναι μερικές όμορφες ιστορίες. Όπως αυτή του Γιάγια Τουρέ, που προφανώς και δεν ξέχασε ποια ήταν η πρώτη ομάδα που πίστεψε στις ομολογουμένως μεγάλες δυνατότητές του. Το έλεγε χρόνια ότι θα επέστρεφε στο λιμάνι και το έκανε πράξη. Ή μήπως πιστεύετε ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει τα ίδια χρήματα από άλλες ομάδες, ακόμη και σε αυτή την ηλικία;

Δεν αντέχω τους άπληστους ανθρώπους – Μπουκάι

Σκάβοντας για να ανεβάσω ένα φράχτη που θα χώριζε το οικόπεδο μου από των γειτόνων μου, βρήκα θαμμένο στον κήπο ένα παλιό μπαούλο γεμάτο χρυσά νομίσματα.

Εμένα δε μου κίνησε το ενδιαφέρον ο πλούτος, αλλά το παράδοξο του ευρήματος.
Ποτέ δεν υπήρξα φιλοχρήματος, ούτε και νοιάζομαι πολύ για τα ακριβά πράγματα.
Αφού ξέθαψα το μπαούλο, έβγαλα τα νομίσματα και τα γυάλισα.
Ήταν τόσο βρώμικα και σκουριασμένα τα καημένα!
Καθώς τα τακτοποιούσα σε στοίβες πάνω στο τραπέζι μου, άρχισα να τα μετράω…

Μαζευόταν μια αληθινή περιουσία.

Μόνο αφού πέρασε καιρός άρχισα να φαντάζομαι όλα τα πράγματα που θα μπορούσα να αγοράσω με αυτά…
Σκεφτόμουν πόσο χαρούμενος θα ήταν ένας άπληστος που θα έπεφτε πάνω σε έναν σημαντικής αξίας θησαυρό…

 Ευτυχώς…

Ευτυχώς δεν ήμουν τέτοια περίπτωση…

Σήμερα ήρθε ένας κύριος να διεκδικήσει τα νομίσματα. Ήταν ο γείτονας μου.
Προσπαθούσε να με πείσει, ο άθλιος, πως τα νομίσματα τα είχε θάψει ο παππούς του και πως γι’ αυτό του ανήκαν.

Εκνευρίστηκα τόσο… που τον σκότωσα!

Αν δεν τον είχα δει να ζητάει τόσο απελπισμένα να τα αποκτήσει θα του τα είχα δώσει γιατί, αν υπάρχει κάτι που δεν με ενδιαφέρει, είναι τα πράγματα που αποκτώνται με λεφτά…

Αλλά, το δίχως άλλο, δεν αντέχω τους άπληστους ανθρώπους…

3728845677_e477d8932c_b

  ~ Χόρχε Μπουκάι

_________

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Ο εξορκισμός της Πελαγίας..

“ΥΠΑΓΕΤΕ ΣΚΟΥΛΗΚΑΝΤΕΡΕΣ ΕΙΣ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ” αναφώνησε ο ρασοφόρος κραδαίνοντας προς το νερό το Τίμιο Ξύλο που είχε νωρίτερα παραλάβει μέσω courier από το Άγιο Όρος. Η μέδουσα Πελαγία παρολίγο να λυθεί στο γέλιο, μια που ήταν η τελευταία του είδους της που κολυμπούσε σ’ εκείνη τη γωνιά του Κορινθιακού. Τα ρηχά νερά του κολπίσκου της ζέσταιναν ευχάριστα τα γέρικα πλοκάμια ενώ ταυτόχρονα της παρείχαν άφθονο πλαγκτόν για να χορτάσει το μπορντό στομάχι. Δεν γύρευε πολλά από τη ζωή της, ούτε χαλάλιζε για το τίποτα την τοξίνη της: Οι λουόμενοι κι οι συζητήσεις τους εξέπεμπαν μία τρομερή μιζέρια, στην πραγματικά ήταν περισσότερο τοξικοί κι από την ίδια.

