Οι Μισητοί Οκτώ του Κουεντίν Ταραντίνο

Γυρίζοντας σε απαστράπτον σινεμασκόπ ένα θρίλερ μυστηρίου που διαδραματίζεται σε ένα και μόνο δωμάτιο, ο Κουέντιν Ταραντίνο φέρνει με διαολεμένο κέφι την Αγκαθα Κρίστι στην Αγρια Δύση και ολοκληρώνει ένα οργισμένο αντιρατσιστικό μανιφέστο στη μορφή ενός σύγχρονου american classic.

Εξι ή οχτώ ή δώδεκα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, o κυνηγός επικηρυγμένων Τζον Ρουθ και η «Κρατούμενη» Ντέιζι Ντόμεργκιου πηγαίνουν στην πόλη Red Rock, όπου ο Ρουθ, γνωστός στα μέρη αυτά ως ο «Κρεμάλας», σκοπεύει να φέρει την Ντόμεργκιου ενώπιον της δικαιοσύνης. Στο δρόμο, συναντούν δύο ξένους: τον ταγματάρχη Μαρκίς Γουόρεν, έναν μαύρο πρώην στρατιώτη του στρατού των Βορείων που πλέον έχει γίνει διαβόητος «Κυνηγός Κεφαλών», και τον Κρις Μάνιξ, έναν Νότιο αντάρτη που υποστηρίζει ότι είναι ο νέος «Σερίφης» της πόλης. Χάνοντας τον δρόμο τους στην χιονοθύελλα, ο Ρουθ, η Ντόμεργκιου, ο Ουόρεν και ο Μάνιξ αναζητούν καταφύγιο σε ένα πανδοχείο σε ένα ορεινό πέρασμα. Οταν φτάνουν εκεί, συναντούν όχι την ιδιοκτήτρια αλλά τέσσερα άγνωστα πρόσωπα. Ο «Μεξικάνος» Μπομπ, ο οποίος φροντίζει το πανδοχείο όσο η ιδιοκτήτρια επισκέπτεται τη μητέρα της, έχει αποκλειστεί εκεί με τον «Ανθρωπάκο» Οσβάλντο Μομπρέι, τον δήμιο του Red Rock, τον «Γελαδάρη» Τζο Γκέιτζ και τον Στρατηγό του στρατού των Νοτίων, τον «Νότιο» Σάνφορντ Σμίδερς. Καθώς η χιονοθύελλα τυλίγει το πανδοχείο, οι οκτώ ταξιδιώτες μας συνειδητοποιούν ότι δεν θα είναι και τόσο εύκολο να φτάσουν τελικά στο Red Rock…

Μια άμαξα διασχίζει σχεδόν σε real time το χιονισμένο τοπίο. Με ένα εσταυρωμένο σε πρώτο πλάνο στη μέση του πουθενά, την επιβλητική μουσική του Ενιο Μορικόνε να αντηχεί στο απόλυτο κενό, την κάμερα να πλησιάζει τα άλογα της άμαξας σε χορευτική συγχρονισμένη κίνηση και τους τίτλους της ταινίας σε ποπ πορτοκαλί να λερώνουν το χιόνι, ο Κουέντιν Ταραντίνο δεν χρειάζεται πλέον να εξηγήσει γιατί επέμενε να γυρίσει το «The Hateful Eight» σε 70mm σινεμασκόπ – ακριβώς όπως το έκαναν παλιά.

SAMUEL L. JACKSON stars in THE HATEFUL EIGHT.
Photo: Andrew Cooper, SMPSP
© 2015 The Weinstein Company. All Rights Reserved.

Κι, όμως, έχετε μόλις ξεγελαστεί με τον ίδιο διαβολικό τρόπο που λίγο αργότερα οι μισητοί οκτώ του τίτλου (και μερικοί ακόμη που θα σκάσουν πραγματικά από το πουθενά) θα εγκλωβιστούν σε ένα πανδοχείο και δεν θα βγουν από εκεί παρά μόνο όταν όλα θα έχουν τελειώσει σε ένα λουτρό αίματος και η Αμερική θα αναγκαστεί να ζήσει σε repeat, flash-backs και ατελείωτες σελίδες διαλόγων την εφιαλτική της ιστορία έτσι όπως αυτή φτάνει στο σήμερα μετρώντας ακόμη ανοιχτές πληγές…

Με μια πόρτα αμπαρωμένη με καρφιά που σπάνε κάθε φορά που κάποιος μπαίνει στο εσωτερικό του πανδοχείου (μια μόνο από τις υπέροχες λεπτομέρειες του σεναριακού οίστρου του Ταραντίνο), η απειλητική χιονοθύελλα θα μείνει έξω από τη δράση, ελάχιστο χιόνι θα πέφτει από τις τρύπες στην οροφή για να θυμίζει το βαρύ χειμώνα μιας χώρας που βγαίνει βαθιά τραυματισμένη από έναν εμφύλιο και η κάμερα δεν θα βγει ξανά ποτέ έξω στο φως, αλλά θα μείνει κι αυτή εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους μιας ταινίας φτιαγμένης σχεδόν σαν long version μονόπρακτο.

Μόνο τότε μπορείς πλέον να είσαι σίγουρος πως ο πραγματικός λόγος της εμμονής του Ταραντίνο για τη χρήση του σινεμασκόπ ήταν να ανοίξει το πλάνο τόσο πολύ ώστε να χωρέσει μέσα του ένα κυριολεκτικό θέατρο (του παραλόγου) που ξεκινάει από τον Αντον Τσέχοφ για να καταλήξει στο «Η Κόλαση είναι οι Αλλοι» του Ζαν Πολ Σαρτρ, αφού πρώτα έχει διασχίσει κάτι από το «Ο Παγοπώλης Ερχεται» του Ευγένιου Ο’ Νιλ και μαζί την πιο βίαιη και ρομαντική παράδοση του αμερικανικού και του σπαγγέτι γουέστερν.

