Η απουσία – Αργύρης Χιόνης

Τη λέξη απουσία την άκουσα, για πρώτη φορά, στο σχολείο. Ο δάσκαλος έπαιρνε απουσίες, ο απουσιολόγος έπαιρνε απουσίες…

Γιατί τις παίρνανε, που τις πηγαίνανε και τι τις κάνανε, ποτέ δεν κατάλαβα. Και επειδή, μικρός, ήμουν πολύ φιλάσθενος, παίρνανε συχνά και τις δικές μου απουσίες, χωρίς ωστόσο να νιώσω ποτέ ότι κάτι μου αφαιρούσαν, κάτι μου έλειπε.

Το ίδιο γινότανε και με τον πυρετό μου. Κάθε φορά που αρρώσταινα, μου ‘λεγε η μάνα μου:

“Έλα, να σου βάλω το θερμόμετρο, να σου πάρω το πυρετό”.

Και μου ‘βαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη, αλλά τον πυρετό δεν μου τον έπαιρνε, γιατί ο πυρετός έμενε εκεί και μ’ έψηνε, μέχρι που αποφάσιζε να φύγει από μόνος του και κά­ποιον άλλονε να βρει για να παιδέψει.

Είχα, όπως καταλαβαίνετε, ένα πρόβλημα με τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν κυριολεκτικά, που άλλα έλεγαν και άλλα εννοούσαν. Δεν είχα ακόμη μάθει τη μεταφορική χρήση τους· δεν ήμουν ακόμη ποιητής.

Αυτό συνέβη λίγο αργότερα. Θέλω να πω, άρχισα να γίνομαι ποιητής, όταν, με τη βοήθεια του νονού μου, έμαθα ότι η απουσία είναι πουλί. Ο νονός μου, ένας γλυκός, διαβασμένος και ευφάνταστος άνθρωπος, ζούσε, με τη γυναίκα του, σε μια μεγάλη μονοκατοικία με εξίσου μεγάλο κήπο.

[…]

Σε μια γωνιά του μεγάλου σαλονιού (υπήρχε και μικρότερο για τις σύντομες ή αδιάφορες επισκέψεις) στεκόταν, πάνω σε βάθρο ξύλινο με τέχνη σκαλισμένο, έν’αδειανό κλουβί τόσο όμορφα φτιαγμένο, που επιθυμούσες να μικρύνεις, σαν καναρίνι ελάχιστος να γίνεις, μόνο και μόνο για να κατοικήσεις μέσα του.

Τότε, ωστόσο, το μόνο που παίδευε την παιδική μου σκέψη ήταν γιατί ένα τόσο όμορφο κλουβί έμενε άδειο.
Ρώτησα λοιπόν, μια μέρα, τον νονό μου:

«Γιατί δεν έχει το κλουβί μέσα πουλί;».

«Έχει και παραέχει, μόνο που δεν το βλέ­πεις», μου αποκρίθηκε.

«Και πώς το λένε;» επέμεινα εγώ.

«Το λένε Απουσία», μου είπε.

«Και γιατί δεν κελαηδά;»

«Γιατί η απουσία εκτός από αόρατη είναι και βουβή·
φωνή δεν έχει».

[…]

Λίγο μετά τη συμπλήρωση των δεκατεσσάρων μου χρόνων και πριν προλάβω να του δείξω τα ποιήματα που είχα αρχίσει να γράφω, ο νονός μου πέθανε. Ήταν ο πρώτος μου νεκρός, κι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα την καρδιά μου σαν συρμάτινο Τάτζ Μαχάλ, κατοικημένη απ’ το αόρατο βουβό πουλί, την Απουσία.
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, μεγάλωσα, ωρίμασα, σίτεψα· πλήθος πλέον τα σβησμένα κεριά, πλήθος οι αγαπημένοι μου νεκροί…

Και μια μέρα, περιπλανώμενος μέσα στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας, βρέθηκα, κάποια στιγμή, μπροστά σ’ ένα τεράστιο, σιδερόφρακτο, άδειο κλουβί με μια πινακίδα στη βάση του, που έγραφε στα γαλλικά και στα φλαμανδικά: ABSENCE-AFWEZIGHEID.