Η Πελαγία σπανίως άφηνε την οργή να την οδηγήσει να ‘πλέξει κομπλέν’ στα άκρα και τα οπίσθια των ανθρωποειδών κι αυτό γινόταν όταν ο πρωτοζωϊκός της εγκέφαλος αναστατωνόταν από κυράτσες που κακάριζαν, κυρίους που ουρούσαν στη θάλασσα και ορισμένους νεαρούς με ξυρισμένα κεφάλια, θολωμένα μάτια και αγκυλωτά τατουάζ χαραγμένα στο δέρμα τους. Εκείνο το απομεσήμερο ωστόσο η θάλασσα μύριζε αλλόκοτα: Δεν ήταν τα αντηλιακά, δεν ήταν τα ληγμένα αποφάγια από τη διπλανή ταβέρνα που μόνο εκείνη ήξερε – σαν άλλος Ζήκος- τη βρώμα και τη σαπίλα που την έδερνε. Όχι. Μία αποφορά από τυρί ροκφόρ κατέκλυζε τα παράκτια νερά και την εξέπεμπαν τα ποδάρια του Άγιου Ανθρώπου!Μπόχα καραμπινάτη ικανή να τρομοκρατήσει τον κάθε ανδρειωμένο, όχι μία τσουρομαδημένη τσούχτρα σαν τη φιλενάδα μας.

Μια τέτοια αγιοσύνη ήταν αβάσταχτη για τα ήδη ευαίσθητα, ζελατινοειδή της νεύρα. Και παρά το γεγονός ότι αποκαλούταν μαλάκιο, το μυαλουδάκι της πήρε τη μεγάλη απόφαση: Θα ανοιγόταν στο πέλαγο για να ζήσει όσο της ήταν ακόμα γραφτό, είτε από τη φύση, είτε από το θέλημα Εκείνου που – αν υπήρχε- θα αγαπούσε ισότιμα όλα τα πλάσματα, ακόμα κι ορισμένα ρασοφόρα που δεν εννοούσαν να συνεχίζουν να Τον πλάθουν, κατά τη δική τους χαμερπή εικόνα και ομοίωση. Οι ώρες πέρασαν, το Θαύμα διαδόθηκε τάχιστα μέσω διαδικτυακών blog, τηλεοπτικών σταθμών και τα στόματα ευσεβών Χριστιανών: Ο Σεβασμιώτατος εξόρκισε τίς σατανικές τσούχτρες, τα νερά ήταν ακίνδυνα για πάσα χρήση!

Τα δελτία ειδήσεων ετοίμαζαν τους μεγάτιτλους, η Espreso θα κυκλοφορούσε έκτακτο παράρτημα με τη συγκινητική περιγραφή του συμβάντος ενώ ταυτόχρονα Τατιάνα & Βίκυ μαλλιοτραβιούνταν για το ποιάς η εκπομπή θα φιλοξενούσε πρώτη τον θαυμαστό ιερωμένο. Ο τοπικός ταβερνιάρης έτριβε τα χέρια , τα πλήθη που θα γέμιζαν το μαγαζί του θα καθάριζαν τα ψυγεία του κι απ’ τα τελευταία σαπάκια. Ο Σεβασμιώτατος αισθανόταν ένα πλάκωμα στη σκέψη ότι θα έπρεπε επιτέλους να κάνει ποδόλουτρο, γιατί είχε υποψιαστεί το μυστικό της επιτυχίας του. Κι η Πελαγία ήταν πιο ήρεμη από ποτέ. Εκεί στη γαλάζια θαλασσα δεν είχε να φοβηθεί τίποτα, ούτε τα μεγάλα κήτη, ούτε τα απάτητα βαθη. Ήταν σε απόσταση ασφαλείας από ότι πιο αηδιαστικό μαστίζει την Πλάση: Την ανθρώπινη ηλιθιότητα. Μέδουσα ήταν, δεν ήταν βλαμμένη.