Χωρισμένο σε έξι κεφάλαια, το «Hateful Eight» θα μπορούσε να είναι, περισσότερο απ’ όλα τα παραπάνω, η ποπ-γουέστερν εκδοχή των «Δέκα Μικρών Ινδιάνων» της Αγκαθα Κρίστι, ένα «βρες ποιος το έκανε» που θα ξεκινήσει όταν ο Ταραντίνο, αρκετή ώρα μέσα στην ιστορία του και ενώ είσαι σίγουρος πως βρίσκεσαι μπροστά σε ένα από τα πιο φλύαρα ταραντινικά σύμπαντα με ήρωες που απλά μιλάνε αναλύοντας ταυτόχρονα το τίποτα και το ίδιο τους το είναι, θα γυρίσει το χρόνο πίσω και σε μια παιχνιδιάρικη και αριστοτεχνικά ενορχηστρωμένη σεναριακή ανατροπή θα αποκαλύψει τι ενώνει – και κυρίως τι χωρίζει – τους «μισητούς» οκτώ του τίτλου.

Μακριά από τις gospel δραματικές εξάρσεις του «Django Unchained» και τη σκονισμένη από την ταχύτητα και τον αισθησιασμό δράση του «Death Proof», το «The Hateful Eight» θυμίζει ίσως περισσότερο τον εμμονικό και παιχνιδιάρικο βερμπαλισμό του «Inglourious Basterds», μόνο που εδώ ο Ταραντίνο δεν έχει πια ανάγκη από καμία «Gasoline» για να βάλει φωτιά στα πάντα.

Πιο ώριμος από ποτέ, με ένα σενάριο τόσο δουλεμένο πάνω στους χαρακτήρες, τις ιστορίες τους και την κάθε τους κίνηση που μοιάζει σαν να υπήρχε από πάντα ως ένας folk μύθος, ο Ταραντίνο σνομπάρει κάθε φτηνό εντυπωσιασμό, γράφει ατάκες που με κλειστά μάτια πλέον δεν μπορούν παρά να ανήκουν μόνο στον ίδιο, αρνείται να μειώσει τις σελίδες των διαλόγων του θεωρώντας κάθε λέξη σημαντική, παίρνει το χρόνο του είτε αυτό σημαίνει ένα ολόκληρο σχεδόν αχρείαστο δεύτερο κεφάλαιο μέσα στην άμαξα ή ένα αφοπλιστικά ρομαντικό τραγούδι της υπέροχης Τζένιφερ Τζέισον Λι / Ντέιζι Ντόμεργκιου με την κιθάρα (σαν μνήμη από το «Ριο Μπράβο» του Χάουαρντ Χοκς) και κινηματογραφεί κλασικά, στατικά, μεγαλοπρεπώς και ταυτόχρονα τόσο ιδιοφυώς απλά ένα γουέστερν δωματίου που ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο ασήμαντο και το πολύτιμο, το διασκεδαστικό και το επώδυνο, το cult και το modern classic.

Στην καρδιά της όγδοης, όμως, ταινίας του Κουέντιν Ταραντίνο υπάρχει κάτι που χτυπάει πιο δυνατά από τη φόρμα της και την πλέον θρησκευτική κινηματογραφική αφοσίωση του δημιουργού της, κάτι που τσακίζει κόκαλα, που βάζει φωτιά στα πάντα, που στομώνει την πολιτική ορθότητα, κάτι που ορθώνεται ως μια άλλη σημαία απέναντι στο ρατσιστικό σύμβολο της ομοσπονδιακής σημαίας που έχτισε την Αμερική που γνωρίζουμε σήμερα, κάτι που απλώνεται μέσα στους τέσσερις τοίχους αυτού του πανδοχείου σαν το πιο σοβαρό αστείο που σας έκανε ποτέ να γελάσετε τόσο δυνατά. Μα και τόσο μα τόσο πικρά.

Ο Ταραντίνο φέρνει τον πραγματικό χειμώνα μέσα στο πανδοχείο και ελευθερώνει μια πραγματικά φονική χιονοθύελλα σε όλα όσα λέγονται ανάμεσα σε ανθρώπους του νόμου, επικηρυγμένους, αξιωματικούς νοσταλγούς του παρελθόντος, ανθρώπους που θέλουν να πάρουν εκδίκηση και άλλους που δεν φαντάστηκαν ποτέ πως ζούσαν εν γνώσει τους σε ένα κόσμο πιο σάπιο και από τα σανίδια της πόρτας του πανδοχείου που θυμίζει αδιάκοπα – κόντρα στις προβλέψεις – πως το κακό βρίσκεται εδώ… μέσα.

Το «Hateful Eight» είναι μια σκληρή, νιχιλιστική και χειρουργικά ανατριχιαστική κατακραυγή πάνω στη γέννηση ενός έθνους που οικοδομήθηκε πάνω στην εξαπάτηση, την προδοσία, τη διαπλοκή, το τέρας του ρατσισμού και την απόλυτη ακύρωση κάθε ιδανικού. Σε ένα ρόλο σπουδαιότερο και από αυτόν του Τζουλς στο «Pulp Fiction», ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον είναι ο κύριος ήρωας των μισητών οκτώ, τρομακτικός όταν αφηγείται μια ιστορία ταπείνωσης ενός λευκού, τραγικά αστείος όταν βρίσκεται πυροβολημένος στ’ αρχίδια (μια από τις παράπλευρες απώλειες του φινάλε), σπαρακτικός όταν μιλάει για εκείνο το γράμμα που έλαβε κάποτε από τον Αβραάμ Λίνκολν.