Ίσως να ήταν κάποιο βελγικό αστείο ή, πάλι, μπορεί ο επιγραφοποιός να ‘θελε να δηλώσει απλώς, με τρόπο βέβαια κάπως παράδοξο, ότι το ζώο, που όφειλε να είν’ εκεί, απουσίαζε.

Εγώ ωστόσο ταράχτηκα. Είδα, ξαφνικά, να επαληθεύεται αυτό που από καιρό υποπτευόμουν ότι η Απουσία δεν είναι πουλί άλλα Θηρίο ανήμερο που, σιωπηλό και άφαντο, τρώει τα σωθικά μας, ώσπου να γίνουμε κενά τεμένη, μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων.

Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό Θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ’ ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι’ αυτό και σ’ όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν’ αδειανό κλουβί γι’ αυτήν.

Πηγή:

Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, Αργύρης Χιόνης, εκδόσεις Κίχλη

Πολύ αργά.. An analog guy in a digital world

Κάθε μέρα εκτός,

ο κύκλος στο μεταξύ

να γεμίζει,

να κλείνει

κι εσύ

κάθε ημέρα να μένεις εκτός,

αφού αγνόησες το σήμερα

το μέλλον

και τα αύριο.

Όταν δεν βάζεις τις τέλειες

εκεί που πρέπει,

όταν πρέπει,

έρχεται η στιγμή να το πληρώσεις

και είσαι εκτός,

όλο και πιο εκτός,

σε ένα κόσμο που είναι πια πολύ αργά

και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο

από το πολύ αργά.

Ένα ποίημα του Σ. Ν. “Chinaski”

Η επιστροφή…

Η σχέση μου με ετούτο το περιοδικό έχει περάσει μέσα στο χρόνο από χίλια κύματα. Ακολουθεί δηλαδή τη διαδρομή τη δική μου από καταβολής του. Κάποτε, όταν η όρεξη και ο χρόνος μας ευνοούσε, καταφέραμε να είμαστε περιοδικό και σχεδόν σε αρκετές περιπτώσεις ενημερωτικό site. Πλέον και μόνο ότι διαβάζετε από εδώ αυτές τις γραμμούλες, μας χαροποιεί και ίσως μας δίνει δύναμη για κάτι παραπάνω από την ησυχία που επικράτησε για τόσο καιρό. Ενημερωτικά δεν θα καταφέρουμε (ούτε θα επιδιώξουμε) να μοιραστούμε κάτι μαζί σας, όμως την έκφρασή μας θα την δείτε, τις φωτογραφίες, την ποίηση μεγάλων γραφιάδων, τις προτάσεις μας για ταινίες και βόλτες ή για μουσικές εξαίσιες, καθώς και μερικά άρθρα έκφρασης για το σήμερα.. κάτι δηλαδή σαν προσωπικό ιστολόγιο, σαν χώρος έκφρασης.

Εύχομαι να σας βρίσκω καλά, να είσαστε δυνατοί, να αντέχετε.. και θα δούμε. Φυσικά, για να κλείσω τα από πάνω, θα ήταν υπέροχο να δεχθώ στο μειλ μου κείμενα σας για το οτιδήποτε προς δημοσίευση σε σχέση με τη θεματολογία που σας ανέπτυξα παραπάνω, όπως πχ πριν λίγο με χαροποίησε ιδιαίτερα ένα κείμενο από τη φίλη Αλέξια.

Την καλησπέρα μου, καλώς σας βρήκα, το revista ξανά εδώ. Το revista ήταν πάντα ιδέα, και οι ιδέες δεν σβήνουν τόσο εύκολα. Τα λέμε!