“Ο Εξορκισμός της Πελαγίας” , 1-9-18. (Στη μνήμη του Νίκου Τσιφόρου)

Γράφει ο Χρήστος Ανδρέου

Σκάβοντας στην άμμο ~ Του Κωνσταντίνου Μίχου

Ξάπλωσε και αυτή στην άμμο και βάλθηκε να σκάβει, χωρίς να έχει
κάποιο ιδιαίτερο στόχο.
Απλά το χε ανάγκη.
Σ’ όλες τις παραλίες που χε γυρίσει πίσω στην Ελλάδα, παντού
έβλεπε παιδιά όλων των εθνικοτήτων να σκάβουν στην άμμο.
Χωρίς κανένα μιμητισμο, χωρίς καμία παρότρυνση, έσκαβαν
εμμονικα στην άμμο.
Και από καιρό της είχε εντυπωθει η ιδέα ότι υπήρχε λίγη χαμένη
αγνότητα και ένας ιδιότυπος εξαγνισμός σε όλη αυτή τη
διαδικασία.
Κάποιες λίγες φορές, ο μόνος τρόπος να αντικρυσεις την
πραγματικότητα είναι μέσα από τα γεμάτα αγνότητα και φαντασία
παιδικά μάτια. Κάποιες λίγες φορές μόνο έτσι μπορεί να βγει
λογική.

Χατζιδάκις: “Αδιαφορώ για τη δόξα…”

«Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ‘25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.

Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ‘31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία – όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.

Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Εγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.

Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή – σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.

Ταξίδεψα πολύ. Κι’ αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.

Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια – δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, – μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.

To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.

Εξόφλησα τα χρέη μου το ‘72 κι’ επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.

Κι’ έτσι απ’ το ‘75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.

Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.

Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» – πού λένε – κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.

Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.

_________

   ~ ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ – Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».

     Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ από neoskosmos

Να γιατί το Ziria Music Festival δεν μοιάζει με κανένα άλλο φεστιβαλ εκεί έξω..

Το 10 φεστιβαλ μουσικής στη Ζήρεια την ερχόμενη εβδομάδα θα είναι πια γεγονός. Το 10 και όχι 10ο απ’ότι συζητούσαμε ένα βράδυ στον Βαβελιάρη με τα παιδιά, έχει το δικό του νόημα, αλλά τώρα, δεν γράφω για να παίξω με τις λέξεις (γέλια). Το φεστιβαλ λοιπόν του βουνού όπως έχουμε συνηθίσει να το αποκαλούμε μεταξύ μας, επιθετικός προσδιορισμός που έχει γίνει ευρέως γνωστός στο πανελλήνιο, ξεκίνησε όπως έχουμε ξανασημειώσει από δύο – τρεις ανθρώπους που ονειρεύοντουσαν πολύ.

Το ξεκίνησαν και σιγά – σιγά όπως οι ίδιοι λένε, ήταν σαν το παιδάκι που γεννήθηκε και έφθασε σχεδόν ύστερα από δέκα χρόνια να μοιάζει πως ενηλικιώθηκε. Ο Ανδρέας, ο Γιώργος, ο Κώστας δεν κράτησαν το όνειρο μόνο για την πάρτη τους αλλά το μοίρασαν. Τα όνειρα άλλωστε είναι πάντα ΔΩΡΕΑΝ. Έτσι αυτό το παρεάκι μεγάλωσε τόσο που μπορεί σήμερα να χαρακτηριστεί ως μοναδικό. Άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, με ανοιχτά μυαλά, σχεδιάζουν και υλοποιούν ύστερα από ένα χρόνο, κάθε χρόνο, κάθε Άυγουστο συγκεκριμένα, την γιορτή που όμοιά της δεν θα βρεις όσο κι αν ψάξεις στα ελληνικά χώματα και ίσως ακόμη παραπέρα. Θα μπορούσα να κλείσω το κειμενάκι εδώ και έχω την αίσθηση πως θα τα είχα γράψει όλα. Όμως φέτος θα αφήσω εδώ μερικούς από τους λόγους που με κάνουν να νιώθω σαν παιδάκι κάθε τέλος Αυγούστου. Ακούστε λοιπόν:

  • Αγαπώ τόσο την μουσική που πιστεύω πως δεν θα μπορούσα να ζήσω χώρια της. Την ίδια και ακόμη περισσότερη αγάπη έχω για την φύση και τα ζώα. Όλα τα ζώα, εκτός από τους κροκόδειλους και τα σαρκοβόρα τέρατα. Στη Ζήρεια λοιπόν ο συνδυασμός των παραπάνω είναι μοναδικός. Καθώς η νύχτα πέφτει και τα αστέρια ξεκινάνε το τρελό τους πανηγύρι στον ουρανό, η μουσική έρχεται από κάθε πλευρά και την νιώθεις όπως πουθενά αλλού. Κανένα κλαμπ και κανένα ηχοσύστημα δεν μπορεί να το αγγίξει αυτό. Ούτε καν.

  • Στα δέκα χρόνια των φεστιβαλ πάνω από τα Τρίκαλα, έχω προλάβει να ζήσω μερικές από τις πιο όμορφες, χαρούμενες, ξεκαρδιστικές στιγμές μου. Είμαι 33 χρόνων και έχω την εμπειρία σίγουρα των αναμνήσεων στο ακέραιο.

  • Οι φίλοι μου είναι οι άνθρωποι του φεστιβάλ. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που για ένα χρόνο συζητάμε μαζί τους για την πορεία του στησίματος, αν έχουμε το χρόνο βοηθάμε ή θα βοηθήσουμε τις ημέρες της διεξαγωγής, μαθαίνουμε νέα για τα γκρουπ, την εθελοντική εργασία, τις στιγμές. Για 3-4 ημέρες είναι σαν να πηγαίνω διακοπές μαζί με τους φίλους μου. Δεν είναι αυτό μαγικό; Για σκεφτείτε, πόσο εύκολο μπορεί να είναι κάτι τέτοιο στην πραγματική ζωή;

  • Τι φεστιβάλ ενώνει διαφορετικές κουλτούρες. Δεν είμαστε όλοι ροκάδες εκεί πάνω. Μιλάμε για ένα πραγματικό φεστιβαλ της μουσικής με δεκάδες είδη και πλέον, από πέρσι και ύστερα, για 4 ημέρες η μουσική δεν σταματά καθόλου, μέρα και νύχτα.

  • Λατρεύω να ακούω τον βαβελιάρη να κάνει σχέδια για το βουνό. Για το μπαρ, για το πως θα στηθεί φέτος, για τον φωτισμό, για το ανεβοκατέβασμα από Ξυλόκαστρο στη Ζήρεια και πάλι από την αρχή. Λατρεύω να ακούω τον ινδιάνο να ξεκινάει για τη θεμελίωση της σκηνής του καμία εβδομάδα πιο πριν, για να βρει την καλύτερη μεριά, την πιο αναπαυτική στο βουνό. Λατρεύω όταν έρχεται ο Τίκης με τον Βλάση από Αθήνα με άδεια επι τούτου, σαν τα μωρά παιδιά από την χαρά για τις ημέρες που ακολουθούν. Ο Κώστας με τα σετ του και το κλασικό του άγχος για να είναι άψογος μουσικά, άγχος που δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ και είμαι σίγουρος (γέλια). Λατρεύω που ο Ανδρέας παρότι μεγαλύτερός  μας έβαλε από πιτσιρικάδες μέσα σε όλο αυτό. Διορατικός το λιγότερο και ιδιαίτερος.

Θα μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες ακόμη λόγους που κάνουν τόσο ξεχωριστό το Ziria Music Festival. Καλό είναι όμως να αφήσουμε και τίποτα για την φαντασία σε όσους θα έρθουν φέτος για πρώτη φορά. Άλλωστε ο καθένας θα έχει τους δικούς του λόγους να αγαπήσει αυτό το εγχείρημα. Ένα όνειρο που έκαναν πράξη μερικοί άνθρωποι και την μοιράστηκαν. Πράξη επαναστατική σε ημέρες που τίποτα επαναστατικό δεν συμβαίνει. Η συμμετοχικότητα είναι το κλειδί. Άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, πολλοί μαζί, έχουν αφήσει το λιθαράκι τους στο οροπέδιο.