Το κατηγορώ του ήρωα που υποδύεται, του Ταγματάρχη Μάρκις Γουόρεν είναι μαζί και το απόλυτο μανιφέστο του Κουέντιν Ταραντίνο: μια θαρραλέα πράξη ακτιβισμού και ταυτόχρονα η πιο απενοχοποιημένα ξεδιάντροπη κριτική για μια χώρα που όσες φορές κι αν πνιγεί στο αίμα, δεν θα φροντίσει ποτέ να κλείσει τα τραύματα της μια για πάντα. Μια χώρα που συνεχίζει να οικοδομείται πάνω στο ρατσισμό ακόμη και όταν έχει για Πρόεδρό της έναν Αφροαμερικάνο. Μια χώρα που υποκρίνεται ότι επιδιώκει την ομόνοια όταν το μόνο που κάνει είναι να σπέρνει το μίσος. Μια χώρα που ο Ταραντίνο αμπαρώνει μέσα σε ένα πανδοχείο του 1800 για να μιλήσει εξαντλητικά αλλά χωρίς καμία περιστροφή, με δαιμόνιο τρόπο και πιστός στο ποπ ημερολόγιό του για ένα κόσμο που θα στοιχημάτιζε λάθος στο πιο φαινομενικά ασήμαντο αλλά τελικά ζωτικό ερώτημα της εποχής μας: «Ποιος γαμημένος δηλητηρίασε τον καφέ;».

Πηγή: flix.gr

Άρτος και θεάματα

Του Γιώργου Τσακίρη

Παμπάλαιο, δοκιμασμένο (από πολλούς) και σχεδόν πάντα επιτυχημένο. Το «άρτος και θεάματα» για να καταστέλλεται η διάθεση του λαού στην έκφραση αντιρρήσεων (για να το θέσουμε … κομψά), να αποπροσανατολίζεται η προσοχή του από τα εξόχως σημαντικά στα ελάχιστα πιο ασήμαντα και (φυσικά) να … «κάθεται στ’ αυγά του», χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται με κάθε ευκαιρία, σε κάθε μορφή που μπορεί να εκλάβει.

Σήμερα, χρησιμοποιείται ασύστολα, κι ας μην μπορεί η πλειονότητα (ίσως) των … αποδεκτών της εφαρμογής του «δόγματος», να το κατανοήσει στην ολότητά του.

Κι αν η προσφορά «θεάματος» είναι σχετικά εύκολο να αποδειχθεί, ο «άρτος» παραμένει ζήτημα προς διευκρίνιση.

Ζήτημα που θα μπορούσε να βρει την εξήγησή του εάν αναλογισθεί κανείς, όχι την βιολογική «πείνα» που νιώθει αλλά την … ψυχολογική – συναισθηματική.

Με το σκεπτικό λοιπόν ότι η λύση του προβλήματος της σίτισης των πολιτών :

α) δεν απαιτεί δραστικά μέτρα, ακόμη τουλάχιστον και χάρις σε φορείς που σιτίζουν σχεδόν καθημερινά δεκάδες χιλιάδες συνανθρώπους μας, και παρά τις εικόνες ντροπής που έχουμε κατά καιρούς δει, με τα απλωμένα χέρια για μια σακούλα ζαρζαβατικών ή για ένα πιάτο φαγητό που διανέμεται δωρεάν με την ευκαιρία κάποιας εκδήλωσης

β) η πραγματική, η μεγαλύτερη «πείνα» του λαού σήμερα είναι κατ’ ουσία ψυχολογική –  συναισθηματική, η απαίτησή του δηλαδή για την απόδοση δικαιοσύνης, κατανομή ευθυνών και δίκαιης τιμωρίας όσων φέρουν αυτούσια την ευθύνη για την τραγική κατάσταση στην οποία έχει έλθει η χώρα μας

η απάντηση ίσως αρχίζει, στην άκρη του μυαλού μας, να γίνεται πιο κατανοητή.

Τι άλλο λοιπόν πέρα από την «τροφή» προς νοητική «επεξεργασία» (και … καταστολή ; )είναι τα όσα το τελευταίο κυρίως διάστημα γίνονται, όσον αφορά τις αποδιδόμενες κατηγορίες σε δευτέρου, τρίτου ή και ακόμη κατώτερου βαθμού στελέχη του Δημοσίου και όχι μόνο ;

Γνωρίζοντας κάποιος ότι αυτό που ικανοποιεί τη «δίψα» του λαού για … «αίμα στην αρένα», είναι απλά η στοχοποίηση φυσικών και νομικών προσώπων, δεν θα έψαχνε τρόπο να ικανοποιήσει αυτή την απαίτηση, χωρίς φυσικά το γεγονός αυτό να … επηρεάζει και τον ίδιο (μακριά από εμάς κι όπου να ‘ναι) ;

Κι όταν μάλιστα έχουν στα «χέρια» τους τη διαδικασία με την οποία οι ίδιοι … απέχουν των ευθυνών (λέγε με και … νόμος περί ευθύνης υπουργών, ασυλία βουλευτών κλπ), τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο εύκολα.

Σαφώς (σαφέστατα) και θα πρέπει να ελεγχθούν όλες εκείνες οι περιπτώσεις διασπάθισης του Δημοσίου χρήματος, της εκμετάλλευσης για ίδιον όφελος δημοσίων θέσεων ή ότι άλλο, και μάλιστα καθ’ όλη τη διάρκεια των 40 ετών της μεταπολίτευσης. Σαφώς (σαφέστατα) και θα πρέπει, όχι μόνο να ελεγχθούν ποινικά και αστικά όσοι φέρουν ευθύνες γι’ αυτά, αλλά και να δημευθούν οι περιουσίες τους προς όφελος του Δημοσίου (και μάλιστα άμεσα).

Από του σημείου αυτού όμως, μέχρι του να γίνει το πρώτιστο και, σε πολλές περιπτώσεις, το μοναδικό θέμα συζήτησης το ποιοι, πόσα, πότε και με ποιο τρόπο (πχ) χρηματοδότησαν ΜΚΟ που τελικά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μόνο «βιτρίνες» (και ούτε καν «σφραγίδες») ή μέσο για την απόκτηση προσωπικού πλούτου, το ποιοι, πόσα, πότε και με ποιο τρόπο (πχ) φοροδιέφευγαν, όταν μάλιστα τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν κατείχαν θέσεις που επηρέαζαν την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική, αλλά αντιθέτως εκμεταλλεύονταν τα κενά νόμου ή την ανυπαρξία ελέγχου (από την ίδια ακριβώς κυβερνητική πολιτική), ή απλά «χρησιμοποιούνταν» ως τμήμα του – γνωστού πλέον – «κοινωνικού αυτοματισμού», η απόσταση είναι τεράστια.