Στάθης Ντάγκας

Αν μπορείς.. Του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ

Αν μπορείς να κρατας το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι τον εαυτό τους εχασαν δειλά και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να ‘χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν μα κι αδιάφορος να ‘σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομενεις χωρίς ν’αποστασεις ποτέ καρτερωντας, ή μπλεγμένος με ψεύτες μακριά να σταθεις αν μπορείς απ’ το ψέμα
κι αν γενεις μισητός, να μη δείξεις στρατι στο δικό σου το μίσοςκι ούτε τόσο καλός να φανεις κι ούτε τόσο σοφά να μιλησεις,
αν μπορείς να ονειρευεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,αν μπορείς να στοχαζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς τη λαμπρή ανταμωνοντας  νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα, να φερθεις με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργαρηδες τούτους
αν μπορείς να υποφερεις ν’ ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου ειπες στρεβλωμενη απο αχρειους, να γενει μιά παγίδα για ηλιθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σου έχει δώσει αντικρισεις συντρίμμια μπροστά σου κι αφού σκυψεις , ν’αρχισεις ξανά να τα χτιζεις με σκάρτα εργαλεία,
αν μπορείς να σωριασεις μαζί τ’αγαθα και τα κέρδη σου όλα κι αν τολμησεις με μιά σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ’ την πρώτη σου αρχή να κινήσεις και να μην ψιθυρισεις ποτες ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν’αναγκασεις με βία την καρδιά σου, τα νεύρα, το νού σου να δουλέψουν για σένα ακόμα κι αφού τσακιστουνε στο μόχθο
και ν’αντεξεις σ’αυτο σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα ‘χεις, άλλον εξόν απ’ τη θέληση που όρθια θα κραζει σε τούτα “Κρατατε”,
αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακεριος στο ήθος να μένεις, ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονεσεις,τον καθένα αν ζυγιαζεις σωστά και κανέναν πιο προσβαρα απ’ άλλον
αν μπορείς να γεμιζεις το αμείλικτο ένα λεπτό της κάθε ώρας στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερολέπτων της διαδρομής του,
τότε θα ‘ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τουτη και- περισσότερο ακόμα – θε να ‘σαι ένας άνθρωπος πλεριος.


Ραντυαρντ Κίπλινγκ

  • Έλαβα το παραπάνω κείμενο από τη φίλη της σελίδας Αλέξιας και το δημοσιεύω αυτούσιο..

Σύντομη νυχτερινή ιστορία πάνω απ’την πόλη..

Κάθισε στο τραπεζάκι που είχε σε εκείνη τη στενή και άχαρη βεράντα και κοιτούσε ίσα μπροστά στο μεγάλο κλουβί με τα δύο παπαγαλάκια του.

“Τουλούζ, για πες μου ρε φίλε πως κύλησε η ημέρα σου;” Ο Τουλούζ ήταν το ένα από τα δύο πτηνά που είχε αγοράσει γύρω στα δύο χρόνια τώρα και του έκαναν παρέα. Έπειτα παύση. Άνοιξε μια μπύρα και ήπιε τη μισή με μια ρουφηξιά, με μια έκφραση τεράστιας δίψας.

Στη συνέχεια βάλθηκε να αφήνει την ώρα να περνάει καπνίζοντας και κοιτώντας ευθεία στο κλουβί. Κάπνιζε και πάλι από την αρχή. Μπύρα δεν ήπιε γουλιά επιπλέον.

Έπειτα από αρκετή ώρα που δεν σκέφτονταν τίποτα, παρά μόνο κοιτούσε και κάπνιζε, αναρωτήθηκε μέσα του πως θα ήταν να άνοιγε την πόρτα από το κλουβί των δύο παπαγάλων. Πως θα αντιδρούσαν; Θα πετούσαν μακριά; Κι αν ναι, θα τα κατάφερναν εκεί στους ουρανούς της “ζούγκλας” όπου ζούσε; Εδώ καλά καλά δεν τα κατάφερνε ο ίδιος που πατούσε γη σε ετούτη την πόλη, θα τα κατάφερναν δύο φθηνά πουλιά του εμπορίου που αγόρασε κάποτε για να του κάνουν παρέα;