Ντυθείτε καλά και να θυμάστε, προσοχή και σεβασμό στο περιβάλλον που μας φιλοξενεί.

 

Τα λέμε στο βουνό!

Για οδηγίες, προγράμματα και λοιπά, γκουγκλάρετε. To 10 Ziria Music Festival παίζει παντού.

 

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας

 

*Μερικές φωτογραφίες είναι δικές μου. Οι περισσότερες όμως είναι του κορυφαίου Βλάση Μεντζελόπουλου!

Φώτο μπόνους – Ιωάννης..

 

  • Για όλους τους μουσικούς, τις μπάντες και τα συγκροτήματα που έχουν ανέβει το βουνό μέσα στα χρόνια τι να πει κανείς. Υπέροχοι όλοι και είναι πάρα πολλοί. Η Ελλάδα φτιάχνει ακόμη μουσική και αυτό είναι καλό να το θυμόμαστε.

Ο δρόμος.. @ Ένα μικροδιήγημα του Κωνσταντίνου Μίχου

Η βιβλιοθήκη μόλις είχε ανοίξει. Ο Ορέστης πιστός στο νέο του πρόγραμμα, ακούμπησε το θερμός γεμάτο με τον απογευματινό του καφέ σε ένα απόμερο τραπέζι και άρχισε να απλώνει τις σημειώσεις του. Εκεί που οι περισσότεροι άνθρωποι κάθονταν κυρίως για να επιλέξουν κάποιο βιβλίο και αποχωρούσαν γεμάτοι προσμονή να συνεχίσουν την αναγνωστική τους περιπέτεια σε άλλα μέρη πιο ιδιωτικά, ο Ορέστης προσπαθούσε να χωρέσει το πολύ πρόσφατο παρελθόν του, εκείνο το πολύβουο, το γεμάτο ανθρώπους, πάθη, τρέλες και επικίνδυνες στροφές με την παρούσα ανάγκη να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Εκεί ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά και μακριά απ’ αυτούς πάλευε να αρχίσει και να τελειώσει κάτι που θα πρεπε να χει γίνει καιρό πριν. Όμως σήμερα το παρελθόν βάραινε περισσότερο και το μυαλό δεν ήταν εκεί. Κείνη η εικόνα απ’ το χθεσινό βράδυ παρέμενε καρφωμένη στο μυαλό του. Έκλεισε τα μάτια και την βίωσε ξανά.

Την είδε να διασχίζει την παρακάτω διασταύρωση. Διακριτικά την ακολούθησε. Την παρακολουθούσε να περπατά μόνη σε όλους αυτούς τους δρόμους που είχαν περάσει μαζί. Σχεδόν έβλεπε τα όνειρα, τα πάθη, τα άγχη, την έντασή τους να χοροπηδάνε στο πλακόστρωτο. Όμως δεν ήταν πλέον το χέρι του που την τραβούσε για να μην τρέχει και να παρατηρεί τα πράγματα και τους ανθρώπους γύρω της. Ήταν μόνη της και κατέβαινε βήμα βήμα τις αναμνήσεις τους. Και είχε ακόμα την ίδια χάρη. Σαν να χε συνηθίσει σε κείνο τον κοινό τους ρυθμό και να τον είχε κάνει δικό της. Όλα όσα της είχε δώσει ήταν πλέον και δικά της. Αλλά το μόνο που τον πόναγε ακόμα, τόσο καιρό μετά απ’ όταν χώρισαν οι δρόμοι τους, ήταν ο δρόμος. Εκεί πάνω που την είχε διεκδικήσει, την είχε κερδίσει, την είχε χάσει , την είχε μεταπείσει και την είχε ξαναχάσει οριστικά. Αυτών των δρόμων που τόσο είχε παλέψει για να της μεταδώσει την αξία τους. Και τώρα αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι τα χε μάθει όλα πολύ καλύτερα απ’ ότι νόμιζε. Και ότι για πρώτη φορά της ταίριαζε να περπατάει σε όλους αυτούς τους δρόμους μόνη της. Και πως είχε βάλει και κείνος το λιθαράκι του σε αυτό. Μα πλέον ο δρόμος της άνηκε ολοκληρωτικά. Γύρισε απ’ την άλλη και ελαχιστοποίησε τη διαδρομή για το σπίτι του. Αυτό ήταν το τίμημα της ήττας του. Μιας ήττας που στριφογυρνούσε στο πελαγωμένο του μυαλό.