Φτάσαμε σήμερα (καταλήξαμε καλύτερα) να θεωρούμε την προβλεπόμενη διαδικασία  ανακριτικής έρευνας, απαγγελίας κατηγοριών, ποινικής ή αστικής δίωξης, προσαγωγής ή ότι άλλο, ως θέαμα, ζήτημα προς συζήτηση, μονοθεματικό δελτίο πληροφοριών, όπου πρόσωπα ή θεσμοί (γνωστά ή άγνωστα στο πανελλήνιο) εμφανίζονται στις σύγχρονες αρένες των οθονών μας, ως βορά ελάχιστου κατευνασμού της δίκαιης οργής μας.

Όσον αφορά το ζήτημα του «θεάματος», δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί αλλιώς η καθημερινή –σχεδόν – προβολή εικόνων από τα κεντρικά ΜΜΕ της χώρας, προσαγωγών στα δικαστήρια των … ως άνω αναφερομένων, των επεισοδίων (και μόνο αυτών ! ) σε πορείες και συλλαλητήρια, αλλά και των τούρκικων σήριαλ (σε πλήρη συμμόρφωση προς τα συμφωνημένα ; )και των διάφορων talent shows τύπου «The Voice», «Dancing With The Stars» κλπ

«Άρτος και Θεάματα» λοιπόν, «τροφή» του νου και της ψυχής, τροφή του θυμού και της οργής με … κατασταλτικά αποτελέσματα.

Και γι’ άλλη μια φορά, θα επιμείνω.

Μην «καταπίνετε αμάσητο» ότι σας προσφέρουν. Κρίνετε τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και τις γραμμές που μπήκατε στον κόπο πριν λίγο να διαβάσετε. Εκφράστε τη γνώμη σας, έχοντας όσο το δυνατόν περισσότερα δεδομένα μπροστά σας. Σκεφθείτε.

Ας ξεκινήσουμε να ψάχνουμε την είδηση «πίσω από τις γραμμές». Ας δώσουμε την πρέπουσα σημασία στα σημαντικά που αφορούν όλους. Την πραγματική πείνα, την ανεργία, την κοινωνική εξαθλίωση και καταρράκωση κάθε έννοιας αξιοπρέπειας, την ανυπαρξία ενός σταθερού, δημόσιου και ανοιχτού προς όλους συστήματος υγείας και παιδείας, και τόσα άλλα.

Ο Ελληνισμός ανέκαθεν πήγαινε μπροστά μέσ’ από την διαρκή και τεκμηριωμένη αμφισβήτηση όσων θεωρούνταν θέσφατα, όσων  εμφανίζονταν ως κάτοχοι της μίας και μοναδικής «αλήθειας» και, μεσ’ από τη σύνθεση των απόψεων, γνωμών και (συχνά) αντεγκλήσεων, κατέληγε πιο δυνατός ώστε να διαρκεί αιώνες.

Ας το προσπαθήσουμε και σήμερα.

Τσάρλς Μπουκόφσκι: Η Ιδιοφυΐα του πλήθους

Οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν αγάπη.

Υπάρχει τόση πανουργία, μίσος, βία και παραλογισμός στον μέσο άνθρωπο που είναι αρκετή για να προμηθεύσει έναν ολόκληρο στρατό για μια ολόκληρη μέρα. Και οι καλύτεροι στον φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του, και οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν αγάπη, και οι καλύτεροι στον πόλεμο είναι τελικά αυτοί που κηρύττουν ειρήνη…

Εκείνοι που κηρύττουν Θεό, χρειάζονται Θεό.
Εκείνοι που κηρύττουν ειρήνη, δεν έχουν ειρήνη.
Εκείνοι που κηρύττουν αγάπη, δεν έχουν αγάπη.
Προσοχή στους κήρυκες. Προσοχή στους γνώστες.
Προσοχή σ’ εκείνους που όλο διαβάζουν βιβλία.
Προσοχή σ’ εκείνους που είτε απεχθάνονται τη φτώχεια,
είτε είναι περήφανοι γι’ αυτήν.

Προσοχή σ’ εκείνους που βιάζονται να επαινέσουν γιατί θέλουν επαίνους για αντάλλαγμα.

Προσοχή σ’ εκείνους που βιάζονται να κρίνουν, φοβούνται αυτά που δεν ξέρουν.

Προσοχή σ’ εκείνους που αναζητούν τα πλήθη, γιατί είναι ένα τίποτα μόνοι τους.
Προσοχή στον μέσο άντρα. Την μέση γυναίκα.
Προσοχή στην αγάπη τους, η αγάπη τους είναι μέτρια αναζητά το μέτριο.

Αλλά υπάρχει ιδιοφυΐα στο μίσος τους, υπάρχει τόση ιδιοφυΐα στο μίσος τους που είναι αρκετή για να σας σκοτώσει, να σκοτώσει τον καθένα.

Δεν αντέχουν τη μοναξιά, δεν καταλαβαίνουν τη μοναξιά. Θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν οτιδήποτε… Οτιδήποτε διαφοροποιείται απ’ τα δικά τους μέτρα.

Ανίκανοι όπως είναι να δημιουργήσουν Τέχνη, έτσι είναι ανίκανοι και να την καταλάβουν. Θα εκλάβουν την αποτυχία τους ως δημιουργών μόνο ως αποτυχία του κόσμου συνολικά.

Ανίκανοι όπως είναι να αγαπήσουν πλήρως
θα θεωρήσουν και τη δική σας αγάπη ελλιπή
και θα σας μισήσουν γι’ αυτό
και το μίσος τους θα είναι τέλειο.
Όπως ένα αστραφτερό διαμάντι
όπως ένα μαχαίρι, όπως ένα βουνό,
όπως μια τίγρη, όπως το δηλητήριο…

Η πιο τελειοποιημένη Τέχνη τους.