Ο Ορέστης είχε φθάσει πια τα 35. Δεν του φαίνονταν γιατί θα έλεγε κανείς πως ακόμη ήταν τριαντάρης. Ήταν επιτυχημένος για την ηλικία του. Είχε μια καλή δουλειά, καλά ρούχα, σπίτι για να μένει και μια μικρή βεράντα, καθώς και ένα ζευγάρι παπαγαλάκια, στο κλουβί τους. Τις λίγες ώρες που του έμεναν ελεύθερες δεν είχε άλλο παρά να συζητάει μαζί τους. Σιχαίνονταν εκείνη την πόλη και με τα χρόνια οι παρέες λιγοστέψανε, όλο και περισσότερο. Ήταν όμως ένα καλό σπίτι, είχε αρκετά χρήματα για να πληρώνει την καλωδιακή τηλεόραση και μεγάλο υπολογιστή για να συνδέεται με τον κόσμο.

Αφού το πακέτο με τα τσιγάρα είχε φθάσει σχεδόν στη μέση, ρούφηξε και την υπόλοιπη μπύρα από το μπουκάλι και σηκώθηκε να ξεπιαστεί. Με μια μηχανική κίνηση και χωρίς να κατανοήσει τι τον ωθούσε σε αυτή, άνοιξε την πόρτα από το κλουβί των παπαγάλων, έπιασε τον Τουλούζ, τον κράτησε για λίγο στα χέρια του, του χαϊδεψε απαλά το κεφάλι και τον πέταξε μακριά στον αέρα από τον 3ο όροφο. Ο Τουλούζ αρχικά έμοιαζε να τα έχει χαμένα, τα πρώτα δευτερόλεπτα της “απόπειρας” εναντίον του, από το μέχρι εκείνη τη στιγμή “αφεντικό” του. Έπειτα, όμως, ξεκίνησε να πετά και σύντομα έκανε κύκλους ανάμεσα στα κοντινά μπαλκόνια της πόλης. Όλα αυτά κράτησαν μερικά δευτερόλεπτα και στο τέλος τον είδε από μακριά, παρότι ήταν νύχτα, να αράζει στο κάγκελο του απέναντι ρετιρε. Την ίδια διαδρομή ακολούθησε λίγο αργότερα και η “Μαρί”.

Στα 35 του ο Ορέστης ήταν μάλλον απογοητευμένος από τους ανθρώπους και την κοινωνία. Είχε πίσω του μια σειρά από αποτυχημένες σχέσεις, ερωτικές ή φιλικές, όπως είχε και μια μεγάλη θλίψη από εκείνη που έχουμε όλοι στις ημέρες μας. Μάλλον αυτή είχε να κάνει με το μεγάλο σπίτι, τα καλά ρούχα, το καλό φαγητό, το γρήγορο αμάξι, το στενό μπαλκόνι με το κλουβί, και με τις ειδήσεις από ένα κόσμο που πήγαινε κατά διαόλου κάθε ημέρα, όλο και περισσότερο. Αυτή η πόλη του είχε γίνει ανυπόφορη.

Ο “Τουλούζ” και η “Μαρί” στέκονταν και πάλι μπροστά του, αυτή τη φορά όχι μέσα στο κλουβί αλλά στο κάγκελο του απέναντι ρετιρε. Κοιτούσαν τον Ορέστη και τα κοιτούσε κι εκείνος, ήταν τα αγαπημένα του πουλάκια που είχε αγοράσει πολύ φθηνά σε ένα pet shop παρακάτω πριν κάποιο καιρό. Έδειχαν έξω από τα νερά τους, θα έλεγε κανείς πως τα μάτια τους ήσαν υγρά και συγκινημένα. Θα έλεγε κανείς πως αν ο Ορέστης τα φώναζε, θα γυρνούσαν πίσω για να κλειστούν πάλι στο κλουβί τους, σε εκείνη τη μικρή βεράντα.