Έψαξε μέσα στην τσάντα και βρήκε το τεφτέρι του. Βάλθηκε να το ξεφυλλίζει και να χαζεύει, χωρίς να διαβάζει, όλα αυτά που’χε γράψει εκείνη την εποχή και μέσα τους κρύβονταν και πολλά που’χαν προκύψει μόνο και μόνο επειδή έβλεπε το χαμόγελό της, επειδή απλά ήταν στο οπτικό του πεδίο. Μα το μάτι του κόλλησε αλλού.
«Να τ’ αγαπάς τ΄ ανήμερα που μέσα σου φωλιάζουν να τα φιλεύεις όλο σου το στόμα, Γουλιά γουλιά να τα κερνάς απ’ τον ιδρώτα σου. Είναι το δώρο της ζωής στους πειρατές της. Δεν γεννηθήκαμε όλοι για τα ήσυχα.»

Ήταν στίχοι του Άκη Δήμου. Ήταν στίχοι που μιλούσαν και για το δικό του θεριό, για τον δικό του εαυτό που σήμερα αντιδρούσε πιο έντονα από ποτέ στις νέες του συνήθειες. Τα κλεισε όλα με ορμή και έφυγε σχεδόν τρέχοντας για το σπίτι. Πήρε το κράνος και ανέβηκε στη μηχανή του, έκλεισε για λίγο τα μάτια, ίσα ίσα για να προλάβει να πλημμυρίσει με αυτές τις εικόνες και άνοιξε τέρμα το γκάζι. Δεν ήθελε να ξεχάσει. Ήθελε να εκδηλωθεί και να εκτονωθεί. Λίγες ώρες αργότερα είχε καλύψει τα 500 χιλιόμετρα που τον χώριζαν απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ξαπλωμένος στο γρασίδι με θέα το Θερμαϊκό περίμενε το φίλο του να ρθει. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει έτσι. Αν με τον καιρό θα του γίνει πιο εύκολο. Εάν αυτό ήταν ένα διάλειμμα που θα χρειάζεται συχνά ή εάν όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν ένα διάλειμμα απ’ την πραγματική του ζωή.

Δε δυσκολεύτηκε να πείσει το φίλο του, που έκπληκτος τον ρωτούσε πότε και γιατί ήρθε, να πάρουν τις μηχανές και να τραβήξουν βόρεια για ένα διήμερο. Δεν χρειάζονταν εξηγήσεις. Ήταν της ίδιας πάστας και κατανοούσαν ο ένας τον άλλον. Αυτό τους ένωνε τόσο βαθιά που σπάνια μιλούσαν για αυτά που τα βράδια τους έκαιγαν. Απλά σηκώνονταν μέσα απ’ τον πνευματικό του βάλτο, μοιράζονταν το βάρος και «έτρεχαν», «δρούσαν». Αρκούσε πάντα για να προχωρήσουν μπροστά. Έτσι και έγινε. Πριν τα σύνορα άρχισαν να ανεβαίνουν στο βουνό. Όσο δύσβατο και αν ήταν συνέχιζαν. Πάνω, κοντά στην κορυφή, σταμάτησαν. Έστησαν τη σκηνή τους και ήπιαν, παρέα με αλλοπρόσαλλες ιστορίες. Ψεύτικες ή αληθινές λίγη σημασία είχε. Ως ιστορίες το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η δυνατότητα να ενθουσιάζουν και να κρατούν το ενδιαφέρον, όχι να ναι αληθοφανείς. Η νύχτα τους βρήκε μεθυσμένους να κοιμούνται γαλήνιοι, εισπνέοντας το καθαρό οξυγόνο και τη μυρωδιά της ελευθερίας. Επέστρεψαν την επόμενη, αφού ο Ορέστης επανέφερε στο μυαλό του τις προτεραιότητες που χε θέσει για κείνη την περίοδο.