Το ζώο είναι αναντικατάστατο διότι παρέχει στον άνθρωπο την επαφή με το καθαρό ‘Ον..

Το ζώο στη ζωή μας δεν είναι υποκατάστατο. Η σχέση μαζί του είναι μια πρότυπη, αυθεντική, πρωταρχική σχέση… υπαγορευμένη από την ίδια την φύση.

Θα προχωρήσω όμως πάρα πέρα. Όχι μόνο το ζώο δεν είναι υποκατάστατο – αλλά για τον άνθρωπο είναι αναντικατάστατο. Η σύνδεση με αυτό προσφέρει κάτι που δεν μπορεί να το αντλήσουμε από αλλού. Ούτε από την σχέση με άλλον άνθρωπο.

Για τον Μίλαν Κούντερα, στον οποίο χρωστάμε μια από τις βαθύτερες αναλύσεις της ζωοφιλίας (στο μυθιστόρημά του “Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι”) η αγάπη ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο είναι ανώτερη από την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. “… η αγάπη του άντρα και της γυναίκας”, γράφει “είναι εξαρχής ενός είδους κατώτερου απ’ αυτό που μπορεί να είναι η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και στον σκύλο, αυτή η παραδοξότητα της ιστορίας που ίσως ο Πλάστης να μην την είχε προβλέψει.”

Και ο Κούντερα αναλύει τα χαρακτηριστικά αυτής της αγάπης. Άδολη, εκούσια, καθαρή, ελεύθερη. Ειδυλλιακή. Η λέξη ειδύλλιο αναφέρεται στον Παράδεισο.

Γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο;

 Αρκετά χρόνια πριν από τον Κούντερα είχα γράψει στο “Βιβλίο των Γάτων”:

Τα ζώα είναι αυτά που είναι: Καθαρή φύση. Τίμια κοιτάνε, κατάματα. Ο άνθρωπος, έξω από την φύση αναζητά.

Το ζώο είναι. Ο άνθρωπος γίνεται. Αν μπορεί.

Το ζώο είναι αναντικατάστατο διότι παρέχει στον άνθρωπο την επαφή με το καθαρό ‘Ον. Μπορείτε να το ονομάσετε φύση ή παράδεισο.

Το ζώο ΕΙΝΑΙ. Απόλυτα, αυθόρμητα, τέλεια. Μια ύπαρξη πλήρης. Ο άνθρωπος, από τότε που γεύτηκε το δέντρο της Γνώσης, δεν είναι πλήρης. Διότι ξέρει πως θα πεθάνει. Η γνώση του θανάτου και της φθοράς, υπονομεύει το ανθρώπινο ον. Το κάνει αβέβαιο, παροδικό, αμφίβολο.

Δίπλα στον άνθρωπο, το κάθε ζώο είναι ένας βράχος σιγουριάς και τελειότητας.

Ο άνθρωπος, με τη γνώση, αλλοτριώθηκε. Αποξενώθηκε. Δεν βρίσκεται μέσα στη φύση – είναι απέναντι. Δεν κάνει ένα με το παν – είναι άλλος, ξένος.

Το ζώο ανήκει στο παν. Είναι η γέφυρα που μας συνδέει με την ζωή πριν από τη γνώση. Ίσως και με τη ζωή μετά τη γνώση…

Οι ταπεινοί σκύλοι, οι αθόρυβες γάτες, είναι πρεσβευτές του όντος κοντά μας. Είναι αγγελιαφόροι της άλλης όχθης.

Αν ρωτήσετε τους περισσότερους ζωόφιλους, τι τους ελκύει στα ζώα, θα σας μιλήσουν για την σταθερότητα, την εμπιστοσύνη. Το ζώο, θα σας πουν, δεν σε προδίδει ποτέ.

Γιατί δεν προδίδει ούτε τον εαυτό του. Είναι αυτό που είναι. Ξέρει αυτά που ξέρει, απόλυτα. Δεν ταλαντεύεται. Δεν παλινδρομεί. Δεν αμφιβάλλει ούτε αμφισβητεί. Δεν έχει άγχος θανάτου ούτε ζωής.

Και η αγάπη του είναι σταθερή και διαυγής. Δεν έχει προϋποθέσεις, ούτε διαθέσεις, ούτε διακυμάνσεις.

Το ζώο είναι και η σταθερότητα μέσα στο χρόνο – η υπέρβαση της ιστορίας. Πορεύεται δίπλα μας μέσα στην ιστορία αλλά δεν της ανήκει. Ανήκει στη φύση. Η φύση είναι ανιστορική. Εμείς αλλάζουμε συνέχεια – όμως ένας σκύλος από την Ασσυρία και μια γάτα από την αρχαία Αίγυπτο, είναι ίδιοι με τους σημερινούς.

Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αριθμεί ηλικία τριών χιλιάδων ετών: Ο ‘Αργος ο σκύλος του Οδυσσέα περίμενε είκοσι χρόνια να δει τον άνθρωπό του για να ξεψυχήσει.

Εκεί και ο ‘Αργος κείτουνταν τσιμπούρια φορτωμένος

Και τότε, όπως μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα

κούνησε λίγο την ουρά, κατέβασε τ’ αυτιά του,

όμως δεν είχε δύναμη να τρέξει πια κοντά του

Και ο σκληρός Οδυσσέας, έτοιμος για εκδίκηση, παραλίγο να προδοθεί. Κλαίει για πρώτη φορά (απομόρξατο δάκρυ). Κι ευθύς ως φεύγει, ο ‘Αργος πεθαίνει.

‘Αργον δ’αυ κατά μοίρα λάβεν μέλανος θανάτοιο

αυτίκ’ιδόντα Οδυσύα εεικοστώ ενιαυτώ.

Μοίρα έχει και ο ‘Αργος. Σαν τους ανθρώπους. Τον μαύρο θάνατο. Περίμενε είκοσι χρόνια. Πέστε μου μετά πως ο σκύλος έρχεται μόνο για το κόκαλο, κι η γάτα για το ψάρι.