Ο Ορέστης έσβησε το τελειωμένο του τσιγάρο, χαμογέλασε και γύρισε μέσα στο σπίτι. Έκλεισε το παράθυρο και ξάπλωσε να κοιμηθεί, η ώρα ήταν πια περασμένη. Για πρώτη φορά ύστερα από καιρό τον επισκέφθηκε ένα αίσθημα ευχαρίστησης, τον πλημμύρισε. Η ελευθερία των φτερωτών φίλων του, η οποία είχε έρθει λίγες μόλις στιγμές πριν ήταν μάλλον, καθώς και το ότι ο ίδιος συνετέλεσε σε εκείνη. Σιγουρεύτηκε και κοιμήθηκε.

Ώρα επτά το πρωί. Ξημέρωσε. Είναι καλοκαίρι ακόμη και τα παράθυρα είναι για να ανοίγουν πρωί και να μπαίνει φως στα σπίτια. Η μικρή βεράντα είναι ακόμη εκεί. Το κλουβί για τους παπαγάλους επίσης. Η πορτίτσα του είναι ανοιχτή μα αυτό δεν δείχνει να απασχολεί διόλου τον “Τουλούζ” και τη “Μαρί” που κελαηδούν αμέριμνοι και καλημερίζουν έτσι τον Ορέστη και τον κόσμο. Η πόλη ξεκινά στους ίδιους ρυθμούς, ο Ορέστης χαμογελά, “η ελευθερία” σκέφτεται, “είναι περίεργη υπόθεση”. Πίνει τον καφέ του, χαιρετά τα φιλαράκια του και φεύγει για τη δουλειά.

Του Σ.Ν. Chinaski

Ένας κανονικός άνθρωπος!

Ήταν πια ξεκάθαρο. Είχε αρχίσει να του στρίβει ή πως αλλιώς να εξηγούσε όλα αυτά που του συνέβαιναν. Ήταν καλοκαίρι και δεν ήθελε να βγαίνει τις νύχτες  για ποτό. Προτιμούσε να φοράει σορτσάκια και να τρέχει στις παραλίες, κοιτούσε άστρα και αν τον παρατηρούσες, ήταν λες και τον ρουφούσε με κάποιο μαγικό και συνάμα τρελό τρόπο ο ουρανός. Δεν αγόραζε ακριβά ρούχα, δεν έψαχνε πια να βρει του φίλους του, αγαπούσε παράφορα το ποδήλατό του. Διάβαζε, διάβαζε και χαμογελούσε κάθε τόσο όταν έβρισκε μέσα σε εκείνες τις σελίδες, των μεγάλων συγγραφέων, χαρούμενες ατάκες. Ταξίδευε καθημερινά σε μέρη από ολάκερη τη γη. Μια πάνω στη μοτοσυκλέτα του Τσε στο μακρινό Περού, «ποδερόσα» έτσι την έλεγαν, την άλλη στους καταρράκτες της Έδεσσας παρέα με τον Λουντέμη στα φτωχικά του χρόνια, και τέλος έφθανε στο ηλιόλουστο Λος Άντζελες του θείου Τσαρλς, παρέα με μια χούφτα κατατρεγμένους. Το χειρότερο δε από όλα ήταν τούτο και μα το θεώ φοβάμαι κάπως ακόμη και να σας το εξομολογηθώ. Δεν ανέβαζε ούτε μια φωτογραφία με το πρόσωπό του στα social media. Καθόλου, ούτε μια, τι ντροπή;