Στο δρόμο πίσω για το σπίτι, έτσι όπως ο αέρας τον χτυπούσε με μανία, τα πράγματα έμοιασαν πολύ απλοποιημένα στο μυαλό του. Ήταν άνθρωπος του τώρα και ως τέτοιος θα συνέχιζε να αντιμετωπίζει τη ζωή του. Το χθες ήταν ήδη παρελθόν και το αύριο απρόβλεπτο. Ξεκλείδωσε, άναψε το θερμοσίφωνο και άραξε στον καναπέ. Βρήκε το τεφτέρι του και σημείωσε αυτό που χε σκεφτεί στην επιστροφή. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και η κούραση τον οδήγησε μηχανικά στο κρεβάτι. Είχε να καλύψει δύο μέρες που στο καινούριο του πρόγραμμα είχαν σημειωθεί ως «χαμένες». Αποκοιμήθηκε πριν να προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε περαιτέρω.

Η βιβλιοθήκη μόλις είχε ανοίξει. Ο Ορέστης ήταν ήδη εκεί. Το θερμός γεμάτο με τον πρωινό του καφέ πάνω στο απόμερο τραπέζι. Το μυαλό είχε επιστρέψει στο στόχο και η νέα του ζωή βρισκόταν και πάλι στο προσκήνιο. Το τεφτέρι είχε ξαναπάρει τη θέση του χωμένο στον πάτο της τσάντας. Χάζεψε για λίγο τους βιβλιόφιλους και τράβηξε για τη δική του πορεία μέσα στις σημειώσεις του…

 

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μίχος

Μου λεν’ αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώ..

“Μου λεν’ αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώ, στα όριά του μοναχά να γυροφέρνω, και πως ο κόσμος είναι ανήμερο θεριό, που όταν δαγκώνει εγώ καλά είναι να σωπαίνω..”

Ο Γιάννης Αγγελάκας μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μουσικός προφήτης των ημερών μας. Τραγούδησε πράγματα για μας πριν από εμάς κατά κάποιο τρόπο. Λες και μερικοί καλλιτέχνες “έβλεπαν” που θα κατέληγε η κοινωνία στα 2018 πριν από 10 – 20 χρόνια.

Η αλήθεια είναι πως έχουμε πάθει κοκομπλόκο, για να χρησιμοποιήσω και μια νεανική έκφραση που δεν ξέρω τι σημαίνει. Τα πράγματα δεν πάνε προς το καλό. Είμαστε από λίγο ως πολύ ζόμπι. Ειδήσεις τρέχουν, νεκροί μπροστά απ’τα μάτια μας, καθημερινά, ασυδωσία, καταστροφή, πόλεμος, φτώχεια.. Οι ειδήσεις τρέχουν όμως εμείς δεν τρέχουμε προς τα μπρός. Τρέχουμε παράλληλα και αυτό είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε να μας συμβεί.

Σε τέτοιες ημέρες λοιπόν πιο χρήσιμο από ποτέ φαντάζει το να παραμένεις άνθρωπος. Η προσπάθεια για να καταφέρεις κάτι τέτοιο είναι συχνά εξουθενωτική. Η προσπάθεια για να μην μπεις στον κύκλο κι εσύ, να μην τα ρίξεις στην πλάτη του κόκορα, να νοιάζεσαι από όποια γωνιά κι αν βρεθείς.

Παλέψτε να ξεφύγετε από τον κύκλο. Έχει την τάση στη δίνη του να ρουφάει τα πάντα μέσα του. Ανθρώπους, ιδέες, κατανόηση, ψυχές. Παλέψτε να παλέψουμε όλοι μαζί όσο μπορούμε. Ξεφύγαμε…

 

Στάθης Ντάγκας