Αυτή την σταθερότητα, αυτή την πίστη, σπάνια – η ποτέ – δεν την βρίσκεις σε άνθρωπο. Στο ζώο πάντα. Εκεί ισχύουν νόμοι ενός άλλου κόσμου.

Το κοντινό μας ζώο είναι ό,τι μας απόμεινε από τον παράδεισο. Από την κατάσταση της σιγουριάς, της αθωότητας και της απλότητας που κάποτε εγκαταλείψαμε.

Ήδη οι ψυχίατροι έχουν αποδείξει πως ένας τετράποδος σύντροφος είναι το καλύτερο αντίδοτο στο άγχος της ύπαρξης. Ο άλλος άνθρωπος δεν μπορεί να σας δώσει αυτό το αίσθημα του απόλυτα απλού. Ίσως μόνο ένα βρέφος, που κι αυτό στην αρχή, είναι καθαρή φύση.

Ο Κούντερα έγραψε: “κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να κάνει σε ένα άλλο την δωρεά του ειδυλλίου. Μόνο το ζώο μπορεί, επειδή δεν το έδιωξαν από τον Παράδεισο.”

Να γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο.

Αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας.

Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν την αμφιβολία. Να μας βοηθάνε να ξεχνούμε την αλλοτρίωση. Να αποκαθιστούν μέσα μας την αρμονία και την ενότητα.

 Νίκος Δήμου

 http://anthroposkaiskylos.blogspot.gr/


 

Το ημερολόγιο έγραφε 8 Φλεβάρη 1981..

Ήταν μια ηλιόλουστη Κυριακή εκείνη του Φλεβάρη το 1981. Περισσότεροι από 35.000 φίλαθλοι είχαν από νωρίς γεμίσει το Φαληρικό σταδίο. Τι κι αν το παιχνίδι ξεκινούσε στις 15:15; Χαμός στους γύρω δρόμους, γιορτή. Ο Ολυμπιακός από την πρώτη θέση βάδιζε ολοταχώς για το 2 σερί πρωτάθλημα, ενώ η ΑΕΚ με 2 βαθμούς διαφορά πίσω, ήθελε νίκη για να τον προσπεράσει.

Όλα από εκεί και ύστερα είναι ιστορία. Μια τραγική ιστορία από εκείνες που σε κάνουν να ανατριχιάζεις ακόμη και ύστερα από τόσα χρόνια. Μια ιστορία που πέρασε από γενιά σε γενιά και που παρόλη την τραγικότητά της, αποτελεί ένα μοναδικό μνημείο για τον ερυθρόλευκο κόσμο. Η λύπη σύντομα μετατράπηκε σε υπερηφάνεια και υποχρέωση.

Το ημερολόγιο έγραφε 8 Φλεβάρη του 1981. Άνθρωποι άτυχοι χάθηκαν για την αγάπη τους στη φανέλα και το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο που παραμένει το πιο ασήμαντο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Θα τους θυμόμαστε για πάντα.

Laurel and Hardy ή “Χοντρός και λιγνός” ~ Το διασημότερο κινηματογραφικό δίδυμο όλων των εποχών

Όλιβερ Χάρντι (Νόρβεν Χάρντι πραγματικό όνομα) και Σταν Λόρερ. Για να γίνω πιο σαφής, ο χοντρός και ο λιγνός. Από την δεκαετία του 1920 μέχρι και τις ημέρες μας, το πιο διάσημο κωμικό δίδυμο του κινηματογράφου και της τένχης γενικότερα.

Δεν ξέρω γιατί αλλά τώρα τελευταία με έχει πιάσει μια έντονη ρετρομανία. Είμαι της άποψης και αυτό όχι από στενοκεφαλιά, ότι η τέχνη έχει εκφυλιστεί τόσο στις ημέρες μας, που σπάνια συναντούμε κάτι για το οποίο αξίζει να αναφερθούμε σε αυτό. Μια ταινία ας πούμε. Αν δεν υπήρχε ο Ταραντίνο τι θα κάναμε;

Ο Νόρβεν Χάρντι ήταν το μικρότερο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Γεννήθηκε στα 1892 και μεγάλωσε στην Τζόρτζια των ΗΠΑ. Ο πατέρας του έφυγε πολύ νωρίς απ’την ζωή όταν ο μικρός Νόρβεν ήταν 10 ετών. Η οικογένεια αγαπούσε την μουσική και τις τέχνες κι έτσι σπούδασε τενόρος στην μουσική Ακαδημία της Ατλάντα. Ζύγιζε ήδη γύρω στα 130 κιλά και είχε ύψος κοντά στα 1,90, αλλά ήταν τόσο ευκίνητος, που από όταν πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο (στην ταινία Outwitting Dad – 1914), έπαιρνε ρόλους δύσκολους και απαιτητικούς όσο ενός χορευτή. Λάτρευε άλλωστε τα σπορ και ήταν και ο ίδιος αθλητής από μικρή ηλικία.