Την ίδια στιγμή που από μπροστά του περνούσαν όλες οι εποχές  με τους ανθρώπους μόνο να φαίνονται, όχι να υπάρχουν ουσιαστικά μέσα σε εκείνες, την ίδια λοιπόν στιγμή ο ήρωας μας  απουσίαζε από την εικονική πραγματικότητα, μάζευε νερό από τις πηγές του Μαύρου όρους, στα αλήθεια ρε σας λέω, του είχε στρίψει εντελώς. Άλλοτε κάθονταν στη ράχη ψηλά στο «Μάτι» που λέμε και αγνάντευε την απλωσιά μπροστά του. Έπαιρνε βαθιές ανάσες και μάζευε ρίγανη λίγο παραδίπλα. Τους χειμώνες πήγαινε πάλι στο χωριό κι έβγαζε τα πρόβατα, τα γαλάρια, για βοσκή για να βοηθήσει τη γιαγιά του. Τα πρόσεχε τα ζωντανά, κάποιες φορές είχε ξεγεννήσει κιόλας μερικά σαν να ήταν γιατρός. Έπειτα ο καιρός ζέστενε ξανά και κατέβαινε στις θάλασσες, έπεφτε μέσα και κολυμπούσε, ούτε μια φορά δεν έβγαλε φωτογραφία τα πόδια του και το βρεγμένο του μαλλί. Ήταν δράμα η κατάστασή του σας λέω, πιστέψτε με.

Στη δουλειά του ανέφερε συνέχεια μια έκφραση, «δικαιοσύνη και σεβασμό για όλους κι από όλους». Δεν είχε ξανακουστεί ποτέ κάτι τέτοιο και  γι’αυτό δεν κράτησε πολύ. Αδιάφορο το ποια δουλειά ήταν.  Μέχρι και στις «μαχαιριές» που δέχονταν συνήθως πίσω από την πλάτη του, ούτε που γύρισε να τις κοιτάξει. Έσταζε το αίμα σαν ποτάμι και δεν τον άγγιζε, ήταν σαν θεός, ένα μισότρελος θεός όλο χαμόγελο και ευγένεια.

Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν η επιστήμη αποφάνθηκε: «Σηκώνουμε τα χέρια μας ψηλά», είπαν οι γιατροί. “Ετούτος εδώ είναι άνθρωπος, είναι κανονικός άνθρωπος.” “Δεν ξέρουμε αν μπορείτε να το καταλάβετε.” “Άνθρωπος.”

Ήταν πια ξεκάθαρο, του είχε στρίψει, κάτι κακό του είχε συμβεί..

Γράφει ο Σ.Ν “Chinaski”

Η μεγάλη συμφορά του φαίνεσθαι..

…Σε κάθε περίπτωση, η μεγάλη συμφορά τού φαίνεσθαι με μείωσε πάντα απέναντι στο αληθινό. Δεν είναι αναγκαίο να δίνεσαι στους άλλους, αλλά μόνο σε όσους αγαπάς. Γιατί τότε δεν δίνεται κανείς για το φαίνεσθαι, αλλά μόνο για να δίνει.

•Αλμπέρ Καμύ

Τι μου έμαθε η “καραντίνα”..

Η καραντίνα πέρασε, σε λίγο δεν θα υπάρχουν ούτε εκείνες οι απογευματινές ανακοινώσεις με ιατρικούς όρους, σε λίγο θα έρθει ο λογαριασμός και από ότι φαίνεται, ήδη, θα είναι παραφουσκωμένος. Μείναμε μέσα. Και όσο μέναμε μέσα γίνονταν “πραγματάκια”. Αναμενόμενο θα μου πείτε, αναμενόμενο θα σας πω κι εγώ. Οπότε δεν θα καταπιαστώ περισσότερο στο παρόν.

Εκεί που στέκομαι λιγάκι παραπάνω είναι η επίδραση του “εγκλεισμού” στην ψυχολογία μας, αλλά και τα λίγα θετικά που μπορεί να αποκόμισε κάποιος από όλη αυτή την ιστορία. Προσωπικά το μόνο θετικό που μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή, είναι το “ξεκαθάρισμα”. Είδα ανθρώπους! Και δεν εννοώ τους “είδα από κοντά ή συναναστράφηκα μαζί τους”. Όχι! Εννοώ πως είδα ανθρώπους μέσα από εμένα τον ίδιο, από μια διαφορετική οπτική γωνία, πιο καθαρή. Η γωνία αυτή ας πούμε ότι δεν υπήρχε πριν την καραντίνα.