Ο θρυλικός επίσης “λιγνός” Σταν Λόρερ (Arthur Stanley Jefferson) γεννήθηκε στο Άλβερστον του Λάνκασερ στην Αγγλία το 1890. Η οικογένειά του είχε παράδοση στις τέχνες και ο μικρός Σταν δεν άργησε να ακολουθήσει τα ίδια βήματα. Από αρκετά νεαρή ηλικία έδειχνε να “ερωτοτροπεί” με την σκηνή, στην θεατρική επιχειρήση που είχαν στήσει οι γονείς (ηθοποιοί και συγγραφείς) μαζί με τον αδερφό του. Ήταν φοβερός στις μιμήσεις και στα νούμερα των κλόουν, μια ικανότητα που τον ακολούθησε σε όλη του την καλλιτεχνική ζωή. Πλαστικές κινήσεις, απίθανες γκριμάτσες, χορευτικό περπάτημα. Έπαιξε στο μιούζικ χολ και το 1910 συνεργάστηκε με τον περίφημο θίασο ποικιλιών του Φρεντ Κάρνο, όπου αντικατέστησε τον Τσάρλι Τσάπλιν σε μία περιοδεία στην Αμερική. Για κάποιο διάστημα μάλιστα συγκατοίκησαν οι δύο κωμικοί. Ο Τσάπλιν, γνωστός για τον ανταγωνισμό και τη μισαλλοδοξία του, δεν ανέφερε ποτέ τον Σταν. Ο Σταν, αντιθέτως, ποτέ δεν είπε κακιά κουβέντα γι’ αυτόν: “Ο Τσάρλι ήταν, είναι και θα είναι πάντα ο μεγαλύτερος κωμικός στον κόσμο“, δήλωσε κάποτε. Γύρω στα 1916 εγκατέλειψε το επώνυμο Τζέφερσον επιλέγοντας το Λόρελ για ένα βασικό λόγο: το Σταν Τζέφερσον περιείχε 13 γράμματα και, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες, ήταν κι εκείνος προληπτικός. Άρχισε να γυρίζει (με τη Universal) πολλές μικρού μήκους ταινίες υποδυόμενος έναν χαρακτήρα που ονομαζόταν Χίκορι Χίραμ και ήταν κουτός χωρικός.

Πριν γνωριστεί το μετάπειτα αχώριστο κινηματογραφικό δίδυμο (χοντός – λιγνός) είχαν συμμετέχει σε αρκετές ταινίες έκαστος. Το δίδυμο δημιουργήθηκε από τον παραγωγό Χολ Ρόουτς, πνευματικό πατέρα -μαζί με τον σκηνοθέτη Λίο Μακ Κάρεϊ- του Χοντρού και του Λιγνού. Πρωτοσυναντήθηκαν στην οθόνη στο The Lucky Dog (1921) και έπαιξαν μαζί και σε άλλες ταινίες, όπως στο Duck Soup (1927), αλλά ως πραγματικό ντουέτο εμφανίστηκαν στο Φορώντας παντελόνια στον Φίλιπ (Putting Pants on Philip, 1927), όπου ο Σταν υποδύεται έναν νεαρό Σκωτσέζο που έρχεται στην Αμερική στον θείο του Όλι. Το 1927 ο Χοντρός και ο Λιγνός γύρισαν 13 ταινίες και το 1928 11 και ως το 1932 εμφανίζονταν σε μικρού μήκους και, ως επί το πλείστον, βουβές. Μεταξύ αυτών οι: Η μάχη του αιώνα, Μουσικοί για κλάματα, Μια τέλεια μέρα (1929), Ο Χοντρός και ο Λιγνός φορτοεκφορτωτές (The Music Box, 1932), που απέσπασε ένα από τα Όσκαρ για μικρού μήκους ταινία εκείνης της χρονιάς, κ.α. Μετά το 1932 άρχισαν την παραγωγή μεγάλου μήκους και ομιλουσών, ανάμεσα στις οποίες ορισμένες από τις πιο απολαυστικές: Ο Χοντρός και ο Λιγνός πάνε στον πόλεμο, Τα παιδιά της ερήμου, Δυο εύθυμοι Σκωτσέζοι, Ο Χοντρός και ο Λιγνός καουμπόηδες, Οι δύο βλάκες, Βάρδα Φουρνέλο, Τα κούτσουρα της Οξφόρδης, κ.α.

Γύρισαν μαζί περισσότερες από 100 ταινίες με βασική τους φιλοδοξία να κάνουν τους ανθρώπους και τα παιδιά να γελούν. Γκαφαδόροι, ρομαντικοί, καλοκάγαθοι, χαζούληδες, οι δύο λατρεμένοι χαρακτήρες κατάφεραν όσο λίγοι ήρωες, να παραμείνουν αναλλοίωτοι στο χρόνο και την επέλαση νέων ηθών στην τέχνη και τη ζωή.

Oliver Hardy & Stan Laurel, 1930’s. Restored by jane for Doctor Macro’s High Quality Movie Scans website: http://www.doctormacro.com. Enjoy!

Την τελευταία τους ταινία τη γύρισαν στη Γαλλία το 1950 (Οι Νέοι Ροβινσώνες). Οι βασιλιάδες του γέλιου ήταν ήδη εξασθενημένοι και κουρασμένοι. Αλλά από τη στιγμή που συναντήθηκαν, τέλη του 1920, ως τη χρονιά που ο Όλιβερ Χάρντι πέθανε παρέμειναν στενά συνδεδεμένοι όχι μόνο γιατί το ντουέτο τους πωλούσε αλλά γιατί ήταν και καλοί φίλοι: “Ο Όλι ήταν σαν αδελφός μου. Νιώθαμε ο ένας τον άλλον, αν και δεν κάναμε συχνά παρέα έξω από τα πλατό. Η ζωή του έξω από το στούντιο ήταν αφιερωμένη στα σπορ και κυρίως στο γκολφ, που λάτρευε. Η δική μου ζωή, ήταν δουλειά και τίποτα άλλο. Μου άρεσε να παρακολουθώ την ταινία σε όλα τα στάδια της παραγωγής. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν μαλώσαμε ποτέ“.

Ο Όλιβερ Χάρντι πέθανε το 1957, ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια, σε ηλικία 65 χρόνων.

Το 1965, ύστερα από αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια ο Σταν Λόρερ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 75 χρόνων. Από το κρεβάτι του νοσοκομείου ψιθύρισε στη νοσοκόμα: “Θα προτιμούσα να κάνω σκι από το να βρίσκομαι εδώ!“. “Κάνετε σκι, κύριε Λόρελ“, ρώτησε η νοσοκόμα. “Όχι“, απάντησε. “Αλλά θα προτιμούσα το σκι από αυτό που κάνω τώρα“. Λίγα λεπτά αργότερα έκλεισε τα μάτια του για πάντα.

Δύο αστεροειδείς, οι 2865 και 2866 ονομάστηκαν «Λόρελ» και «Χάρντι» στη μνήμη των Σταν Λόρελ και Όλιβερ Χάρντι.