Σε συνθήκες εγκλεισμού δεν έχεις πάρα πολλά πράγματα να κάνεις. Κάθεσαι και σκέφτεσαι. Έπειτα κάθεσαι και ξανασκέφτεσαι και έτσι προχωράει το πράγμα μέχρι το σημείο της ενδοσκόπησης τελικά. Παρατηρείς στιγμές που ανασύρεις από τον σκληρό δίσκο της μνήμης σου, με τέτοιο τρόπο και αυτό οφείλεται στην ηρεμία φυσικά, που πριν δεν μπορούσες. Οι στιγμές μπορεί να είναι τοπία, αλλά μπορεί να είναι και ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί παρέα με άλλους ανθρώπους.

Αυτή η κρίση των δύο μηνών, μπορεί η ιστορία στο μέλλον να την κρίνει με όρους όχι καλούς, δεν ξέρω γιατί το πιστεύω αυτό όμως έτσι λέει η διαίσθησή μου. Μπορώ όμως να βρω ένα θετικό. Με γλίτωσε από τη σκαρταδούρα την πιο κατάλληλη στιγμή. Δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το να είμαι παρατηρητικός. Απλώς παρατηρητικός.

Ποιος είναι άνθρωπος; Ποιος νοιάζεται πραγματικά για τους άλλους; Ποιος είναι μισάνθρωπος; Ποιος είναι ηλίθιος; Ο έλληνας είναι έξυπνος ή υποχείριο; Ο φόβος μέχρι που μπορεί να διαβρώσει τις ανθρώπινες σχέσεις; Ποιος ο ρόλος της πολιτικής και η επίδραση στις ζωές μας; Υπάρχει ελπίδα; Το χρήμα είναι τόσο σημαντικότερο από οτιδήποτε άλλο πάνω σε αυτό τον πλανήτη; Μερικές από τις απορίες μου που έπειτα κατέληξαν σε μερικά συμπεράσματα. Μερικά από αυτά όχι και τόσο ελπιδοφόρα αλλά οκ.

Στον προσωπικό τομέα ευεργεσία! Αν μπορώ να παραδεχθώ κάτι είναι πως ήμουν για χρόνια τυφλός και κατάφερα να δω. Ναι, παραδόξως, εν μέσω μιας δύσκολης συγκυρίας ξαναβρήκα το φως μου. Κι αυτό που θα θυμάμαι στο εξής, είναι πως μπορεί ποτέ να μη μάθω τους ανθρώπους, όμως ποτέ πάλι δεν θα αφεθώ να πιστέψω χωρίς κόπο σε εκείνους. Η εποχή μας είναι φαινομενική. Φαινομενική διάολε..

Γράφει ο Στάθης Ν. “Chinaski”.

Y.Γ: Είναι μερικά ψέματα που κοστίζουν μια ζωή.

Η όμορφη εκδίκηση των λουλουδιών..

Δες που ύστερα από τόσο καιρό, από τότε δηλαδή που φτιάχναμε το ανθολόγιο στο δημοτικό, επιστρέψαμε να παρατηρούμε τα φυτά, τα λουλούδια ξανά, να τα φωτογραφίζουμε, να τα μυρίζουμε από κοντά. Δες που ακόμη και αυτή τη μαγική διαδικασία ήρθε ο φόβος για να μας την υπαγορεύσει. Δεν είναι λίγο άδικο για όλη αυτή την ομορφιά εκεί έξω; Δεν είναι λίγο άδικο να τη θυμόμαστε μονάχα από φόβο; Λες αύριο – μεθαύριο να υπάρχει λιγότερο πλαστικό πεταμένο από τα παράθυρα αυτοκινήτων εκεί που φυτρώνουν λουλούδια; Ω, κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με επανάσταση! Την επανάσταση του πράσινου απέναντι στο ασυνείδητο.

Φωτογραφία: revista.gr