Μια υπέροχη ιστορία φιλίας, αγάπης και επιτυχίας.

Μια υπέροχη ιστορία για το χαμόγελο των ανθρώπων.

 

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας.

Πηγές: wikipedia.org

Κυνηγώντας άχρηστους στόχους

Κάποτε ένας αγρότης είχε ένα σκύλο που είχε το συνήθειο να κάθεται στην άκρη του δρόμου και περίμενε να περάσει κάποιο αυτοκίνητο.

Μόλις εμφανιζόταν κάποιο, έτρεχε γαβγίζοντας προσπαθώντας να το ξεπεράσει. Μια μέρα ο γείτονας ρώτησε τον αγρότη:

«Πιστεύεις ότι κάποια μέρα ο σκύλος θα φτάσει η θα ξεπεράσει κάποιο αυτοκίνητο;».

Ο αγρότης απάντησε:

«Δεν είναι αυτό που με απασχολεί. Αυτό που με απασχολεί είναι το τι θα γινόταν αν κάποια μέρα το κατάφερνε».

can-stop-dog-chasing-cars_bca7beacf1558af0
Πολλοί άνθρωποι στην ζωή συμπεριφέρονται όπως ο σκύλος και κυνηγούν ασήμαντα πράγματα. Συνήθως δε, αυτοί οι στόχοι δεν είναι καν δικοί τους. Είναι των γονιών τους, της οικογένειάς τους ή της κοινωνίας. Και πασχίζουν όλη τη ζωή να καταφέρουν κάτι το οποίο δεν θα έχει κανένα νόημα για τους ίδιους. Ας εξετάσουμε λοιπόν ποιοι είναι οι στόχοι μας και αν είναι πραγματικά σημαντικοί και τότε, μόλις το ξεκαθαρίσουμε aς δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας για να τους πετύχουμε.

__________________

enallaktikidrasi

Να συνηθίζεις…

Tο χειρότερο όλων είναι να συνηθίζεις… Να συνηθίζεις τον πόνο, να βλέπεις τη βαρβαρότητα και να μην σου κάνει εντύπωση καμιά. Να αισθάνεσαι μα να μη νιώθεις το παγωμένο, γυάλινο βλέμμα του ανθρώπου που κάθεται σ’ ένα παγκάκι περιμένοντας το τίποτα.

Το χειρότερο όλων είναι να ζεις μια ζωή σα να ‘βλεπες ταινία. Που οι πρωταγωνιστές είναι οι άλλοι κι εσύ είσαι απλά ο θεατής.Να πιστεύεις πως δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις γιατί σου είναι αδύνατον να μπεις μεσα στο πανί ή ν’ ανέβεις στη σκηνή.

Να συνηθίζεις την εικόνα ανθρώπων που κρυώνουν, ανθρώπων που συνωστίζονται για μια θέση στο συσσίτιο της γειτονιάς σου.

Να φοβάσαι μην τυχόν και χάσεις το σπίτι σου μα να μην περνάει απ’ το μυαλό σου πως κι όλοι αυτοί που χαλάνε την αισθητική της εξουσίας σε πάρκα και πλατείες είχαν κάποτε ένα σπίτι…

Να γνωρίζεις πως τόσοι και τόσοι φίλοι σου κρύβονται γεμάτοι με ντροπή γιατί τους έβγαλαν στην ανεργία και να μη σε πιάνει το στομάχι.

2206Και να περιμένεις. Δίχως να ξέρεις τι να περιμένεις. Υπομονετικά, χωρίς φωνές και γκρίνια… Να περιμένεις να αλλάξει ο κόσμος γύρω σου. Μα να μην κάνεις τίποτα για αυτό… Να περιμένεις τη στιγμή που θα ‘ρθει κι η σειρά σου και να μην κάνεις τίποτα για να το σταματήσεις. Να βλέπεις το παιδί σου να ετοιμάζεται να παλέψει έναν αγώνα δίχως όπλα και να μην το παίρνεις αγκαλιά για να το σώσεις.

Απλά να περιμένεις…

_______________

 ~Στέφανος Μαντζαρίδης

    Πηγή: enfo

Ξεκίνημα με φιλική νίκη στην Σουηδία για τον Κώστα Παναγόπουλο..

Κάτοικος Σουηδίας είναι από τα μέσα του προηγούμενου μήνα ο κόουτς Κωνσταντίνος Παναγόπουλος. Ο 39χρονος τεχνικός που συμφώνησε με την Akropolis Στοκχόλμης και έχει πλέον ξεκινήσει την προετοιμασία ενόψει του νέου πρωταθλήματος. Στην διοίκηση της ομάδας υπάρχουν αρκετοί Έλληνες, πράγμα που φαίνεται άλλωστε και από το όνομα, κι έτσι με την πρόσληψη του Παναγόπουλου επιθυμούν να χτίσουν κάτι καλό και να ανέλθουν από την 3η εθνική κατηγορία στις μεγαλύτερες.

Αναμφισβήτητα πρόκειται για έναν εναλλακτικό προπονητή που έχει περάσει από τον πάγκο του Πανιωνίου, των Τρικάλων, της Λάρισας, του Απόλλωνα Σμύρνης και άλλων συλλόγων. Εκτός από ιδιαίτερος σαν τεχνικός είναι σίγουρα και ένας άνθρωπος που δεν συναντά κανείς εύκολα στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, με μια ωραία αντίληψη για τον αθλητισμό και την μπάλα. Αυτή την εμπειρία και την φιλοσοφία θέλουν οι άνθρωποι της Ακρόπολης να “εκμεταλλευτούν” προς όφελος του συλλόγου από την Σουηδία.

Στο πρώτο φιλικό προετοιμασίας μάλιστα για την φετινή σεζόν, που πραγματοποιήθηκε σήμερα, η νέα ομάδα του Παναγόπουλου επικράτησε της Συριανίσκα με 0 – 2.

 

Στάθης Ντάγκας